Έγραφα πριν από μερικούς μήνες (
“Περί κριτικής –ειδικώς” ) ορισμένες σκέψεις σχετικά με το πόσο δύσκολο είναι μερικές φορές να ασκήσουμε κριτική στους δασκάλους μας των πολεμικών τεχνών, ειδικά στον κόσμο των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών που προσδιορίζεται από τον ευρύτερο κόσμο της ιαπωνικής κοινωνίας η παραδοσιακή αντίληψη της οποίας για την εκπαίδευση, και όχι μόνο στις πολεμικές τέχνες αλλά σε όλα τα αντικείμενα, του σχολείου συμπεριλαμβανομένου, συνοψίζεται στη φράση “σκάσε και κολύμπα”. Πέραν της σχέσης με τους δασκάλους, ωστόσο, η κριτική υπάρχει σε όλες τις εκφάνσεις των πολεμικών τεχνών και αυτό είναι ίσως κάτι που ενδέχεται να προσθέσει μια επιπλέον δυσκολία στους υποψήφιους ασκούμενους που προέρχονται από τη Γενιά Ζ.
Οι πολεμικές τέχνες φτιάχτηκαν για να εκπαιδεύσουν ανθρώπους διαφορετικών εποχών και διαφορετικών συστημάτων προτεραιοτήτων· το κοντινότερο σ’ αυτές στη σημερινή εποχή είναι τα συστήματα μάχης των διαφόρων στρατών όμως ακόμα και αν κανείς δεν θέλει να φτάσει τόσο μακριά (και η αλήθεια είναι ότι, ειδικά οι σύγχρονες πολεμικές τέχνες είναι πιο κοντά στον αθλητισμό παρά στη στρατιωτική εκπαίδευση), το στοιχείο της κρίσης, μέρος της οποίας είναι και η κριτική, είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Μ’ άλλα λόγια, στο πλαίσιο αναφοράς των πολεμικών τεχνών υπάρχει “καλό” και “κακό” και υπάρχει “σωστό” και “λάθος” και αυτά είναι προσδιορισμοί τους οποίους δεν θέτει μόνο ο δάσκαλος δια της αυθεντίας του αλλά και η ίδια η τέχνη στην οποία ασκείται κανείς.
Στις προπονήσεις πολεμικών τεχνών, ο ένας ασκούμενος παίρνει τον ρόλο του κακού επιτιθέμενου και ο άλλος τον ρόλο του καλού αμυνόμενου –οι ρόλοι θα αλλάξουν μετά από λίγα λεπτά αλλά για τα δεδομένα κάθε στιγμής, το “καλό” και το “κακό” είναι δεδομένα. Και όταν εκτελείται μια τεχνική, αν εκτελεστεί με τον τρόπο που διδάσκει ο εκπαιδευτής θα έχει αποτέλεσμα, άρα θα είναι “σωστή” και αν εκτελεστεί με διαφορετικό τρόπο δε θα έχει αποτέλεσμα, άρα θα είναι “λάθος”. Αυτή είναι μια πραγματικότητα με την οποία όλοι οι ασκούμενοι καλούνται να ευθυγραμμιστούν όσο διαρκεί η εξάσκησή τους.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σαφή όταν δεν πρόκειται για πολεμική τέχνη αλλά για μαχητικό άθλημα: σε μια αναμέτρηση στο τζούντο, στο κέντο ή στο βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου, υπάρχουν κανόνες και όποιος τους παραβεί τιμωρείται και υπάρχουν στόχοι οι οποίοι αν επιτευχθούν, ο ένας από τους δύο αγωνιζόμενους νικάει και ο άλλος χάνει και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο: πέρα από τις περιπτώσεις της τύχης ή του σφάλματος της διαιτησίας (πράγματα που οι οργανισμοί που διαχειρίζονται τα μαχητικά αθλήματα προσπαθούν να περιορίσουν), αν αναμετρηθώ στο κέντο και χάσω, σημαίνει ότι ο αντίπαλός μου είναι καλύτερος από εμένα και άρα θα πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο για να τον ξεπεράσω την επόμενη φορά.
Τα παραπάνω ακούγονται προφανή και για οποιονδήποτε είναι άνω των 40, μάλλον είναι. Έχω παρατηρήσει ωστόσο ότι υπάρχει αρκετός νεότερος κόσμος που έρχεται στις πολεμικές τέχνες με μια σχετικιστική νοοτροπία η οποία κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στη Δύση και η οποία μπορεί να συμπυκνωθεί στην αμερικανική έκφραση “don’t judge me” (μη με κρίνεις): κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και κανένας άλλος δεν μπορεί να βιώσει την πραγματικότητα όπως αυτός, συνεπώς κανείς δεν μπορεί να κρίνει κανέναν, συνεπώς καθένας μπορεί να έχει οποιαδήποτε άποψη για οποιοδήποτε θέμα και αυτή να είναι εξίσου έγκυρη με οποιαδήποτε άλλη, συνεπώς δεν υπάρχει “σωστό” ή “λάθος” γιατί το “σωστό” του Α μπορεί να είναι το “λάθος” του Β.
Υπάρχει κάτι εγγενώς ευγενές στην παραπάνω αντίληψη: ο λόγος που έχει γίνει δημοφιλής είναι προκειμένου να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στις διάφορες προκαταλήψεις που στηρίζονται στις απόψεις που επιβάλλουν οι πλειονότητες στις μειονότητες και που έχουν οδηγήσει σε ανισότητες και σε τεράστια κοινωνικά προβλήματα. Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά: αν και λειτουργεί στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, ένα ντότζο δεν την αντικατοπτρίζει στα πάντα και υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν μέσα σ’ αυτό που δε συμβαίνουν με τον ίδιο τρόπο στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι κανόνες που ισχύουν στην κοινωνία αναιρούνται, βεβαίως, αλλά ότι κάποιοι ισχύουν με συγκεκριμένο τρόπο και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αποδεχτεί όποιος επιλέγει να λειτουργήσει μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο.
...Αν ένας ασκούμενος θεωρεί ότι είναι υπεράνω αυτής της κριτικής ή ότι εξαιτίας της, καλλιεργείται ένα κλίμα το οποίο προάγει οπισθοδρομικές νοοτροπίες του παρελθόντος μπορεί να επιλέξει να μείνει μακριά από το συγκεκριμένο περιβάλλον...
Στις πολεμικές τέχνες ο ασκούμενος κρίνεται κάθε στιγμή –από τις εξετάσεις για τις ζώνες μέχρι το ίδιο το αποτέλεσμα ενός κάτα ή μιας αγωνιστικής αναμέτρησης, ζει και πεθαίνει κάθε στιγμή και παρότι μπορεί το “ζει” και το “πεθαίνει” να είναι συμβολικά, θα πρέπει να γίνονται αντιληπτά σαν να ήταν κυριολεκτικά γιατί αλλιώς δεν πρόκειται για πολεμικές τέχνες αλλά για θεατρική παράσταση. (Παρεμπιπτόντως, ένας πραγματικά καλός ηθοποιός θα πει ακριβώς το ίδιο για μια καλή θεατρική παράσταση, και αυτό δεν είναι τυχαίο μια και και εκεί πρόκειται για κάτι που κρίνεται καθημερινά και άμεσα!) Αν ένας ασκούμενος θεωρεί ότι είναι υπεράνω αυτής της κριτικής ή ότι εξαιτίας της, καλλιεργείται ένα κλίμα το οποίο προάγει οπισθοδρομικές νοοτροπίες του παρελθόντος μπορεί να επιλέξει να μείνει μακριά από το συγκεκριμένο περιβάλλον -και αυτό είναι μια στάση που είναι όντως σεβαστή- όμως το περιβάλλον δε θα αλλάξει.
Νομίζω ότι το έχω γράψει και παλιότερα: οι πολεμικές τέχνες είναι μια δραστηριότητα ανοιχτή σε οποιονδήποτε όμως όπως όλα τα πράγματα, δεν είναι για όλον τον κόσμο: οι άνθρωποι που έρχονται σ’ αυτές και πολύ περισσότεροι εκείνοι που μένουν και προχωρούν και τις κάνουν μέρος της πραγματικότητάς τους είναι συγκεκριμένοι και τελικά μένουν γιατί βλέπουν ότι στον πυρήνα τους, πολύ πέρα από την απόκτηση δεξιοτήτων μάχης, βρίσκεται ένα μοντέλο για να ανακαλύψει κανείς πλευρές του εαυτού του που αγνοεί και να χτίσει τον χαρακτήρα του με έναν τρόπο που θα τον κάνει πιο λειτουργικό. Για τα δικά μου δεδομένα, τα δεδομένα δηλαδή ενός ανθρώπου που σχεδόν έχει ολοκληρώσει την έκτη δεκαετία της ζωής του, κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να περνάει από μια διαρκή διαδικασία κρίσης, είτε εξωτερικής, είτε εσωτερικής και αυτό είναι ίσως ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα αυτής της δραστηριότητας· αν κανείς το απορρίψει χάνει μια εξαιρετική ευκαιρία για ενδοσκόπηση.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης