Πριν από πολλά χρόνια, σε ένα σεμινάριο αϊκίντο, άκουσα για πρώτη φορά έναν εκπαιδευτή από το εξωτερικό, πιο υψηλόβαθμο από τον δικό μου, να αιτιολογεί κάποιες τεχνικές με το αϊκικέν, το ξίφος του αϊκίντο, αναφερόμενος στην εποχή των μαχών των σαμουράι και στα κενά που υπήρχαν ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της πανοπλίας· για την ακρίβεια, έλεγε ότι το χτύπημα που γίνεται με την κόψη της παλάμης που λέγεται “γιόκομεν-ούτσι” και που έχει σαν στόχο το πλάι του κεφαλιού, υπάρχει επειδή ένα ανάλογο χτύπημα αλλά κάθετο, αυτό που στο αϊκίντο λέγεται “σόμεν-ούτσι” και που έχει σαν στόχο την κορυφή του κεφαλιού, δε θα είχε αποτέλεσμα μια και θα έπεφτε στο σημείο που το κεφάλι του αντιπάλου θα ήταν καλυμμένο από το κράνος του.
Ήδη από τότε, και έχοντας δει πανοπλία σαμουράι μόνο σε φωτογραφίες, είχα θεωρήσει ότι αυτή η εξήγηση ήταν αμφίβολης ακρίβειας: αφενός τα κράνη των πανοπλιών αυτών συνήθως είχαν ένα πτυσσόμενο τμήμα που κάλυπτε το πλάι του κεφαλιού και τον λαιμό (για την ιστορία το τμήμα αυτό λέγεται “σίκορο” ή “錣”) οπότε το μέρος αυτό θα ήταν προφυλαγμένο έτσι κι αλλιώς, και αφετέρου, το σόμεν-ούτσι είναι ούτως ή άλλως μια πολύ διαδεδομένη επίθεση στο αϊκίντο. Άρα, το γιόκομεν-ούτσι είχε προέλθει από την εποχή των πανοπλιών ενώ το σόμεν-ούτσι, όχι; Και εν πάση περιπτώσει, οι άνθρωποι είχαν σταματήσει να φοράνε πανοπλίες δεκαπέντε χρόνια πριν γεννηθεί ο ιδρυτής του αϊκίντο, πολύ δε περισσότερο πριν φτιάξει την τέχνη του.
Αργότερα, και παρακολουθώντας συζητήσεις και σε άλλους χώρους, με ασκούμενους σε πολεμικές τέχνες που αναμφίβολα είχαν τις ρίζες τους στην εποχή των σαμουράι, είδα ότι η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία είναι αρκετά συνηθισμένη: πολλές τεχνικές, ένοπλες και άοπλες, αποδίδονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ιαπωνικών πανοπλιών και ο περισσότερος κόσμος αποδέχεται τις εξηγήσεις αυτές χωρίς πολλή συζήτηση, προφανώς επειδή ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν φορέσει πανοπλία και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που τη χρησιμοποιούν τακτικά στην εξάσκησή τους· ακόμα και στην Ιαπωνία, οι περισσότεροι ασκούμενοι, ακόμα και σε τέχνες που κάποτε είχαν τεχνικές με πανοπλίες, δεν τις έχουν φορέσει ποτέ οπότε η αντίληψή τους προέρχεται βασικά από αυτά που τους παρουσιάζει η βιομηχανία ψυχαγωγίας.
...έψαχνα μια ευκαιρία για να μπορέσω να φορέσω μια πανοπλία και να δοκιμάσω να εξασκηθώ μ’ αυτήν οπότε, όταν κάποια στιγμή προέκυψε η ιδέα να κάνουμε με το περιοδικό με το οποίο συνεργάζομαι ένα άρθρο με θέμα την κλασική σχολή Γιάγκιου Σίνγκαν-ρίου που χρησιμοποιεί πανοπλίες στην εξάσκησή της, την άρπαξα ακαριαία..
Δεν κρύβω ότι το συγκεκριμένο θέμα με συνάρπαζε από πολύ παλιά, πολύ πιο πριν από τον εκπαιδευτή αϊκίντο και τη θεωρία του για το σόμεν-ούτσι και το γιόκομεν-ούτσι: παρότι αποφεύγω επιμελώς τις ταινίες πολεμικών τεχνών, δεν είμαι υπεράνω των ιστορικών ταινιών και σειρών και οι ιαπωνικές πανοπλίες μου φαινόντουσαν πάντοτε πιο ενδιαφέρουσες από τις ευρωπαϊκές αν και φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος για την Ιαπωνία. Ειδικά από τότε που ήρθα στην Ιαπωνία, έψαχνα μια ευκαιρία για να μπορέσω να φορέσω μια πανοπλία και να δοκιμάσω να εξασκηθώ μ’ αυτήν οπότε, όταν κάποια στιγμή προέκυψε η ιδέα να κάνουμε με το περιοδικό με το οποίο συνεργάζομαι ένα άρθρο με θέμα την κλασική σχολή Γιάγκιου Σίνγκαν-ρίου που χρησιμοποιεί πανοπλίες στην εξάσκησή της, την άρπαξα ακαριαία.
Παραδόξως, εκείνη η εμπειρία μου με τη Γιάγκιου Σίνγκαν-ρίου, αφύπνισε σε έναν από τους δασκάλους μου την επιθυμία να δοκιμάσει αυτά που κάνουμε και με πανοπλία καθώς η ιστορία της σχολής μας φέρεται να αρχίζει στο τέλος της περιόδου Μουρομάτσι (1336-1573), όταν οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν στο αποκορύφωμά τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αρχικά νοικιάζοντας και στη συνέχεια αγοράζοντας πανοπλίες, καταφέραμε να κάνουμε αρκετές προπονήσεις με αυτές και να βγάλουμε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά και με τη δική μας σχολή αλλά και γενικότερα για τις πολεμικές τέχνες της Ιαπωνίας καθώς όλοι οι ασκούμενοι στη συγκεκριμένη σχολή έχουμε εμπειρία και από άλλες.
...Συνεπώς, και παρότι δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό του ο Τακέντα Σοκάκου ή ο Μοριχέι Ουεσίμπα ή όποιος συνέλαβε πρώτος την ιδέα του γιόκομεν-ούτσι και του σόμεν-ούτσι, σίγουρα η πηγή των επιθέσεων αυτών δεν προέρχεται από την εποχή των πανοπλιών...
Ένα από τα πρώτα, και αυτό που σχετίζεται άμεσα με την παρατήρηση του δασκάλου του αϊκίντο, είναι ότι όχι μόνο το γιόκομεν-ούτσι και το σόμεν-ούτσι, αλλά πρακτικά καμία επίθεση με τη μορφή κοψίματος δεν λειτουργεί απέναντι σε μια πανοπλία: παρά τη διαφορετική τεχνολογία από αυτή των πανοπλιών των ιπποτών της Ευρώπης, τα ιαπωνικά γιορόι (鎧) ή κάτσου (甲冑) προσφέρουν εξίσου αποτελεσματική προστασία, ειδικά απέναντι σε ένα ιαπωνικό ξίφος. Συνεπώς, και παρότι δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό του ο Τακέντα Σοκάκου ή ο Μοριχέι Ουεσίμπα ή όποιος συνέλαβε πρώτος την ιδέα του γιόκομεν-ούτσι και του σόμεν-ούτσι, σίγουρα η πηγή των επιθέσεων αυτών δεν προέρχεται από την εποχή των πανοπλιών.
Ένα δεύτερο και πολύ σημαντικό μάθημα είναι αυτό της κίνησης: παρότι οι ιαπωνικές πανοπλίες είναι φτιαγμένες για μέγιστη ευκινησία, εξακολουθούν να είναι πολύ άβολες σε σύγκριση με την κίνηση χωρίς αυτές· μ’ άλλα λόγια, αν η πολεμική τέχνη στην οποία ασκείται κανείς περιλαμβάνει κινήσεις ρέουσες με μεγάλο εύρος και γεμάτες χάρη και αυτό που πολλοί αρέσκονται να αποκαλούν “αρμονία”, είμαι έτοιμος να στοιχηματίσω ότι η τέχνη αυτή δεν έχει καμία σχέση με εκείνη την εποχή. Κατά πάσα πιθανότητα έχει δημιουργηθεί (ή αλλάξει δραματικά) στο δεύτερο μισό της περιόδου Έντο, δηλαδή μετά το 1700 και μάλλον μετά και το 1800. Ή, όπως πολλά πράγματα στην Ιαπωνία, μετά το 1900.
Και βέβαια εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: έχουν σημασία όλα αυτά; Και η απάντηση είναι: έχουν όσο θέλουμε εμείς να έχουν. Η συντριπτική πλειονότητα των ασκούμενων στις πολεμικές τέχνες που έχω γνωρίσει, δεν ενδιαφέρεται για το παρελθόν των τεχνών αλλά για το παρόν τους και δη για το δικό τους παρόν μέσα σ’ αυτές δηλαδή για την πρόοδό τους και για την επίδραση που οι τέχνες έχουν στη ζωή τους. Αν ωστόσο κανείς ενδιαφέρεται για το ιστορικό τους υπόβαθρο και για την εξέλιξή τους, η εξάσκηση με πανοπλία μπορεί να προσφέρει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες και να ανοίξει δρόμους για περισσότερη εμβάθυνση σε θέματα κινησιολογίας, μαχητικής αποτελεσματικότητας και στρατηγικής. Και όπως συμφωνούν όλοι όσοι το έχουν δοκιμάσει, είναι και ιδιαίτερα διασκεδαστική!
ΥΓ
Οι πιο καλά ενημερωμένοι αναγνώστες θα αναγνωρίσουν την Γιάγκιου Σίνγκαν-ρίου ως μια από τις σχολές με τις οποίες φέρεται να είχε σχετιστεί ο Μοριχέι Ουσίμπα –οι λιγότερο καλά ενημερωμένοι μάλλον χρειάζονται τη βιογραφία του Ουεσίμπα από τον γιό του, Κισομάρου, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέση Οδός με τον τίτλο “Αϊκίντο, το έργο μιας ζωής”. Παρά την ενδιαφέρουσα (;) αυτή σύμπτωση, η επίσκεψη στη Γιάγκιου Σινκάγκε-ρίου δε με βοήθησε πολύ να αποκρυπτογραφήσω τη σχέση αυτή: η συγκεκριμένη γραμμή της σχολής η οποία βρίσκεται στη Ματσίντα του Τόκιο, δεν έχει σχέση με τον δάσκαλο του Ουεσίμπα ο οποίος δραστηριοποιούταν στο Σακάι της Οσάκα.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης