Λίγα θέματα έχουν προκαλέσει τόσο θερμές συζητήσεις στον χώρο των πολεμικών τεχνών όσο αυτό που σχετίζεται με την... ηλικία της τέχνης στην οποία ασκείται κανείς· για κάποιον όχι άμεσα εξηγήσιμο λόγο, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι αν μια τέχνη είναι «παλιά» έχει περισσότερη βαρύτητα από μια τέχνη που είναι «νέα» και ότι αξίζει περισσότερο να ασχοληθεί κανείς με την πρώτη παρά με τη δεύτερη. Είναι, δε, χαρακτηριστικό της ανωριμότητας που ορισμένες φορές μοιάζει να αφθονεί στο χώρο των πολεμικών τεχνών, ότι οι διαφωνίες για το συγκεκριμένο θέμα συχνά παίρνουν διαστάσεις... θρησκευτικού πολέμου με τις εμπλεκόμενες πλευρές να εκθέτουν εκτενέστατες επιχειρηματολογίες που εννέα φορές στις δέκα είναι απολύτως ανυπόστατες!
Όπως έλεγα και σε ένα άλλο κείμενο, σχετικά με την αποτελεσματικότητα των πολεμικών τεχνών, η συζήτηση αυτή πάσχει στη βάση της. Και αυτό επειδή συνήθως οι εμπλεκόμενοι παρακάμπτουν δύο πολύ βασικά ζητήματα: πρώτον, πώς ορίζει κανείς την ηλικία μιας τέχνης και που ακριβώς βάζει το όριο πριν το οποίο μια τέχνη έχει αξία και μετά το οποίο τη χάνει –σύμφωνα πάντα με τους οπαδούς αυτού του τρόπου σκέψης- και δεύτερον, από πού πηγάζει ο τρόπος σκέψης που θέλει μια τέχνη με ηλικία, π.χ. 200 χρόνια να έχει περισσότερη αξία από μια τέχνη με ηλικία, π.χ. 100 χρόνια. Μ’ άλλα λόγια, οι συζητητές δε θέτουν εξαρχής τους περιορισμούς εντός των οποίων θα θέσουν τους, όποιους τέλος πάντων, προβληματισμούς τους.
Για να μην αδικήσω συλλήβδην όσους αρέσκονται να συζητούν για την παλαιότητα των πολεμικών τεχνών, θα πρέπει να αναγνωρίσω ότι το πρώτο σκέλος του προβλήματος είναι αρκετά ασαφές ούτως ή άλλως. Και αυτό διότι ακόμα και οι ίδιοι οι ιστορικοί δε συμφωνούν απολύτως ως προς το τι θεωρείται «σύγχρονο» και τι «κλασσικό» –καθαρά ακαδημαϊκά μιλώντας, «κλασσική» (classic) εποχή θεωρείται η εποχή που ξεκινά από τον Όμηρο (8ος-7ος π.Χ. αιώνας) και τελειώνει με τον Ιουστινιανό (483-565), «μοντέρνα» (modern) η περίοδος που ξεκινά με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και το τέλος του Μεσαίωνα και «σύγχρονη» (contemporary), η εποχή που μπορούν να θυμούνται οι πιο ηλικιωμένοι συνάνθρωποί μας (δηλαδή από τη δεκαετία του 1920 ως σήμερα). Άρα λοιπόν, προκειμένου να ξεκινήσουμε να μιλάμε για το αν μια τέχνη είναι «κλασσική» ή «σύγχρονη» θα πρέπει να καθορίσουμε αν το εννοούμε με τον τρόπο που το εννοούν οι ιστορικοί ή κάπως αλλιώς.
Ως προς την ιαπωνική παράδοση –τη μόνη για την οποία μπορώ να μιλήσω με κάποια σχετική ασφάλεια- υπάρχουν δύο χρονικά σημεία που θεωρούνται σημαντικά για την ταξινόμηση των πολεμικών τεχνών· στην πραγματικότητα όχι μόνο των πολεμικών τεχνών αλλά για τις ανάγκες της συζήτησης ας μείνουμε σ’ αυτές. Τα σημεία αυτά είναι η έναρξη της περιόδου Έντο (1600 ή 1603 –αναλόγως του ιστορικού) και η έναρξη της περιόδου Μέιτζι (1868): το πρώτο σημείο καθορίζει τη λήξη μιας περιόδου εμφυλίων πολέμων που κράτησε περίπου έναν αιώνα και την έναρξη μιας περιόδου σχεδόν δυόμιση αιώνων ειρήνης (αλλά και σταδιακού εκφυλισμού της τάξης των μπούσι/πολεμιστών σε σαμουράι/γραφειοκράτες) και το δεύτερο, τη λήξη της φεουδαρχίας (και την κατάργησης της τάξης των σαμουράι) και την έναρξη του εκμοντερνισμού/εκβιομηχανισμού της Ιαπωνίας.
Όταν «χρονολογούμε» τις πολεμικές τέχνες της Ιαπωνίας, είθισται να χρησιμοποιούμε τις δύο αυτές χρονικές στιγμές ως ορόσημα –και λέω «είθισται» καθώς οι πολεμικές τέχνες δεν έχουν ακόμα κινήσει το ενδιαφέρον των ιστορικών τόσο ώστε να ενταχθούν στο επίσημο σύστημα καταγραφής του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι η χρονολόγηση που ακολουθούμε αποτελεί εισήγηση του ερασιτέχνη ιστορικού Ντον Ντρέγκερ ο οποίος έζησε στην Ιαπωνία (και σε άλλες χώρες της Ασίας) από τη δεκαετία του 1950 ως το 1982 που πέθανε και ο οποίος προσπάθησε να καταγράψει όσο καλύτερα μπορούσε τις τέχνες αυτές και την ιστορική τους εξέλιξη· στόχος του Ντρέγκερ μάλιστα, ήταν η δημιουργία ενός ιστορικού κλάδου που θα ονομάζεται «οπλολογία» και που θα μελετά τη μαχητική συμπεριφορά των ανθρώπων.
Με βάση τους ορισμούς του Ντρέγκερ λοιπόν, έχει επικρατήσει οι ιαπωνικές πολεμικές τέχνες να χωρίζονται σε «κλασσικές» και σε «σύγχρονες», αναλόγως αν η χρονολογία ίδρυσής τους προηγείται ή έπεται του 1868. Αυτό, βεβαίως, δε λέει τίποτα σχετικά με την απόλυτη ποιότητα μιας τέχνης που γεννήθηκε πριν το 1868 έναντι μιας που γεννήθηκε μετά: η Τέντζιν Σίνγιο Ρίου είναι μια από τις σχολές πάλης (τζουτζούτσου ή ζίου-ζίτσου όπως το προτιμούν κάποιοι) που μελέτησε ο Κάνο Τζίγκορο προκειμένου να φτιάξει αυτό που σήμερα ξέρουμε ως τζούντο και με χρονολογία ίδρυσης το 1830. Ο Κάνο, καθιέρωσε το τζούντο ως «Κόντοκαν Τζούντο» το 1882 (μόλις 50 χρόνια μετά) και κατάφερε να το καθιερώσει όταν οι μαθητές του κατάφεραν να νικήσουν πολλές φορές τους μαθητές σχολών τζουτζούτσου σε αγώνες με ελάχιστους κανόνες.
Η παραπάνω ιστορία θέτει δύο προβληματισμούς: αν δύο σχολές χωρίζονται από μια σχετικά μικρή χρονική διαφορά αλλά η διαφορά αυτή είναι αρκετή για να τις θέσει στις δύο πλευρές ενός ιστορικού οροσήμου, πόσο πραγματικά διαφορετικές είναι; Και ακόμα, αν το παλιότερο είναι εξ ορισμού καλύτερο (όπως υποστηρίζουν κάποιοι) γιατί το σύστημα του Κάνο κατάφερε να επικρατήσει και μάλιστα να εξαπλωθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό; Και να θυμίσω εδώ ότι δεν αναφερόμαστε σε εποχές που κάτι καθιερωνόταν λόγω μάρκετινγκ: οι μαθητές του Κάνο έφευγαν για εκείνες τις ιστορικές αναμετρήσεις με τους μαθητές άλλων σχολών τζουτζούτσου χωρίς να είναι σίγουροι αν θα επιστρέψουν το βράδυ στο σπίτι τους!
Παρόλα αυτά, και επιστρέφοντας στον αρχικό προβληματισμό, έστω ότι τουλάχιστον στον κόσμο των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών είναι σχετικά εύκολο να μιλήσουμε για «κλασσικές» και «σύγχρονες»: ό,τι είναι πριν το 1868 είναι «κλασσικό» και ό,τι είναι μετά είναι «σύγχρονο» –μ’ άλλα λόγια, όλες οι τέχνες που ξέρουμε (τζούντο, καράτε, αϊκίντο, ιάιντο, κέντο, ναγκινάτα, σορίντζι κέμπο, κιούντο κ.λπ.) είναι «σύγχρονες», άσχετα αν κάποιες από αυτές έχουν σχέσεις καταγωγής από άλλες, παλιότερες (επίσης ένα θέμα που δείχνει να προκαλεί σύγχυση σε πολλούς). Τι γίνεται όμως με την περίεργη έλξη που ασκούν οι κλασσικές τέχνες έναντι των παραπάνω; Γιατί κάποιοι φαίνεται να προτιμούν, π.χ. μια παλιά σχολή κεντζούτσου αντί για το κέντο;
Η προσωπική μου θεωρία, που σαφώς χρήζει μεγαλύτερης ανάλυσης αλλά που ωστόσο θα την υπαινιχθώ εδώ είναι κατά 99% πρόκειται για ρομαντισμό εκ μέρους αυτού που δηλώνει οπαδός των «παλιών» έναντι των «νέων». Ζώντας σε μια εποχή πολύ γρήγορη στην οποία τίποτα δεν προλαβαίνει να αφήσει το ίχνος του για πολύ καιρό, η ιδέα ότι μια τέχνη μπορεί να φτάνει σ’ εμάς μέσω μιας απρόσκοπτης πορείας 500 ετών φαντάζει κάτι το ιδιαίτερα εξωτικό και κάτι που μας προκαλεί δέος και που θέλουμε να δούμε από πιο κοντά. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε και την εξιδανικευμένη εικόνα που έχουν οι περισσότεροι για την τάξη των πολεμιστών της μεσαιωνικής Ιαπωνίας και για τις αρχές που τη διείπαν, έχουμε ένα πρότυπο στο οποίο πολλοί βλέπουν κάτι που απουσιάζει από τη ζωή τους και που θα το ήθελαν. Ή έτσι νομίζουν.
Λέω «έτσι νομίζουν» γιατί η πράξη αποδεικνύει ότι στην πραγματικότητα ελάχιστοι είναι αυτοί που θέλουν πραγματικά να εμπλακούν με κάτι τέτοιο. Πραγματική ιστορία: Πριν από επτά χρόνια, ένας από τους πιο γνωστούς αμερικανούς δασκάλους κλασσικών ιαπωνικών πολεμικών τεχνών ξεκίνησε μια σχέση με την Ελλάδα, σχέση που οδήγησε τελικά στη δημιουργία δύο ομάδων που μελετούν τις τέχνες που γνωρίζει ο εν λόγω δάσκαλος. Από κάποιο σημείο και ύστερα, η ύπαρξη των ομάδων αυτών έγινε ευρέως γνωστή μέσω διαφόρων ψηφιακών κοινοτήτων, περιοδικών κ.λπ. όμως παρόλο που πρόκειται για ένα δάσκαλο εγνωσμένης και αδιαμφισβήτητης αξίας, κανείς από τους δεκάδες ανθρώπους που καθημερινά συζητούν στο Ίντερνετ περί «κλασσικών» και «νέων» πολεμικών τεχνών δε δήλωσε έμπρακτο ενδιαφέρον συμμετοχής στις ομάδες αυτές. Για να μην παρεξηγηθώ δε, πρέπει να τονίσω ότι και οι δύο σχολές που διδάσκονται από το δάσκαλο αυτόν, είναι πραγματικά παλιές σχολές με χρονολογία ίδρυσης πριν ακόμα και από το 1600 –συνεπώς όσοι πραγματικά θα ήθελαν μια γεύση για το πώς «μάχονταν οι σαμουράι» δεν έχουν παρά να τις δοκιμάσουν!
Έχοντας δει όλες τις σύγχρονες ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και αρκετές κλασσικές και έχοντας ασκηθεί και σε κάποιες από τις μεν και σε κάποιες από τις δε, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες όσο πιστεύουν πολλοί. Σε τελική ανάλυση, αυτό που μετράει σε όλες τις τέχνες, πολεμικές και μη, είναι η αφοσίωση με την οποία ασκείται κανείς, ο χρόνος που διαθέτει και το πραγματικό ενδιαφέρον που έχει για την ενασχόλησή του αυτή. Βεβαίως διαφορές υπάρχουν όμως οι διαφορές αυτές, τελικά, μικρό ρόλο παίζουν στα οφέλη που έχει κανείς αν ακολουθήσει, π.χ. το αϊκίντο ή την Τένσιν Σόντεν Κατόρι Σίντο Ρίου (μια από τις παλιότερες σχολές ξιφομαχίας). Η ιστορία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ειλικρινή εξάσκηση –και όσο πιο γρήγορα το αντιληφθεί αυτό κανείς, τόσο πιο εύκολα θα ξεκινήσει να ασκείται.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης