Στη μια από τις δύο σχολές στις οποίες ασκούμαι, υπάρχει και το όπλο που λέγεται “κουσαριγκάμα” - πρόκειται για ένα εξωτικό όπλο που αποτελείται από ένα δρεπάνι στην άκρη του οποίου είναι δεμένη μια αλυσίδα στην άκρη της οποίας βρίσκεται ένα βαρίδι. Αναλόγως της σχολής, οποιοδήποτε από τα τρία μέρη του όπλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί αν και από όσο έχω δει από τις σχολές που το χρησιμοποιούν πάντοτε γίνεται μια προσπάθεια να χρησιμοποιούνται όλα. Στην περίπτωση της δικής μας σχολής αυτό σίγουρα ισχύει, πράγμα που σημαίνει ότι ο ασκούμενος αναγκάζεται να μάθει να χειρίζεται πολύ καλά την αλυσίδα ώστε να μην είναι στη μέση όταν χρησιμοποιεί το δρεπάνι και να μην μπερδεύεται όταν χρησιμοποιεί το βαρίδι.
Η γενιά μου είναι η πρώτη που χρησιμοποιεί αλυσίδα –μάλλον πιο σωστά, που ξανά-χρησιμοποιεί αλυσίδα: είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι όταν το συγκεκριμένο όπλο μπήκε στο πρόγραμμα σπουδών της σχολής, μπήκε στην πραγματική το εκδοχή, δηλαδή με αλυσίδα, όμως τουλάχιστον τις τέσσερις προηγούμενες γενιές, δηλαδή από τα μέσα του 19ου αιώνα, η αλυσίδα είχε αντικατασταθεί με κορδόνι. Και αυτό το ξέρουμε γιατί η περίοδος αυτή είναι περίοδος στην οποία είχε εφευρεθεί η φωτογραφία (και αργότερα και ο κινηματογράφος) οπότε έχουμε φωτογραφίες και φιλμάκια με ασκούμενους και δασκάλους της σχολής που χρησιμοποιούν το κουσαριγκάμα τους με κορδόνι.
Από τις σχολές που έχω δει να χρησιμοποιούν κουσαριγκάμα, τα πράγματα είναι μοιρασμένα –απλώς αλλόκοτα μοιρασμένα: μεταξύ των έξι σχολών που έχουν στο ρεπερτόριό τους το συγκεκριμένο όπλο, χρησιμοποιούν αλυσίδα οι τέσσερις και κορδόνι οι άλλες δύο (όπως είπα, μέχρι πρότινος, η δική μας σχολή ανήκε στη δεύτερη κατηγορία). Το “αλλόκοτα” πηγαίνει στο γεγονός ότι οι δύο σχολές που χρησιμοποιούν κορδόνι, η Τέντο-ρίου και η Σίντο Μούσο-ρίου (δια της συμπληρωματικής της σχολής, Ίσιν-ρίου), είναι πολύ πιο δημοφιλείς από τις άλλες τέσσερις που χρησιμοποιούν την αλυσίδα (για την ιστορία αυτές είναι οι Αράκι-ρίου, Κιράκου-ρίου, Νίτο Σινκάγκε-ρίου και Τόντα-χα Μπούκο-ρίου), πράγμα που σημαίνει ότι αν δει κανείς μια επίδειξη χειρισμού του όπλου αυτού στην Ιαπωνία σήμερα, πιθανότατα θα είναι με κορδόνι.
Κάποιος που δεν έχει χρησιμοποιήσει κουσαριγκάμα μπορεί εύλογα να ρωτήσει: και έχει σημασία; Σχεδόν όλες οι σχολές κεντζούτσου χρησιμοποιούν μπόκουτο αντί για κανονικά ξίφη και αυτό δεν αλλάζει τίποτα –επιπλέον ακόμα και οι ίδιες οι σχολές που χρησιμοποιούν αλυσίδα με το κουσαριγκάμα τους, δεν έχουν ακονισμένες λάμες στο δρεπάνι και δεν έχουν σιδερένια βαρίδια στην άκρη των αλυσίδων, συνεπώς, το επιχείρημα περί ρεαλισμού (ή έστω, αληθοφάνειας) στην εξάσκηση δεν ισχύει έτσι κι αλλιώς. Και κάποιος άλλος, αυτή τη φορά από κάποια σχολή που χρησιμοποιεί το κορδόνι, μπορεί επίσης εύλογα, να υποστηρίξει ότι η τεχνική δεν αλλάζει ιδιαίτερα ούτως ή άλλως αφού η βασική δομή του όπλου παραμένει η ίδια.
Έχοντας ασκηθεί και με τα δύο όπλα για αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα (στην πραγματικότητα, περισσότερο με την αλυσίδα όμως τουλάχιστον δύο χρόνια με το κορδόνι), στην ίδια σχολή και στις ίδιες τεχνικές, μπορώ να πω με απόλυτη βεβαιότητα ότι ειδικά το δεύτερο επιχείρημα δεν ισχύει καθόλου! Ναι, οι τεχνικές δεν αλλάζουν όμως η συμπεριφορά και των δύο ασκούμενων και του ίδιου του όπλου αλλάζει τόσο πολύ που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι δύο εντελώς διαφορετικά όπλα. Ο τρόπος που πετάγεται και μαζεύεται η αλυσίδα, ο τρόπος που οι τροχιές της μεταβάλλονται από το βαρίδι, το βάρος του όπλου γενικά, η αίσθηση στο χέρι και στον αέρα είναι όλα εντελώς και απολύτως αλλιώτικα και επηρεάζουν και την ταχύτητα και τη δύναμη και την απόσταση που χρησιμοποιεί κανείς.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο επιχείρημα, κατ’ αρχάς, και ξεκινώντας από το τέλος, προσπαθούμε να κάνουμε την εξάσκησή μας στοιχειωδώς ασφαλή οπότε ναι, αντικαθιστούμε κάποια μέρη των όπλων μας με ξύλο ή με κάποιο άλλο υλικό ώστε να μπορούμε να κάνουμε προπόνηση και την επόμενη εβδομάδα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αν κάτι μπορούμε να το διατηρήσουμε πραγματικό πρέπει να το αλλάξουμε για λόγους αρχής. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που μπορώ να σκεφτώ εδώ είναι τα ιάιτο στην εξάσκηση στο ιάιντο, ιδιαίτερα των αρχαρίων: το ιάιτο δεν κόβει όμως τρυπάει (άρα από μια άποψη παραμένει επικίνδυνο) και πέρα από αυτό, σε βάρος, αίσθηση στο χέρι και ισορροπία δε διαφέρει πολύ από ένα κανονικό ξίφος (αναφέρομαι εδώ στα καλά ιάιτο που είναι φτιαγμένα γι αυτή τη δουλειά και όχι σε διάφορα διακοσμητικά σπαθιά που πουλιούνται στα τουριστικά καταστήματα της Αθήνας –ή του Τόκιο).
Και συνεχίζοντας στο πρώτο επιχείρημα, η συζήτηση για το αν η χρήση των μπόκουτο στις σχολές κεντζούτσου αλλάζει ή δεν αλλάζει κάτι είναι και μεγάλη και δεν οδηγεί πάντοτε στο συμπέρασμα που υποστηρίζουν οι ασκούμενοι στις σχολές αυτές. Μ’ άλλα λόγια, στο μέτρο που ένα μπόκουτο μοιάζει περισσότερο με στειλιάρι και λιγότερο με ξίφος και στο μέτρο που η εμφάνισή του και η γεωμετρία του υπαγορεύουν τον τρόπο που θα το χρησιμοποιήσει κανείς και στο μέτρο που το γεγονός ότι δεν είναι ένα ξυράφι μήκους 70 πόντων αλλάζει τη συμπεριφορά αυτών που το χρησιμοποιούν επειδή δύσκολα οι τελευταίοι θα το αντιμετωπίσουν σαν να ήταν ένα ξυράφι μήκους 70 πόντων (και αν το κάνουν, θα χρειαστεί να προσπαθήσουν πολύ για να το κάνουν), ίσως τελικά διδασκόμαστε “μπόκουτο-τζούτσου” και όχι “κεντζούτσου”. Και το λέω αυτό όντας μαθητής μιας από τις δύο σημαντικότερες σχολές κεντζούτσου στην ιστορία της Ιαπωνίας που όχι μόνο χρησιμοποιεί μπόκουτο για την εξάσκηση αλλά χρησιμοποιεί και ένα ειδικό μπόκουτο που κατασκευάζεται μόνο γι αυτή. (*)
Όπως και να ‘χει, όλη η συζήτηση για το κορδόνι και την αλυσίδα δεν έχει να κάνει με τις διαφορές μεταξύ των δυο όπλων όσο με κάτι πιο βασικό και πιο θεμελιώδες: τις αλλαγές που συμβαίνουν μέσα σε μια σχολή ακόμα και αν αυτή είναι κλασική και, άρα, με ιδιαίτερη έμφαση στην παράδοση. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε δύο αλλαγές: μια προς το πιο σύγχρονο που έγινε πριν από 150 χρόνια και μια προς το πιο παλιό που έγινε πριν από πέντε και είμαι σίγουρος ότι δεν είναι οι μόνες που έχουν γίνει στα 450 χρόνια ιστορίας της σχολής μας ή στα άλλα 450 ή 500 άλλων σχολών. Για μια σωρεία λόγων, άλλοτε πρακτικών και άλλοτε θεωρητικών, πολιτικών, τεχνικών ή συγκυριακών, η ύλη των σχολών αλλάζει και αυτό που διδάσκεται κάθε δεδομένη περίοδο μπορεί να διαφέρει σημαντικά από αυτό που διδασκόταν την προηγούμενη. Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι αν η αλλαγή γίνεται χωρίς να επηρεάσει τον πυρήνα της παράδοσης –αν αυτός έχει εξασφαλιστεί, το θέμα σίγουρα δεν είναι αν χρησιμοποιούμε κορδόνι ή αλυσίδα. Εκτός από τις περιπτώσεις που το θέμα είναι εκεί ακριβώς!
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
(*) Και δεν δεν είναι η μόνη που το κάνει.