Ο πρώτος μου δάσκαλος πολεμικών τεχνών ήταν ιάπωνας∙ συνεπώς δεν ετίθετο καν θέμα πώς θα τον αποκαλούμε: στη γλώσσα του, οι δάσκαλοι προσφωνούνται «σενσέι» (για την ακρίβεια «σενσέε», αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια) οπότε ακολουθούσαμε κι εμείς την ίδια σύμβαση. Πολύ σύντομα, ωστόσο, παρατήρησα μια λεπτομέρεια που μου έκανε εντύπωση: κανείς δεν αποκαλούσε «σενσέι» τους παλιότερους μαθητές του που επίσης δίδασκαν στο ίδιο ντότζο παρότι ήταν άνθρωποι με δεκαετίες εμπειρίες στην τέχνη και, κάποιοι, και με δικά τους ντότζο –οι άνθρωποι αυτοί ήταν επίσης δάσκαλοι, οπότε λογικά η προσφώνηση θα έπρεπε να χρησιμοποιείται και γι αυτούς, έτσι δεν είναι;
Κι όμως, τελικά δεν είναι έτσι! Όπως θα μάθαινα αργότερα, σε άλλα ντότζο τόσο της ίδιας τέχνης όσο και άλλων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, η συγκεκριμένη λέξη έχει αποκτήσει εκτός Ιαπωνίας μια διάσταση αρκετά διαφορετική από αυτή που έχει στη χώρα και στον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεται. Συγκεκριμένα, από προσφώνηση έχει μεταμορφωθεί σε τίτλο και μάλιστα σε τίτλο που πολλοί τον αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη σοβαρότητα∙ σίγουρα με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα από ό,τι το κάνουν οι ιάπωνες!
Στην ιαπωνική κοινωνία, όπως και σε άλλες κοινωνίες της Ασίας, η ιεραρχία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο –ακόμα και σήμερα, με την εισβολή και την επικράτηση των δυτικών αξιών, τόσο η κοινωνία στο σύνολό της όσο και οι μικρότερες ομάδες που την αποτελούν, αποδέχεται σχεδόν απόλυτα τις έννοιες «επάνω» και «κάτω» ως ρόλους που κάποιοι παίζουν εντός του εκάστοτε συνόλου. Οι έννοιες αυτές είναι συνυφασμένες με την ίδια τη γλώσσα σε σημείο που να υπάρχει διαφορετικός τρόπος ομιλίας για την περίπτωση που κάποιος απευθύνεται σε κάποιον που βρίσκεται «πιο πάνω» του και σε κάποιον που βρίσκεται «πιο κάτω» του.
Ακόμα περισσότερο, οι ιάπωνες αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τις προσωπικές αντωνυμίες –με εξαίρεση τις πολύ στενές οικογενειακές σχέσεις, οι άνθρωποι απευθύνονται ο ένας στον άλλον, περίπου, στο τρίτο πρόσωπο (ενίοτε μάλιστα αναφέρονται και στον εαυτό τους έτσι) άλλοτε χρησιμοποιώντας το όνομα του προσώπου και άλλοτε κάποια προσφώνηση που σχετίζεται με το επάγγελμά του ή με την ιδιότητα/θέση που έχει στο σύνολο. Σε κάποιες περιπτώσεις οι προσφωνήσεις αυτές ταυτίζονται με ορισμένους τίτλους όμως αυτό δε συμβαίνει στην περίπτωση του δασκάλου –υπάρχουν ειδικές λέξεις που αποδίδουν την ιδιότητα «δάσκαλος», όμως οι λέξεις αυτές δε χρησιμοποιούνται σαν προσφωνήσεις. Σαν προσφώνηση χρησιμοποιείται το «σενσέι».
Κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό εκτός Ιαπωνίας είναι ότι η προσφώνηση αυτή χρησιμοποιείται προς όλους τους δασκάλους και όχι μόνο προς τους δασκάλους των πολεμικών τεχνών: τα παιδιά του νηπιαγωγείου προσφωνούν τη δασκάλα τους «σενσέι», το ίδιο και οι μαθητές μιας τάξης ερασιτεχνών αγγειοπλαστών τον άνθρωπο που τους διδάσκει πώς να φτιάχνουν πήλινα τασάκια σε ένα δημοτικό πολιτισμικό κέντρο, το ίδιο και οι φοιτητές του πανεπιστημίου τον καθηγητή τους. Πέραν των κάθε είδους δασκάλων, «σενσέι» προσφωνούνται επίσης οι γιατροί, οι δικηγόροι, αρκετά συχνά οι πολιτικοί, και επίσης αρκετά συχνά οι άνθρωποι που είναι διακεκριμένοι σε κάποιον καλλιτεχνικό τομέα (ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες κ.α.).
Το κοντινότερο ευρωπαϊκό αντίστοιχο του «σενσέι» είναι το γαλλικό «μαιτρ» («maître») ή το ιταλικό «μαέστρο» («maestro»), αμφότερα από το λατινικό «μάγκιστερ» («magister») το οποίο σημαίνει «άρχοντας» ή «διοικητής» από το οποίο προέρχεται και το αγγλικό «μάστερ» («master») και το ελληνικό «μάστορας». Και όπως συμβαίνει με όλα τα παραπάνω, δε χρησιμοποιείται ποτέ όταν αναφέρεται κανείς στον εαυτό του –ο πιο εύκολος τρόπος να αντιληφθεί κανείς πώς λειτουργεί αυτό είναι με τη συνηθέστερη προσφώνηση της ελληνικής γλώσσας, το «κύριος»: ακόμα και οι πλέον αμόρφωτοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι κανείς δε συστήνεται λέγοντας «Είμαι ο κύριος Τάδε»!
Και διερωτάται κανείς: ποιος ο λόγος που στο χώρο των πολεμικών τεχνών –και επαναλαμβάνω, το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό- αυτή η τόσο βασική γνώση παρακάμπτεται με αποτέλεσμα να ακούει κανείς εκπαιδευτές να χρησιμοποιούν τη λέξη, γραπτά ή προφορικά, σαν να ήταν τίτλος; Η εύκολη λύση θα ήταν να το αποδώσει κανείς σε ματαιοδοξία, όμως προσωπικά μπορώ να απαριθμήσω αρκετούς ανθρώπους από διάφορες πολεμικές τέχνες που κάθε άλλο παρά ματαιόδοξοι είναι (για την ακρίβεια, «σεμνοί» θα ήταν η καλύτερη λέξη για να τους περιγράψει κανείς) και που παρόλα αυτά πέφτουν στο ίδιο σφάλμα. Συνεπώς η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην άγνοια και σε μια εσφαλμένη αντίληψη της έννοιας «παράδοση».
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η εντρύφηση σε πολιτισμούς τόσο μακρινούς όσο αυτοί της Ασίας δεν είναι εύκολη –το γλωσσικό εμπόδιο είναι το πρώτο που έρχεται στο νου, ακολουθούμενο από τη γεωγραφική απόσταση και από την απουσία μεγάλων ασιατικών κοινοτήτων σε πολλά μέρη του κόσμου (επιπλέον, ακόμα και αν τέτοιες κοινότητες υπάρχουν, πολύ συχνά είναι κλειστές προς τη χώρα που τις φιλοξενεί, με αποτέλεσμα οι ντόπιοι να μην έρχονται συχνά σε επαφή μαζί τους). Τα παραπάνω είναι αρκετά για να θέσουν μια πολύ καλή βάση για παρεξηγήσεις∙ αν δε, επάνω στις παρεξηγήσεις αυτές προσθέσουμε τις παρανοήσεις που δημιουργεί και καλλιεργεί η βιομηχανία ψυχαγωγίας επί σχεδόν έναν αιώνα (με τους ασιάτες να παρουσιάζονται με τον πιο επιφανειακό και στερεοτυπικό τρόπο), το αποτέλεσμα είναι μάλλον αναμενόμενο.
Και είναι κρίμα! Οι άνθρωποι των πολεμικών τεχνών βρίσκονται στη σπάνια θέση να έχουν πρόσβαση στους πολιτισμούς αυτούς και μάλιστα σε εκφάνσεις τους που συχνά αγνοούνται και από τους ίδιους τους ασιάτες –η ευκολία πρόσβασης που έχουν οι ιάπωνες στις πολεμικές τέχνες δε σημαίνει ούτε ότι όλοι την αξιοποιούν, ούτε ότι όλοι όσοι την αξιοποιούν το κάνουν: για να αρκεστώ σε ένα εγχώριο παράδειγμα, το παλιό μου ντότζο του ιάιντο, το «Φουρίου» του Σπύρου Δροσουλάκη έχει πολύ περισσότερα μέλη από οποιοδήποτε ντότζο έχω δει στην Ιαπωνία παρότι η συγκεκριμένη τέχνη υπάρχει μόλις μια δεκαετία στην Ελλάδα και παρότι είναι η τέχνη που μελετά από την κοντινότερη δυνατή απόσταση ένα αντικείμενο που θεωρείται σχεδόν φετίχ από τους ιάπωνες, δηλαδή το ξίφος!
Το δίδαγμα –αν υπάρχει κάποιο δίδαγμα, εν πάση περιπτώσει- είναι απλό: αν οι δάσκαλοι των πολεμικών τεχνών αποφάσιζαν να κοιτάξουν τόσο τις ίδιες τους τις τέχνες, όσο και τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχονται, με νέα μάτια και αφήνοντας πίσω κάποιες συνήθειες που κληρονόμησαν από τους δικούς τους δασκάλους και αν στο πλαίσιο αυτής της «νέας ματιάς» ήταν διατεθειμένοι να πλησιάσουν πιο άμεσα τη χώρα στο σύνολό της, θα κατάφερναν να δώσουν μεγαλύτερο βάθος στην τέχνη τους τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους μαθητές τους∙ αντί να διδάσκουν απλώς «καράτε», «αϊκίντο» ή «κέντο» θα δίδασκαν πολιτισμό.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης