Όπως κάθε χρόνο όταν επιστρέφω στην Ελλάδα και βρισκόμαστε για φαγητό ή ποτό, η συζήτηση είχε ανάψει με τον φίλο μου τον Θανάση –έχοντας μια αθροισμένη εμπειρία στις πολεμικές τέχνες περίπου έναν αιώνα (εννοώ μαζί!) το αντικείμενο ήταν, βεβαίως, αυτές και, όπως συχνά συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, η πιθανότητα της μελλοντικής εμπλοκής του με κάποια κορίου μπουγκέι, κάποια κλασική ιαπωνική πολεμική τέχνη. (Όπως και εγώ, ο Θανάσης είναι κατ’ αποκλειστικότητα φίλος του ιαπωνικού πολιτισμού και, κατ’ επέκταση των τεχνών που προέρχονται από αυτόν.)
Κάποια στιγμή λοιπόν, μου έθεσε το ερώτημα: αν υποτεθεί ότι ήμουν 18 ετών και βρισκόμουν στην Ιαπωνία, ξέροντας ό,τι ξέρεις αυτή τη στιγμή, τι θα μου πρότεινες να ξεκινήσω; Και η απάντησή μου, πέρα από το να επισημάνω ότι η συγκεκριμένη συνθήκη είναι αδύνατη άρα ουσιαστικά δεν έχει νόημα να τη συζητάμε (στο μυαλό μου, το ερώτημα είναι ισοδύναμο του “αν πρόκειται να ζήσω στη Σελήνη, ποια πολεμική τέχνη είναι καλύτερα να μάθω;”) ήταν “τζούντο και κέντο”. Και όταν μου έκανε ρελάνς με το “Και αν ήμουν 25 ετών;” απάντησα ξανά το ίδιο: “τζούντο και κέντο”.
Μάλλον προβλέψιμα (το κάνει σχεδόν όλος ο κόσμος), ο Θανάσης θεωρεί ότι επειδή ασχολούμαι με κάτι, θα το θεωρήσω το καλύτερο και, άρα, θα το προτείνω και στους πάντες. Όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει: ασχολούμαι με τα πράγματα που ασχολούμαι επειδή καλύπτουν τις δικές μου ανησυχίες και αναζητήσεις και δεν τα προτείνω παρά μόνο σε ανθρώπους που συμμερίζονται τις ανησυχίες και τις αναζητήσεις αυτές. Και ακόμα και τότε, δεν τα προτείνω πιεστικά -απλώς αναφέρω στην πορεία της συζήτησης ότι η συγκεκριμένη ενασχόληση έχει αυτό και αυτό το ενδιαφέρον σημείο και από εκεί και πέρα, πετάω το μπαλάκι στον συνομιλητή μου.
Στον βουδισμό Ζεν, υπάρχει μια “οδηγία” ότι δεν πρέπει να απαντάς σε ερωτήσεις για τον βουδισμό παρά μόνο αν ο συνομιλητής σου σε ρωτήσει τρεις φορές –λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της βιβλιογραφίας το βουδισμού, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι οι περισσότεροι βουδιστές μάλλον αγνοούν την οδηγία αυτή όμως η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι ιερείς (τουλάχιστον στην Ιαπωνία) αποφεύγουν την κατήχηση τόσο επαγγελματικά όσο και κοινωνικά: αν κάποιος τους ρωτήσει απαντούν (και συχνά με την πρώτη) αλλά δεν κινούνται με βάση την υπόθεση ότι αυτό που είναι καλό για τους ίδιους, είναι καλό και για όλους.
Επιστρέφοντας στον Θανάση, κατ’ αρχάς η συζήτηση για τις κορίου μπουγκέι είναι πολύ προβληματική καθώς η βάση του είναι στην Αθήνα και δεν υπάρχει στον ορίζοντά του κάποια μετακίνηση προς την Ιαπωνία πέραν της ολιγοήμερης τουριστικής· βεβαίως κάποιες κορίου υπάρχουν και στην Ευρώπη όμως όπως έχουμε γράψει και άλλοτε, η οργάνωση μιας ομάδας μελέτης υπό την επίβλεψη κάποιου Ευρωπαίου που επίσης είναι μέλος κάποιας ομάδας μελέτης (κατά κανόνα αυτό συμβαίνει: οι ολοκληρωμένοι εκπαιδευτές κορίου σπανίζουν εκτός Ιαπωνίας) είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό εγχείρημα και το έχω δει να λειτουργεί πολύ λιγότερες φορές από όσες το έχω δει να αποτυγχάνει. Συνεπώς, οι πιθανότητές του για εξάσκηση σε μια τέτοια σχολή είναι πολύ λίγες και οι πιθανότητές του για εξάσκηση σε συγκεκριμένες σχολές είναι ακόμα λιγότερες.
Ταυτόχρονα, τα γκεντάι μπούντο, οι σύγχρονες πολεμικές τέχνες όπως το τζούντο και το κέντο διαθέτουν αρετές που πολλοί παραβλέπουν, κυρίως εξαιτίας της αθλητικής υπόστασης ορισμένων από αυτές (όπως ειδικά το τζούντο και το κέντο). Και παρότι αντιλαμβάνομαι την απροθυμία ορισμένων να γίνουν αθλητές (ειδικά αν, όπως ο Θανάσης, είναι στην πέμπτη δεκαετία της ζωής τους) όμως αφενός όλες οι σχετικές σχολές επιτρέπουν σε ορισμένους ασκούμενους να εμπλακούν μόνο περιορισμένα (και ενίοτε καθόλου) με την αθλητική διάσταση των τεχνών που διδάσκουν και αφετέρου, το τεχνικό και συχνά και το ιδεολογικό κομμάτι μπορεί να αποσπαστεί από το αθλητικό/αγωνιστικό, χωρίς ιδιαίτερες εκπτώσεις. Μ’ άλλα λόγια, μπορεί κανείς να κάνει τζούντο ή κέντο και, με τη βοήθεια του προγραμματισμού και της επικοινωνίας με τον εκπαιδευτή του, να μη γίνει “αθλητής του τζούντο” ή “αθλητής του κέντο” αλλά “τζουντόκα” ή “κεντόκα”.
Αν ενδιαφέρεται κανείς γιατί επέλεξα το τζούντο και το κέντο και όχι π.χ. το αϊκίντο ή το ιάιντο (δεδομένου ότι, όπως έχω γράψει και άλλοτε, η εμπλοκή μου με τα δύο τελευταία ήταν μεγαλύτερη από ότι με τα δύο πρώτα), η απάντηση είναι ότι, ειδικά ζώντας στην Ιαπωνία, κάποια στιγμή η άποψή μου για το τζούντο και το κέντο μεταστράφηκε αρκετά: αν και πάντοτε τα εκτιμούσα (απόδειξη ότι αφιέρωσα περίπου τρία χρόνια από τη ζωή μου στο καθένα), χρειάστηκε να τα δω να λειτουργούν σε πλήρη ανάπτυξη για να συνειδητοποιήσω ότι πέρα από το γεγονός ότι ως μορφές άσκησης είναι αρτιότατα, η παιδαγωγική και η προπονητική τους είναι οι πιο ολοκληρωμένες και οι πιο ώριμες που έχω δει. Όσο για το ιδεολογικό μέρος, ως γνωστόν όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Ρώμη οπότε πρακτικά δεν έχει κανείς κανέναν λόγο να επιλέξει τον δεξιό ή τον αριστερό πέρα από τις προσωπικές του προτιμήσεις.
Ένα ολοκληρωμένο σύστημα πάλης και ένα ολοκληρωμένο σύστημα οπλομαχίας μικρής απόστασης –και γράφω “ολοκληρωμένο”, λαμβάνοντας υπόψη και τις ανεπάρκειες που, αναπόφευκτα, έχουν όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα: γιατί να μην είναι επαρκή για οποιονδήποτε; Αφήνουν περιθώριο σε οποιονδήποτε να επενδύσει όση αγωνιστικότητα διαθέτει, έχουν στρατηγική, τεχνική, θεωρία και, για όσους ενδιαφέρονται, σύνδεση με τον ιαπωνικό πολιτισμό. Όσο για την αξία τους από την πλευρά της αυτοάμυνας, η ιαπωνική αστυνομία τα θεωρεί και τα δύο αρκετά αξιόλογα ώστε να τα προσφέρει ως επιλογές στο προσωπικό της –ειδικά, και προς έκπληξη πολλών, το κέντο. Συνεπώς, η αξία τους έχει δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες, όσο και αν οι συνθήκες αυτές δεν είναι τόσο ακραίες όσο οι αντίστοιχες, π.χ. στις ΗΠΑ.
Μερικές φορές η απάντηση στα ερωτήματά μας είναι μπροστά στα μάτια μας (ο Θανάσης ασκείται περιστασιακά στο κέντο και έχει κάνει και λίγο τζούντο στο παρελθόν) όμως δεν τη βλέπουμε επειδή μεγαλώνουμε σε κοινωνίες η κυρίαρχη νοοτροπία των οποίων, μας κάνει να θεωρούμε ότι “η ζωή είναι αλλού”. Με εξαίρεση ειδικές περιπτώσεις όπου πρακτικοί ή άλλοι λόγοι επιβάλουν να κάνουμε συγκεκριμένες επιλογές, οι ανάγκες μας καλύπτονται από τις προσφερόμενες λύσεις –το μόνο που χρειάζεται, είναι να δούμε τις λύσεις αυτές με καθαρό μάτι και χωρίς προκαταλήψεις (και ναι, ξέρω πόσο δύσκολο είναι αυτό: είναι εξίσου δύσκολο και για μένα που το λέω, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθήσω!) και να τις δοκιμάσουμε ώστε να δούμε αν όντως μας καλύπτουν ουσιαστικά. Ο παράδεισος μπορεί να περιμένει...
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης