Θεωρητικώς ειπείν... από τον Γρηγόρη Μηλιαρέση

εικόνα άρθρου
Τα προηγούμενα κείμενά μου περί «μαύρης ζώνης» και ειδικά ο προβληματισμός μου σχετικά με τη διάρκεια της μαθητείας στις πολεμικές τέχνες, προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις, σχεδόν όλες άξιες λόγου: η εκμάθηση μιας πολεμικής τέχνης δεν πρέπει να συγκρίνεται με την εκμάθηση
εικόνα άρθρου
Στο πρώτο μέρος του κειμένου αυτού αναφέρθηκα εν συντομία στην ιστορία του συστήματος «ντάνι», δηλαδή του συστήματος αξιολόγησης των γνώσεων και των ικανοτήτων στις πολεμικές τέχνες σε «κίου» («級») ή «τάξεις» και σε «νταν» («段») ή «βαθμίδες», ένα σύστημα που ξεκίνησε από την Ιαπωνία στα τέλη του 19ου αιώνα
εικόνα άρθρου
Την έχουν ακουστά ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί πολεμικών τεχνών ως σύμβολο επίτευξης κάποιου αξιόλογου επιπέδου και ως κατάκτησης γνώσης. Αναφορές σε κάποιο πρόσωπο που τη διαθέτει συνοδεύονται από σεβασμό ή ακόμα και θαυμασμό και από την προσδοκία ότι ο κάτοχός της μπορεί να κάνει πράγματα που ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα και διαθέτει μια αντίληψη πολύ πέρα από αυτή των «απλών ανθρώπων».
εικόνα άρθρου
Ο πρώτος μου δάσκαλος πολεμικών τεχνών ήταν ιάπωνας∙ συνεπώς δεν ετίθετο καν θέμα πώς θα τον αποκαλούμε: στη γλώσσα του, οι δάσκαλοι προσφωνούνται «σενσέι» (για την ακρίβεια «σενσέε», αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια) οπότε ακολουθούσαμε κι εμείς την ίδια σύμβαση. Πολύ σύντομα, ωστόσο, παρατήρησα μια λεπτομέρεια που μου έκανε εντύπωση: κανείς δεν αποκαλούσε «σενσέι» τους παλιότερους μαθητές του
εικόνα άρθρου
Είναι μια από τις εμβληματικές εικόνες της Ιαπωνίας, τόσο διάσημη όσο και αυτή των γκέισα, του βουνού Φούτζι ή των ανθισμένων κερασιών: ένας ογκωδέστατος παλαιστής σούμο, με τα μαλλιά πιασμένα στον κότσο «τσονμάγκε» όπως τα έπιαναν οι σαμουράι και με μόνο ρούχο την πλατιά μεταξωτή ζώνη «μαουάσι» να ατενίζει αγέρωχα τον αντίπαλό του ή να είναι πιασμένος σε ένα θανάσιμο εναγκαλισμό μαζί του –η λέξη «θανάσιμος» δεν είναι σχήμα λόγου
εικόνα άρθρου
Πρόσφατα, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο αϊκίντο με δάσκαλο τον Ουεσίμπα Μοριτέρου –για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία της συγκεκριμένης τέχνης, ο Ουεσίμπα Μοριτέρου είναι ο εγγονός και δεύτερος διάδοχος του ιδρυτή της, του Ουεσίμπα Μοριχέι (1883-1969) και ανέλαβε τη «διοίκησή» της από τον πρώτο διάδοχο και πατέρα του, Ουεσίμπα Κισομάρου (1921-1999) όταν εκείνος πέθανε. Αν η παραπάνω ιστορία ακούγεται λιγάκι σαν τις διαδοχές των βασιλικών οίκων, πράγματι, η αναλογία θα ήταν αρκετά σωστή καθώς το αϊκίντο, όπως και πολλές ακόμα παραδοσιακές τέχνες της Ιαπωνίας (και άλλων χωρών της Ασίας), ακολουθεί το σύστημα «ιεμότο» (家元) δηλαδή της οικογενειακής διαδοχής. Και παρότι η Ιαπωνία θα μπορούσε από πολλές απόψεις να θεωρηθεί μια απολύτως δυτικοποιημένη χώρα, το συγκεκριμένο σύστημα οικογενειοκρατίας δε δείχνει να έχει υποχωρήσει ιδιαίτερα τους τελευταίους δέκα αιώνες.
εικόνα άρθρου

Λίγα θέματα έχουν προκαλέσει τόσο θερμές συζητήσεις στον χώρο των πολεμικών τεχνών όσο αυτό που σχετίζεται με την... ηλικία της τέχνης στην οποία ασκείται κανείς· για κάποιον όχι άμεσα εξηγήσιμο λόγο, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι αν μια τέχνη είναι «παλιά» έχει περισσότερη βαρύτητα από μια τέχνη που είναι «νέα» και ότι αξίζει περισσότερο να ασχοληθεί κανείς με την πρώτη παρά με τη δεύτερη. Είναι, δε, χαρακτηριστικό της ανωριμότητας που ορισμένες φορές μοιάζει να αφθονεί στο χώρο των πολεμικών τεχνών, ότι οι διαφωνίες για το συγκεκριμένο θέμα συχνά παίρνουν διαστάσεις... θρησκευτικού πολέμου με τις εμπλεκόμενες πλευρές να εκθέτουν εκτενέστατες επιχειρηματολογίες που εννέα φορές στις δέκα είναι απολύτως ανυπόστατες!

εικόνα άρθρου
Είναι δύσκολο να εμπλακεί κανείς με τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες –ή, εδώ που τα λέμε, με οποιαδήποτε διάσταση του ιαπωνικού πολιτισμού- και να μη διασταυρωθεί με μια έννοια που μοιάζει να είναι πανταχού παρούσα, να διέπει και να χαρακτηρίζει κάθε όψη των τεχνών αυτών και να προσδιορίζει τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενό τους. Αναφέρομαι, βεβαίως, στην έννοια «ντο» (στα ιαπωνικά και τα κινεζικά γράφεται με το ιδεόγραμμα «道») η οποία συνήθως αποδίδεται στα ελληνικά με τη λέξη «δρόμος» ή, αν ο ομιλητής/γράφων είναι κάπως πιο ευφάνταστος, ελληνολάτρης ή ενίοτε... πομπώδης με τη λέξη «ατραπός».
εικόνα άρθρου
Στο τέλος του προηγούμενου κειμένου (περί «άι»/ 合) έγραφα ότι σύμφωνα με αυτά που έχω αντιληφθεί τόσο από θεωρητικής άποψης, όσο και από πρακτικής, ο όρος «αϊκί» (合気), όπως προϋπήρχε του Ουεσίμπα Μοριχέι, «σήμαινε τη δυνατότητα να εντοπίζει κανείς τη διάθεση/πρόθεση του αντιπάλου του και να την επηρεάζει προς όφελός του» –τεχνικά κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματωθεί με διάφορους τρόπους και πράγματι...
εικόνα άρθρου
Έγραφα στο προηγούμενο άρθρο περί «αϊκί» ότι τα ιδεογράμματα «合» και «気» τα οποία είναι αυτά που χρησιμοποιούνται στην ονομασία της τέχνης αϊκίντο και της έννοιας αϊκί, είθισται να αποδίδονται μαζί ως «αρμονία».

φωτογραφία αρθρογράφου

Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Ο Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης, ασχολείται με τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες από το 1986 και έχει βαθμούς νταν στο τζούντο, το αϊκίντο και το ιάιντο, ενώ από το 2007 ασχολείται με την κλασική σχολή ναγκινάτα Τένσιν Μπούκο-ρίου Χέιχο με δάσκαλο αρχικά τον Έλλις Άμντουρ στην Αθήνα και στη συνέχεια τον Κεντ Σόρενσεν στο Τόκιο και από το 2016 με την κλασική σχολή ξιφομαχίας Όνο-χα Ίτο-ρίου με δάσκαλο τον σόκε της σχολής, Γιούτζι Γιαμπούκι, επίσης στο Τόκιο. Παράλληλα με την εξάσκησή του, έχει αρθρογραφήσει εκτενώς στο «Μονοπάτι για τις Πολεμικές Τέχνες», έχει υπάρξει διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του Journal of Asian Martial Arts, συνεργάζεται με το ιαπωνικό περιοδικό "Hiden" και με το αγγλόφωνο σάιτ του, Budojapan.com, έχει μεταφράσει περισσότερα από 25 βιβλία γύρω από τις πολεμικές τέχνες και διατηρεί ένα σχετικό μπλογκ.

Αρθρογραφεί και είναι ο αρχισυντάκτης του πανελλήνιου οδηγού πολεμικών τεχνών τα τελευταία 12 χρόνια.