Το υπαινίχθηκα στα προηγούμενα κείμενα αυτής της μικρής «σειράς» για αρχαρίους-πρωτοεισερχόμενους στον κόσμο των πολεμικών τεχνών: το σημαντικότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει κανείς όταν κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο είναι το θέμα της ασφάλειας. Ωστόσο, το θέμα αυτό έχει δύο σημαντικές διαστάσεις, εξίσου πραγματικές αν και εφαρμόσιμες σε δύο διαφορετικά επίπεδα: το σωματικό και το ψυχολογικό. Και παρότι οι περισσότεροι δίνουν πολύ μεγαλύτερο βάρος στο πρώτο, το δεύτερο έχει ίση αν όχι περισσότερη βαρύτητα∙ θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το πρώτο!
Ας τα πιάσουμε όμως από την αρχή: πολλοί είναι εκείνοι που οδηγούνται σε μια σχολή πολεμικών τεχνών ορμώμενοι από κάποιο φόβο για την ασφάλειά τους –είναι αυτό που σε κάποια παλιότερα κείμενα έχω αναφέρει σαν «ανάγκη για αυτοάμυνα», η οποία ενδέχεται να είναι και πραγματική αλλά που τις περισσότερες φορές είναι φανταστική: οι περισσότεροι άνθρωποι σπάνια βρίσκονται στ’ αλήθεια σε συνθήκες που πρέπει να υπερασπιστούν τη ζωή τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα (τη δική τους ή κάποιων κοντινών τους προσώπων) όμως αισθάνονται ότι είναι πολύ πιθανό να βρεθούν αντιμέτωποι με μια τέτοια κατάσταση και γι αυτό πιστεύουν ότι θα ήταν καλό να εκπαιδευθούν σε κάποιο μαχητικό σύστημα.
Εδώ ακριβώς είναι που βλέπει κανείς για πρώτη φορά πώς το θέμα της ασφάλειας μέσα στο νου μας, καθοδηγεί τις πράξεις μας. Όμως το θέμα δε σταματάει εκεί: οι περισσότεροι συνεχίζουν αυτό το παιχνίδι ανησυχίας και πριν ξεκινήσουν να ασκούνται ή, συνηθέστερα, δεν αρχίζουν να ασκούνται φοβούμενοι ότι σε ένα περιβάλλον πολεμικών τεχνών η σωματική τους ασφάλεια θα κινδυνέψει πραγματικά. Είναι δε αστείο ότι οι ίδιοι άνθρωποι που αρχίζουν να σκέφτονται τις πολεμικές τέχνες με αφορμή έναν φανταστικό κίνδυνο (αυτόν της «επικίνδυνης καθημερινότητας»), σταματούν να τις σκέφτονται εξαιτίας ενός άλλου φανταστικού κινδύνου, αυτόν του «επικίνδυνου περιβάλλοντος» μιας σχολής.
Αυτόν ακριβώς τον φανταστικό κίνδυνο, καλείται να αντιμετωπίσει ένας ασκούμενος στις πολεμικές τέχνες κατά τη διάρκεια όλης του της ενασχόλησης με το αντικείμενο –όχι μόνο όταν ανοίγει για πρώτη φορά την πόρτα της σχολής. Με άλλα λόγια, καλείται να αντιμετωπίσει τις φοβίες του, την εικόνα που έχει για τον εαυτό του, το πόσο καλά μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα ξένο και –εν δυνάμει- εχθρικό περιβάλλον και σε ένα πλέγμα συνθηκών που αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη αλλά που, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην καθημερινή του ζωή, το τίμημα μπορεί να είναι ένας τραυματισμός και, ενίοτε, ένας τραυματισμός που πάει πέρα από μια απλή γρατζουνιά ή μια μελανιά.
Στην πραγματικότητα οι πολεμικές τέχνες όντως προσφέρουν ένα χώρο, ένα «εργαστήριο» θα μπορούσαμε να πούμε στον οποίο ο ασκούμενος έρχεται αντιμέτωπος με όλα αυτά τα πράγματα. Και ως ένα σημείο η φοβία είναι γειωμένη στην πραγματικότητα καθώς, όπως έχουμε πει και αλλού, οι πολεμικές τέχνες έχουν κινδύνους καθώς διαπραγματεύονται την επιθετική συμπεριφορά του ανθρώπου και την αντιμετώπισή της. Όπως κανείς δεν έμαθε πόκα χωρίς να χάσει λεφτά, έτσι και κανείς δεν έμαθε πολεμικές τέχνες χωρίς να τραυματιστεί. Όχι κατ’ ανάγκη επειδή οι συνασκούμενοί του ή ο εκπαιδευτής του είναι κακοί άνθρωποι που θέλουν να τον βλάψουν αλλά επειδή το αντικείμενο είναι τέτοιο∙ οι μοτοσικλετιστές λένε ότι υπάρχουν δύο είδη μοτοσικλετιστών, αυτοί που έχουν πέσει και αυτοί που λένε ψέματα.
Το πλαίσιο της ασφάλειας, σωματικής και ψυχολογικής, εντός του οποίου ζούμε την καθημερινή μας ζωή αποκαλείται από τους ψυχολόγους «comfort zone» –σε απλά ελληνικά, αυτό θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «τα όριά μας», δηλαδή τα σημεία πέρα από τα οποία αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να αντεπεξέλθουμε και προκειμένου να βρεθούμε στη θέση αυτή, προτιμούμε να αποφύγουμε. Θέλουμε να αποφύγουμε να πονέσουμε (συχνά, ακόμα και πολύ λίγο), να βρεθούμε εκτεθειμένοι μπροστά σε τρίτους, να επιδείξουμε την άγνοια ή την αδεξιότητά μας ή να δούμε κατάματα τις πιο πρωτόγονες και ακατέργαστες πλευρές του χαρακτήρα μας ή του χαρακτήρα των άλλων. Και δεν είναι περίεργο: όσο και αν παραπονιόμαστε για τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε, εξακολουθούν να είναι πολύ πιο πολιτισμένες από όσο ήταν ακόμα και εκατό χρόνια πριν.
Αυτό ακριβώς είναι που τίθεται σε δοκιμασία σε μια σχολή πολεμικών τεχνών –και όσοι πραγματικά και συνειδητοποιημένα έρχονται σ’ αυτές για να μάθουν «αυτοάμυνα» είναι και αυτοί που το αντιλαμβάνονται καλύτερα. Μια πολεμική τέχνη οφείλει να μας βοηθήσει να δούμε τα όρια αυτής της «ζώνης άνεσης» καθώς αυτός είναι (ή τουλάχιστον αυτός ήταν όταν δημιουργήθηκε) ο σκοπός της: να δημιουργήσει ανθρώπους έτοιμους να πολεμήσουν ή έστω να λάβουν μέρος σε μια συμπλοκή. Η διαφορά είναι ότι μια σωστά δομημένη πολεμική τέχνη που διδάσκεται σε μια καλά οργανωμένη σχολή επιτρέπει αυτή την έκθεση να γίνει σταδιακά και, άρα, στον ασκούμενο να γνωρίσει και να επεκτείνει τα όριά του χωρίς να τον καταστρέψει.
Εδώ είναι που οι δύο διαστάσεις που ανέφερα στην αρχή του κειμένου συναντιούνται: το ψυχολογικό παιχνίδι ασφάλειας και ανασφάλειας προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και το σωματικό –ο φόβος για έναν τραυματισμό αρχικά είναι μεγάλος, μετά σταδιακά εξαφανίζεται και μετά επανέρχεται (ιδιαίτερα αν μεσολαβήσει κάποιος τραυματισμός) καθώς ο ασκούμενος προχωρεί μέσα στην τέχνη και μαθαίνει καλύτερα πώς λειτουργεί τόσο το σώμα του όσο και ο νους του. Μέσα από το πλέγμα σχέσεων που δημιουργείται σιγά σιγά –μεταξύ του ασκούμενου και των άλλων ασκούμενων, μεταξύ του ασκούμενου και του εκπαιδευτή, μεταξύ των άλλων ασκούμενων, μεταξύ των άλλων ασκούμενων και του εκπαιδευτή και, τελικά μεταξύ του ασκούμενου και του εαυτού του- η αίσθηση ασφάλειας επαναπροσδιορίζεται καθώς επαναπροσδιορίζονται και όλες οι προκαταλήψεις του ασκούμενου. Και από εκείνο το σημείο, ο αρχάριος παύει να είναι αρχάριος.
Η διαδρομή αυτή είναι εκπληκτική και είναι βέβαιο ότι θα την κάνει οποιοσδήποτε μείνει αρκετά σε μια σχολή πολεμικών τεχνών ώστε να ξεπεράσει το άχαρο στάδιο των πρώτων 100 ωρών που κατά μέσο όρο μεσολαβούν από τη στιγμή που κάποιος αρχίζει να ασκείται σε μια πολεμική τέχνη ως τη στιγμή που αρχίζει να αισθάνεται μια ουσιαστική πρόοδο. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι πλέον θα αισθάνεται 100% ασφαλής –κάθε άλλο. Δουλειά ενός καλού εκπαιδευτή πολεμικών τεχνών είναι να μετακινεί τα όρια κάθε ασκούμενου ανάλογα με την πρόοδό του ώστε να υπάρχει πάντοτε περιθώριο για ακόμα περισσότερη εξερεύνηση. Όσοι αναρωτιούνται γιατί οι πολεμικές τέχνες της Ιαπωνίας τελειώνουν πάντα με το ιδεόγραμμα «ντο» (道) που σημαίνει «δρόμος» –και δεν έχουν διαβάσει το σχετικό άρθρο Το
πανταχού παρόν Ντο σ’ αυτό εδώ το σάιτ!- η απάντηση βρίσκεται εδώ ακριβώς.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Διαβάστε το πρώτο μέρος: Ξεκινώντας μια πολεμική τέχνη: Το γενικό πλαίσιοΔιαβάστε το δεύτερο μέρος: Ξεκινώντας μια πολεμική τέχνη: Η πρώτη μέρα