Η 3η Νοεμβρίου είναι μια ιδιαίτερη αργία στην Ιαπωνία. Πρόκειται για την «Ημέρα του Πολιτισμού» (ή μπούνκα νο χι/文化の日) και παρότι η ονομασία (όπως και κάποιες άλλες ιαπωνικές ονομασίες αργιών) θυμίζει καθεστώς υπαρκτού σοσιαλισμού, πρόκειται για μια ημέρα που σχετίζεται άρρηκτα με το ιαπωνικό έθνος, τον αυτοκράτορά του και τον πολιτισμό του: 3η Νοεμβρίου ξεκίνησε να εορτάζεται ως αργία το 1868, με την παλινόρθωση του αυτοκράτορα Μέιτζι (επειδή τότε ήταν τα γενέθλιά του) και αρχικά λεγόταν Τέντσοου-σέτσου (天長節) με μια κάπως ρομαντική αναφορά στην περίοδο Τέντσοου (824-834), μια από τις κλασσικές περιόδους της ιαπωνικής ιστορίας. Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Μέιτζι η ίδια ημέρα έγινε αργία με την ονομασία Μέιτζι-σέτσου (明治節) και από το 1948 και μετά μεταμορφώθηκε σε μια νέα αργία προς τιμή του νέου, μεταπολεμικού συντάγματος της χώρας –το οποίο, ωστόσο, «γεννήθηκε» μεν στις 3 Νοεμβρίου αλλά του 1946!
Όπως και να ‘χει, η ημέρα αυτή είναι μια ιδιαίτερη αργία καθώς όλες οι εκδηλώσεις που γίνονται στην Ιαπωνία σχετίζονται με διάφορες φάσεις του ιαπωνικού πολιτισμού. Για παράδειγμα, στην Ασακούσα του Τόκιο, μια περιοχή συνυφασμένη με την κουλτούρα της περιόδου Έντο (1600-1868), γίνεται μια μεγάλη παρέλαση με ενδυμασίες εκείνης της περιόδου, γκέισα, μουσικούς, ακροβάτες κ.λπ., ενώ στο Χακόνε, μια ορεινή περιοχή κοντά στο όρος Φούτζι, γίνεται μια αναβίωση των πορειών-πομπών που έκαναν οι φεουδάρχες όταν μετακινούνταν από τις περιοχές τους στο Έντο, το παλιό Τόκιο. Αντίστοιχες εκδηλώσεις γίνονται και σε άλλα μέρη, ενώ την ίδια ημέρα βραβεύονται τόσο από την εθνική κυβέρνηση, όσο και από τις τοπικές διάφορα πρόσωπα που έχουν συνεισφέρει στη δημιουργία και την εξάπλωση του ιαπωνικού πολιτισμού.
Φυσικά από ένα τέτοιο γεγονός δε θα μπορούσαν να λείπουν οι πολεμικές τέχνες, μια δραστηριότητα που ακόμα και σήμερα παίζει σημαντικό ρόλο στην ιαπωνική κοινωνία –ας μην ξεχνάμε ότι παρά την επικράτηση του μπέιζμπολ, το σούμο (μια καθαρά ιαπωνική πολεμική τέχνη με άφθονες σημειολογικές αναφορές στο Σίντο και στις αρχαίες παραδόσεις) παραμένει ένα από τα κύρια ενδιαφέροντα των ιαπώνων και τις ημέρες που έχει πρωτάθλημα αποτελεί πρώτο θέμα στις αθλητικές ειδήσεις. Έτσι λοιπόν, την Ημέρα του Πολιτισμού οι ενδιαφερόμενοι για τις πολεμικές τέχνες έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε αρκετές εκδηλώσεις: επιδείξεις, σεμινάρια, τουρνουά (αν πρόκειται για μαχητικά αθλήματα), εκθέσεις κ.λπ.· το πρόβλημα είναι πόσα μπορούν να συνδυάσουν από τις 9 το πρωί ως τις 5 το απόγευμα!
Τη χρονιά που πέρασε, είχα την τύχη να δω εκ των έσω μια από τις εκδηλώσεις αυτές: τη μεγάλη επίδειξη κλασσικών πολεμικών τεχνών (κορίου/古流ή κομπούντο/古武道) που γίνεται σε ένα από τα κεντρικότερα πάρκα του Τόκιο, στο πάρκο του τεμένους Μέιτζι Τζίνγκου (明治神宮) –το τέμενος αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αυτοκράτορα Μέιτζι, οπότε στην πραγματικότητα η γιορτή είναι διπλή καθώς πέρα από την επίσημη αργία, γιορτάζει και ο «προστάτης άγιός» του. Και επειδή ακριβώς η ημέρα αυτή είναι διπλή γιορτή, φιλοξενεί όχι μία αλλά πέντε διαφορετικές εκδηλώσεις σχετικές με τις πολεμικές τέχνες: έναν αγώνα έφιππης τοξοβολίας γιαμπουσάμε (流鏑馬), μια μεγάλη υπαίθρια επίδειξη αϊκίντο, ένα παν-ιαπωνικό τουρνουά τοξοβολίας κιούντο (弓道) και μια άλλη εκδήλωση τοξοβολίας που ισορροπεί ανάμεσα στον αγώνα και την τελετουργία και που ονομάζεται μομότε σίκι (百々手式).
Καθώς η 3η Νοεμβρίου θεωρείται μια από τις πιο ηλιόλουστες μέρες του φθινοπώρου (και χωρίς πολύ κρύο), εκατοντάδες κόσμου μαζεύονται στο τεράστιο πάρκο του Μέιτζι Τζίνγκου για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις, να κάνουν βόλτα και πικ-νικ, να τραβήξουν φωτογραφίες και, γενικά, να περάσουν μια ήρεμη και ενδιαφέρουσα ημέρα. Προφανώς, η συγκεκριμένη τοποθεσία, αποτελεί προορισμό κυρίως όσων ενδιαφέρονται για τις πολεμικές τέχνες αφού οι παράλληλες εκδηλώσεις και το πλήθος των συμμετεχόντων (ειδικά το τουρνουά κιούντο έχει τουλάχιστον πεντακόσιες συμμετοχές) δημιουργούν μια εντυπωσιακή ατμόσφαιρα που θα ικανοποιήσει όποιον έλκεται από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και θα γοητεύσει ακόμα και τους... άπιστους.
Στην επίδειξη των κλασσικών τεχνών, συμμετείχαν 54 σχολές με ηλικίες από 500 έως 140 χρόνια (για να θεωρηθεί «κλασσική» μια τέχνη πρέπει να έχει ιδρυθεί πριν το 1868). Το αντικείμενο μελέτης των σχολών ποικίλλει αν και την τιμητική τους έχουν τα ξίφη διαφόρων μεγεθών (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην Ιαπωνία!), σημαντική παρουσία έχουν οι ναγκινάτα, τα γιάρι (λόγχες) και τα άοπλα συστήματα (αυτά που λέμε τζουτζούτσου ή ζίου-ζίτσου) ενώ δε λείπουν και «εξωτικά» όπλα όπως τα σούρικεν, οι συνδυασμοί ραβδιών και αλυσίδων (τσιγκιρίκι, κουσαριγκάμα), τα ραβδιά τζο και ακόμα και τα εμπροσθογεμή πυροβόλα της μεσαιωνικής περιόδου. Όλα αυτά, ενώ μερικές δεκάδες μέτρα πιο κει πηγαινοέρχονται αμέτρητοι τοξότες, πεζοί (με επίσημα κιμονό και χακάμα) και έφιπποι (με ρούχα κυνηγών επίσης της μεσαιωνικής περιόδου).
Όπως έγραψα παραπάνω, η ημέρα ήταν και προσωπικά σημαντική καθώς είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω στην «ομάδα επίδειξης» της κλασσικής σχολής που μελετάω τα τελευταία πέντε χρόνια, της Τόντα-χα Μπούκο Ρίου (戸田派武甲流). Η Μπούκο Ρίου είναι μια σχολή που ειδικεύεται στη ναγκινάτα (και μάλιστα σε μια ποικιλία της που περιλαμβάνει μια οριζόντια τραβέρσα στο σημείο που τελειώνει η λάμα) αλλά που εκπαιδεύει τον ασκούμενο και στη χρήση του ξίφους, της λόγχης, του κουσαριγκάμα και του μεγάλου ραβδιού μπο. Αν και πρόκειται για μια μικρή σχολή που κατάγεται από το νομό της Σαϊτάμα, λίγο πιο βόρεια από το Τόκιο, έχει καταφέρει τα τελευταία είκοσι χρόνια να έχει διαδοθεί στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και την Ευρώπη και να αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα του πώς μπορεί μια τόσο παλιά σχολή (η γέννησή της τοποθετείται στα μέσα του 16ου αιώνα) να παραμένει ζωντανή.
Ασχέτως της προσωπικής εμπλοκής ωστόσο (η οποία, δεν κρύβω, ήταν καρυκευμένη από άφθονη νευρικότητα), η αίσθηση του να βρίσκεται κανείς στο συγκεκριμένο χώρο, τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν πραγματικά μοναδική. Και αυτό, όχι μόνο επειδή έχει την ευκαιρία να δει σχολές που σπάνια παρουσιάζονται (και που δεν έχουν όλες έδρα το Τόκιο), ούτε μόνο επειδή η αφθονία των ανθρώπων με κλασσικά ιαπωνικά ρούχα, επιτρέπει μια ματιά στο πώς πρέπει να ήταν η Ιαπωνία πριν από διακόσια χρόνια. Αυτό που κάνει την αίσθηση πιο συναρπαστική, είναι η συνειδητοποίηση ότι οι σχολές αυτές είναι ακόμα ζωντανές και, αν τις δει κανείς δίπλα-δίπλα με την έφιππη τοξοβολία (που είναι ακόμα παλιότερη σε καταγωγή, περίπου από τον 12ο αιώνα) και με το αϊκίντο και το κιούντο που είναι πολύ μεταγενέστερα (μέσα του 20ου αιώνα) αποτελούν ένα κομμάτι μιας συνεχούς ροής με ηλικία τουλάχιστον οκτώ αιώνων!
Σκεπτόμενος την ημέρα εκείνη στο Μέιτζι Τζίνγκου, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στον νου είναι ο σεβασμός: ο σεβασμός που δείχνουν έμπρακτα οι άνθρωποι αυτοί στην παράδοσή τους με το να τη διατηρούν ζωντανή και ο σεβασμός που σε αναγκάζουν να αισθανθείς γι αυτή, ακριβώς επειδή το κάνουν. Πολύ λίγοι είναι τόσο αφελείς να πιστεύουν ότι είναι σαμουράι που κατεβαίνουν στο πεδίο της μάχης –ούτε καν αυτοί που η σχολή τους, τους θέλει να κάνουν επίδειξη με πλήρη πανοπλία. Όμως για τα λίγα λεπτά που κρατάει κάθε επίδειξη, δεν είναι λίγες οι φορές που ο θεατής αισθάνεται να κρατάει την ανάσα του καθώς ένα ξίφος, μια ναγκινάτα ή μια λόγχη (πραγματική ή ξύλινη) τινάζεται με ορμή προς τον αντίπαλο και σταματά τελευταία στιγμή όταν εκείνος καταφέρει να μπλοκάρει με το δικό του όπλο. Εκείνες τις στιγμές, οι πιο καλοί από αυτούς που επιδεικνύουν, οι δάσκαλοι ή οι παλιότεροι μαθητές, μεταμορφώνονται πραγματικά για λίγο σε σαμουράι του 17ου αιώνα και γίνονται κοινωνοί μιας παράδοσης που, σε πείσμα του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού της Δύσης, παραμένει ζωντανή και σφύζουσα.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης