Στο τέλος του προηγούμενου κειμένου (περί «άι»/ 合) έγραφα ότι σύμφωνα με αυτά που έχω αντιληφθεί τόσο από θεωρητικής άποψης, όσο και από πρακτικής, ο όρος «αϊκί» (合気), όπως προϋπήρχε του Ουεσίμπα Μοριχέι, «σήμαινε τη δυνατότητα να εντοπίζει κανείς τη διάθεση/πρόθεση του αντιπάλου του και να την επηρεάζει προς όφελός του» –τεχνικά κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματωθεί με διάφορους τρόπους και πράγματι, οι κλασσικές σχολές (κορίου/ριούχα) που περιλαμβάνουν τη συγκεκριμένη έννοια την εικονογραφούν με διαφορετικούς τρόπους που στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγουν –τεχνικά τουλάχιστον- στην εκμάθηση του σωστού συγχρονισμού (timing) και της σωστής αντίληψης της απόστασης. Πέραν αυτού, υπάρχει και ένα ευρύτερο θέμα «διαβάσματος» του αντιπάλου και ετοιμότητας εκ μέρους του ασκούμενου να προσαρμόσει τη δική του κατάστασή στις ανάγκες της συμπλοκής, όμως αυτό ισχύει σε όλες τις πολεμικές τέχνες και όχι μόνο· κάθε καλός παίκτης πόκερ έχει αναπτύξει τις παραπάνω ικανότητες λόγω της φύσης του παιχνιδιού.
Αν λοιπόν τα παραπάνω αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε πολεμικής τέχνης, ποιος ο λόγος να υπερτονίζεται στο Ντάιτο Ρίου και, κατ’ επέκταση στο αϊκίντο; Μια εύκολη απάντηση θα ήταν «επειδή ο Τακέντα Σοκάκου (ο ουσιαστικός ιδρυτής του Ντάιτο Ρίου, της τέχνης από την οποία προήλθε το αϊκίντο) το σκέφτηκε πρώτος» –κάτι ανάλογο, άλλωστε, έγινε και με το τζούντο καθώς ο Κάνο Τζίγκορο σαφώς δεν ήταν ο εισηγητής της έννοιας «τζου»/«γιαουάρα» (柔) δηλαδή της ελεγχόμενης υποχωρητικότητας που αποτελεί τη θεωρητική και τεχνική βάση της τέχνης. Μια άλλη εκδοχή, ωστόσο, αρκετά διαφορετική και εξόχως ενδιαφέρουσα, παρουσιάζει ο Έλις Άμντουρ στο βιβλίο του «Hidden In Plain Sight» (http://www.edgework.info/buy-martial-arts-book-Hidden-In-Plain-Sight.html), ένα βιβλίο που όπως και τα υπόλοιπα του ίδιου συγγραφέα-δασκάλου πολεμικών τεχνών, αξίζει να διαβαστεί επιμελώς καθώς φωτίζει το θέμα από μια ιδιαίτερα πρωτότυπη πλευρά.
Εν ολίγοις, η θέση του Άμντουρ είναι ότι η έννοια «αϊκί», στην περίπτωση των Τακέντα και Ουεσίμπα δεν αναφέρεται μόνο στο σύνολο των τεχνικών και ικανοτήτων που θα επιτρέψουν στον ασκούμενο να αντιληφθεί τις διαθέσεις και προθέσεις του αντιπάλου του και να ανταποκριθεί σ’ αυτές, αλλά και σε κάτι που για πολλούς αποτελεί το «Ιερό Δισκοπότηρο» των πολεμικών τεχνών: μια εσωτερική δύναμη η οποία δίνει στον ασκούμενο ικανότητες, αν όχι υπερφυσικές (ο Άμντουρ είναι πολύ ρεαλιστής για κάτι τέτοιο), τουλάχιστον ασυνήθιστες. Η υπόθεση του Άμντουρ ξεκινάει από το καταγεγραμμένο γεγονός ότι τόσο ο Τακέντα, όσο και ο Ουεσίμπα είχαν ασυνήθιστη φήμη για τις ικανότητές τους –και μάλιστα ζώντας και δρώντας σε ένα περιβάλλον και σε μια εποχή όπου οι ικανοί πολεμικοτεχνίτες κάθε άλλο παρά έλειπαν- καθώς και από τις προσωπικές του παρατηρήσεις ερχόμενος σε επαφή με διάφορους δασκάλους πολεμικών τεχνών στην Ιαπωνία και την Κίνα τα δεκατρία χρόνια που έζησε στην περιοχή.
Το θέμα είναι άκρως πολύπλοκο και, άρα, δε θα επεκταθώ ιδιαίτερα –έτσι κι αλλιώς, το βιβλίο είναι διαθέσιμο από την παραπάνω διεύθυνση και ο ίδιος ο Έλις Άμντουρ αρκετά προσβάσιμος τόσο μέσω Ίντερνετ όσο και μέσω των τακτικών επισκέψεών του στην Ελλάδα. Προκειμένου, ωστόσο, να μην αφήσω περιθώρια για παρερμηνείες, θα επισημάνω μόνο ότι ο χώρος στον οποίο ο συγγραφέας θεωρεί ότι βρίσκεται η απάντηση είναι ένας χώρος που από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα διερευνάται και από αρκετούς θετικούς επιστήμονες· πρόκειται για το χώρο της εμβιομηχανικής/σωματομηχανικής (biomechanics/body mechanics) ο οποίος έγινε ευρέως γνωστός μέσω της δουλειάς του σοβιετικού επιστήμονα Νικολάι Μπερνστάιν (1896-1966). Αν και ο χώρος των πολεμικών τεχνών της Άπω Ανατολής (και κυρίως της Κίνας) επίσης περιλαμβάνει την εμπειρική μελέτη και χρήση αρκετών στοιχείων που εντάσσονται στο συγκεκριμένο πεδίο γνώσης, ο Μπερνστάιν και οι επίγονοί, έδωσαν στη μελέτη αυτή επιστημονική υπόσταση με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελεί κομμάτι της σύγχρονης προπονητικής ακόμα και αθλητών άσχετων με τις πολεμικές τέχνες.
Καθώς η υπόθεση του Άμντουρ μένει να αποδειχθεί –κάτι που πάντως πιθανότατα δε θα γίνει από τον «παραδοσιακό» κόσμο του αϊκίντο- δεν μπορώ να προτείνω ότι αποτελεί και την απάντηση στο «αϊκί» του Ουεσίμπα Μοριχέι. Μπορώ όμως, όπως υποσχέθηκα στο προηγούμενο κείμενο να εκφράσω την άποψή μου σχετικά με το γιατί το «αϊκί» (και στη συνέχεια όλο το αϊκίντο) έφτασαν να περιβάλλονται από αυτή τη... μεταφυσική ομίχλη που όλοι έχουμε δει, είτε έχουμε ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη τέχνη, είτε όχι. Και η άποψη αυτή στηρίζεται σε δύο γεγονότα: το πρώτο είναι η δυσκολία που υπάρχει στην κατανόηση όσων είπε ο Ουεσίμπα Μοριχέι και το δεύτερο στον τρόπο που εξελίχθηκαν οι πολεμικές τέχνες της Ιαπωνίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο· και πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος που έφτασαν ως τη Δύση.
Κατ’ αρχάς το θέμα της επικοινωνίας με τον Ουεσίμπα. Ο ίδιος ο Μοριχέι δεν άφησε πίσω του γραπτά –ό,τι υπάρχει και φέρει το όνομά του είναι στην πραγματικότητα διαλέξεις και συζητήσεις τις οποίες κάποιοι μαθητές του κατέγραψαν, προσπαθώντας πιθανότατα και οι ίδιοι να βάλουν σε μια σειρά. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ουεσίμπα μιλούσε αντλώντας τις αναφορές του από μια σειρά κειμένων μισό-ιστορικών και μισό-θρησκευτικών (με κύρια το «Κοτζίκι» και το «Νιχόν-Σόκι» τα παλιότερα ιαπωνικά κείμενα ιστορίας-κοσμολογίας) και ειδικά όπως αυτά είχαν φιλτραριστεί μέσω της διδασκαλίας του προσωπικού του «γκουρού» του θρησκευτικού ηγέτη Ντεγκούτσι Ονισαμπούρο (1871-1948), επικεφαλής της νέο-σιντοϊστικής «αίρεσης» Οομότο-κιόου. Χωρίς τη γνώση αυτών των κειμένων, είναι απολύτως αδύνατο να κάνει κανείς έγκυρες εκτιμήσεις για το περιεχόμενο των λεγομένων του Ουεσίμπα· αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι η γνώση αυτή απουσίαζε από όλους σχεδόν τους ιάπωνες μαθητές του, πόσο μάλλον από τους δυτικούς μαθητές των μαθητών του!
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών και την εξάπλωσή τους στη Δύση, τα πράγματα είναι, κατά την άποψή μου, πολύ πιο απλά: στις δεκαετίες που ακολούθησαν τον πόλεμο, οι οργανώσεις πολεμικών τεχνών στην Ιαπωνία συνειδητοποίησαν ότι η εικόνα που έπρεπε να καλλιεργήσουν τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό γύρω από το αντικείμενό τους, δεν μπορούσε να χαρακτηρίζεται από τις αρχές που τις διείπαν ως τότε· αν μη τι άλλο, ο τρόπος που η κυβέρνηση του αυτοκράτορα Σόουα (Χιροχίτο), εκμεταλλεύτηκε τις πολεμικές τέχνες προκειμένου να στηρίξει την πολεμική της προπαγάνδα, τις είχε επενδύσει με έναν μανδύα ντροπής που η ιαπωνική κοινωνία θα χρειαζόταν δεκαετίες για να ξεπλύνει (από μια άποψη, ένα μέρος της ντροπής αυτής υπάρχει ως σήμερα). Τότε λοιπόν τονίστηκε με τρόπο που δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι οι τέχνες αυτές είναι σωματικές δραστηριότητες που αποσκοπούν, ωστόσο, σε μια ευρύτερη καλλιέργεια του ατόμου –υπογραμμίστηκε δηλαδή ο ρόλος του ως «ντο» (道), κάτι για το οποίο θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο.
Ήδη οι λέξεις «ευρύτερη καλλιέργεια» ανοίγουν την πόρτα για μια σειρά από προεκτάσεις που καθένας τις αντιλαμβάνεται όπως θέλει! Τα πράγματα έγιναν... χειρότερα, όταν το αϊκίντο, μια τέχνη που λόγω της κυκλικής κινησιολογίας του, λόγω της απουσίας αγώνων και λόγω της ιδιόμορφης προσωπικότητας του ιδρυτή του, ήρθε σε επαφή με την αμερικανική εναλλακτική κουλτούρα των δεκαετιών 1950-1960· μια ματιά στα γραπτά του Τέρι Ντόμπσον (1937-1992 του πρώτου αμερικανού οικότροφου μαθητή του ίδιου του Ουεσίμπα και αργότερα δασκάλου αϊκίντο και πρωτοπόρου στη διάδοση της τέχνης στις ΗΠΑ είναι ενδεικτική, νομίζω, των στοιχείων με τα οποία η δυτική αντικουλτούρα επένδυσε το αϊκίντο (αλλά και άλλα στοιχεία των πολιτισμών της Άπω Ανατολής).
Με κίνδυνο να ακουστώ ιδιαίτερα βλάσφημος, αυτά που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας ως «ιδεολογικό υπόβαθρο» του αϊκίντο, είναι πολύ περισσότερο εκφράσεις μιας εναλλακτικής θεώρησης των πραγμάτων μέσω των ανθρώπων που έζησαν ενεργά και σε όλες της τις διαστάσεις την περίοδο 1955-1970 (με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό) και πολύ λιγότερο η θεωρητική παρακαταθήκη του ιδρυτή του. Όποιος αμφιβάλλει, μπορεί να ρίξει μια ματιά στη συνεχιζόμενη εργασία του Πίτερ Γκόλντσμπερι (6ου νταν στο αϊκίντο, προέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αϊκίντο και καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χιροσίμα από το 1981) περί της ιστορίας και της εξέλιξης του αϊκίντο, όπως αυτό δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εξαιρετική σχετική Διαδικτυακή κοινότητα, AikiWeb : παρά το βάθος των γνώσεών του τόσο περί Ιαπωνίας, όσο και περί ιαπωνικής φιλοσοφίας αλλά και αϊκίντο, ο καθηγητής Γκόλντσμπερι έχει φτάσει ήδη στις 381 πυκνογραμμένες σελίδες (χωρίς εικονογράφηση) και δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το αν βρίσκεται στην αρχή, τη μέση ή το τέλος της μελέτης του!
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω σαφές σε όλους τους τόνους ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση απόρριψη του αϊκίντο. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το αϊκίντο είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πολιτισμικά προϊόντα της Ιαπωνίας και νομίζω ότι έχει απεριόριστο υλικό –τόσο τεχνικό, όσο και θεωρητικό- για σκέψη και εξέλιξη (ο λόγος που προσωπικά έχω πάψει να εξασκούμαι σ’ αυτό έχει να κάνει αποκλειστικά με διαφορετικές προτεραιότητες στη ζωή μου· όταν οι συνθήκες διαφοροποιηθούν είναι πολύ πιθανό να επανέλθω). Στόχος των τριών αυτών κειμένων, ήταν να εκθέσω τον προβληματισμό μου σχετικά με το «αϊκί», την κύρια έννοια που διέπει το αϊκίντο και να παρουσιάσω στον αναγνώστη κάποια στοιχεία που ίσως δεν είχε σκεφτεί ως τώρα –από εκεί και ύστερα, η ουσία κάθε τέχνης, πολεμικής και μη, βρίσκεται πάντοτε στην πράξη και στη σχέση μεταξύ μαθητή, δασκάλου και συμμαθητών.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης