Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο “Το μέγεθος δεν έχει πάντα σημασία”, που έγραψα προ καιρού, είδα ξανά μια φράση που συμπυκνώνει έναν από τους διαρκέστερους εσωτερικούς προβληματισμούς μου –και όχι μόνο τους δικούς μου αν και οι περισσότεροι τους επικεντρώνουν σε διαφορετικό σημείο. Πρόκειται για τη φράση “Κακά τα ψέματα: από τη στιγμή που δεν υπάρχει περίπτωση πραγματικής αναμέτρησης, καθένας μπορεί να υποστηρίζει ό,τι θέλει” και παρότι την έγραψα σε σχέση με τις κλασικές σχολές οπλομαχίας τις οποίες μελετάω τα τελευταία 13 χρόνια, ισχύει και για πολλές από τις σημερινές πολεμικές τέχνες –για την ακρίβεια για όλες όσες δεν έχουν αθλητική διάσταση.
Στο τζούντο, το κέντο, το ταεκβοντό, το βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου ή την πυγμαχία οποιοσδήποτε ισχυρισμός ελέγχεται άμεσα: αν στο κείμενο αυτό υποστηρίξω ότι είμαι ο καλύτερος έλληνας κεντόκα, την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του θα βρω, υποθέτω, στο Messenger ένα μήνυμα από τον Νίκο Καραγεώργο, πρωταθλητή Ελλάδας μετά το 15ο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα που έγινε πέρσι τον Νοέμβριο ο οποίος θα μου λέει πολύ ευγενικά να συναντηθούμε την επόμενη φορά που θα βρεθώ στην Αθήνα για να του δείξω τι καταπληκτικά πράγματα έχω μάθει στην Ιαπωνία. Και θα πρέπει να δεχτώ –ή να ανακαλέσω αυτό που έγραψα στο κείμενό μου.
Πέραν του ότι η δυνατότητα ενεργής αντιπαράθεσης καθιστά τα πράγματα πολύ πιο πολιτισμένα, δίνει στους εμπλεκόμενους τη δυνατότητα να μην χάνουν χρόνο με ατέρμονες συζητήσεις περί αποτελεσματικότητας: στο πλαίσιο αναφοράς του αθλήματος με το οποίο ασχολούνται, η αποτελεσματικότητα είναι μετρήσιμη και εντός του συνόλου των ασχολούμενων, όλοι αναγνωρίζουν ποιοι είναι οι καλύτεροι –εκτός εισαγωγικών. Ότι ο Νίκος Καραγεώργος είναι ο έλληνας πρωταθλητής κέντο δεν σηκώνει συζήτηση μετά τον Νοέμβριο του 2019, όπως δε σηκώνει συζήτηση ότι ο Ρεντάρο Κουνιτόμο είναι ο ιάπωνας ομόλογός του, επίσης μετά τον Νοέμβριο του 2019. Και παρότι αυτά μπορούν να αλλάξουν του χρόνου, τώρα ισχύουν.
Έχω γράψει επανειλημμένα ότι απεχθάνομαι τον αθλητισμό –υποθέτω ότι αυτό συνέβαλε πολύ στο να μη γίνω ποτέ καλός τζουντόκα, κεντόκα ή ναγκινάτα-κα. Όμως, και εδώ είναι ο προβληματισμός που έλεγα παραπάνω, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ότι οι πολεμικές τέχνες που έχουν συμπεριλάβει κάποια μορφή ανταγωνισμού στο ρεπερτόριό τους, έχουν γίνει πολύ πιο σαφείς, πιο ξεκάθαρες. Κάθε δεδομένη στιγμή, υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη κατάταξη (τόσο σε επίπεδο ντότζο, όσο και σε επίπεδο πόλης, χώρας ή ακόμα και κόσμου) ως προς το ποιος είναι ο πιο ικανός. Και αυτό βοηθάει όλη την κοινότητα καθώς δίνει ένα μέτρο σε όλους πώς να προχωρήσουν.
Το ερώτημα της αναμέτρησης φυσικά δεν είναι σημερινό: το ίδιο το κέντο (όπως και το τζούντο, απλώς αναφέρομαι στο πρώτο γιατί μου είναι πιο οικείο) προέκυψε από τα γκέκικεν (撃剣), τις ξιφομαχίες-αναμέτρησεις με τη χρήση ομοιωμάτων ξίφους (αρχικά ξύλινων και μετά από μπαμπού, τα οποία εξελίχθηκαν στα σημερινά σινάι) μεταξύ των ντότζο ξιφομαχίας της περιόδου Έντο (1603-1868) που έφτασαν σε σημείο να γίνουν μορφή ψυχαγωγίας την περίοδο Μέιτζι (1868-1912). Οι σαμουράι είχαν πάψει να πολεμούν, οι τέχνες τους είχαν αρχίσει να κινούν το ενδιαφέρον και των αστών, τα ντότζο μεγάλωναν και η διάθεση για αναμετρήσεις μεγάλωνε ανάλογα.
Σίγουρα ο χαρακτήρας των γκέκικεν, όπως προκύπτει από τα κείμενα της εποχής φανερώνει κάτι λιγότερο αθλητικό από το σημερινό κέντο –σίγουρα κάτι λιγότερο επίσημα οργανωμένο, με πολύ λιγότερους “αθλητικούς” κανόνες και πολύ περισσότερο ρεαλισμό, εξ ου άλλωστε και η ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί, ειδικά μετά τον Β’ ΠΠ, και να πλησιάσει περισσότερο τον αθλητισμό όπως τον προσδιορίζει το Ολυμπιακό Κίνημα. Μέρος του οποίου, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ήταν ο δημιουργός του τζούντο, Τζίγκορο Κάνο που επηρέασε σημαντικά στα πρώτα τους βήματα και το κέντο και το τζόντο και το καράτε και γενικά τη σκηνή πολεμικών τεχνών των αρχών του 20ου αιώνα.
Οπότε αναρωτιέμαι, και πραγματικά δεν έχω καταλήξει –ανά διαστήματα τείνω προς την μια ή προς την άλλη κατεύθυνση: μήπως τελικά κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο; Πέραν του γεγονότος ότι κρατάει τους πάντες ειλικρινείς και τους αποτρέπει από το να ρέπουν στα λεγόμενα “πόλιτικς” (όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο ειδικά με το αϊκίντο ξέρει τι εννοώ: όλη η φιλολογία περί “ειρηνικής διευθέτησης” και “απουσίας ανταγωνισμού” έχει κάνει σχεδόν τους πάντες στον συγκεκριμένο κόσμο να τρώγονται μεταξύ τους) είναι και ιστορικά συνεπές –ακόμα και στο αϊκίντο, “δοκιμασίες” γίνονταν μέχρι και τον θάνατο του ιδρυτή με συνήθη υπερασπιστή του Αϊκικάι τον Κοΐτσι Τοχέι.
Το ερώτημα δεν έχει εύκολη απάντηση και επανέρχεται συχνά στον κόσμο των πολεμικών τεχνών, ενίοτε και των κλασικών. Ορισμένες σχολές όπως κάποιες γραμμές της Τένεν Ρίσι-ρίου ή της Χόκουσιν Ίτο-ρίου ή της Κάσιμα Σίντεν Τζικισινκάγκε-ρίου εξακολουθούν και παίζουν (ελλείψει καλύτερης λέξης) γκέκικεν χρησιμοποιώντας προστατευτικά του κέντο αλλά διαφορετικούς κανόνες ενώ κάποιες άλλες “σπάνε” τα κάτα επιτρέποντας στους ασκούμενους αυτοσχεδιασμό εντός ορίων με τα όρια αυτά να ποικίλλουν αναλόγως του επιπέδου των ασκούμενων –από μια άποψη αυτό δε διαφέρει πολύ από το κέντο ή οποιοδήποτε άλλο άθλημα οπότε ίσως να είναι η ενδεικνυόμενη λύση. Ή μια ενδεικνυόμενη λύση, εν πάση περιπτώσει...
Κείμενο-Φωτογραφία / Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης