Πριν κάμποσο καιρό έγραψα εδώ στον ΠΟΠΤ, ένα άρθρο με τίτλο
“Έκανα λάθος για το κέντο”· λίγο μετά και έχοντας παρακολουθήσει το 70ο Παν-Ιαπωνικό Πρωτάθλημα Κέντο στο Νίπον Μπούντοκαν τον Νοέμβριο του 2022, έγραψα μια εκτενέστερη εκδοχή του με τον ίδιο τίτλο στο ιαπωνικό περιοδικό “Χιντέν” με το οποίο συνεργάζομαι, η οποία υπάρχει διαθέσιμη στα αγγλικά στο σάιτ Budojapan το οποίο επίσης ανήκει στο “Χιντέν”. Και στα δύο άρθρα, και στο περιθώριο του βασικού θέματος που ήταν το κέντο και η θέση του στην ιαπωνική κοινωνία, αναφέρθηκα ακροθιγώς και στη σχέση του με τις κλασικές σχολές όμως νομίζω ότι η συγκεκριμένη διάσταση αξίζει μια λίγο μεγαλύτερη αναφορά γιατί έχω την αίσθηση ότι, ειδικά εκτός Ιαπωνίας, υπάρχει γύρω της μια αρκετά μεγάλη παρεξήγηση.
Η βάση για την παρεξήγηση είναι το γνωστό δίπολο “ζούτσου” και “ντο” που εισηγήθηκε πριν από 40 και παραπάνω χρόνια ο Ντον Ντρέγκερ και που έκτοτε έχουμε αναπαραγάγει περισσότερο ή λιγότερο όλοι όσοι γράφουμε για τις πολεμικές τέχνες της Ιαπωνίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, ο διαχωρισμός μεταξύ “κέντο” και “κεντζούτσου” ή “τζούντο” και “τζουτζούτσου” (ή “ζίου ζίτσου”) είναι τόσο βαθύς που στην ουσία μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ειδικά δε στην περίπτωση του κέντο και του τζούντο (και ακόμα περισσότερο στην περίπτωση του δεύτερου, λόγω της ένταξής του στους Ολυμπιακούς Αγώνες), το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων και των πολεμικών τεχνών από τις οποίες κατάγονται είναι ουσιαστικά αγεφύρωτο.
Είναι, αλήθεια, λάθος η παραπάνω διατύπωση; Εξαρτάται από την πλευρά από την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα. Θέλω να πω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στο κέντο και στο τζούντο, η αγωνιστική διάσταση είναι αυτή που τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας και, συνακόλουθα, την περισσότερη προσοχή παραγόντων και ασκούμενων. Όμως ειδικά στην περίπτωση του κέντο, η σχέση που υπάρχει μεταξύ του μαχητικού αθλήματος και των σχολών από τις οποίες προέκυψε παραμένει, τουλάχιστον στην Ιαπωνία, τόσο ζωντανή σήμερα, όσο ήταν και πριν από έναν αιώνα, όταν το κεντό συστηματοποιήθηκε και πήρε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τη μορφή που ξέρουμε σήμερα.
Το γεγονός ότι κάποια στιγμή, το κέντο μπολιάστηκε με τα αθλητικά ιδεώδη της Δύσης, ελάχιστα πτοεί τους Ιάπωνες οι οποίοι, για την ιστορία, είναι από τους πιο ουσιαστικά φίλαθλους λαούς που μπορεί να συναντήσει κανείς...
Όπως έγραψα ήδη, ο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή το κέντο είναι, στη συνείδηση των Ιαπώνων, το ιδανικό μπούντο, ένα απόσταγμα αιώνων μελέτης του ξίφους, που ξεκινάει από τον θεό Σουσάνο-ο και το ξίφος Κουσανάγκι-νο-Τσουρούγκι στο “Κοτζίκι”του 7ου αιώνα περνάει από τα τα τάτσι και τα ούτσι-γκατάνα της περιόδου Καμακούρα, συνεχίζει στους “άγιους” ξιφομάχους Μιγιαμότο Μουσάσι, Τσουκαχάρα Μπόκουντεν, Γιάγκιου Μουνενόρι και Ίτο Ιτοσάι του 16ου και του 17ου αιώνα και φτάνει στο Μπάτοται, το ειδικό σώμα της νεοσύστατης αστυνομίας της περιόδου Μέιτζι που πολέμησε στην εξέγερση της Σατσούμα και που πιστώνεται τη σχέση της αστυνομίας με το κέντο. Το γεγονός ότι κάποια στιγμή, το κέντο μπολιάστηκε με τα αθλητικά ιδεώδη της Δύσης, ελάχιστα πτοεί τους Ιάπωνες οι οποίοι, για την ιστορία, είναι από τους πιο ουσιαστικά φίλαθλους λαούς που μπορεί να συναντήσει κανείς, πράγμα που σημαίνει ότι δε θεωρούν τον αθλητισμό κατ’ ανάγκη επιβλαβή για το μπούντο –ούτε καν ασυμβίβαστο.
Η δεξαμενή από την οποία αντλούν τα μέλη τους οι κορίου -κυρίως αυτές που σχετίζονται με το ξίφος, αλλά όχι αποκλειστικά αυτές- είναι το κέντο. Και όταν λέω αντλούν τα μέλη τους δεν εννοώ ότι κάποιο κεντόκα μπαίνουν στις κορίου και εγκαταλείπουν τα σινάι και τα μπόγκου τους: στην πλειονότητά τους, οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν τη μελέτη και των δύο τεχνών και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνουν όχι μόνο να συμβιβάσουν τις τεχνικές τους διαφορές (γιατί προφανώς αυτές υπάρχουν) αλλά και να μεταγγίσουν στις κλασικές σχολές ένα μέρος της αδιαμφισβήτητης ενεργητικότητας του κέντο. Και βεβαίως πού και πού βλέπει κανείς το αντίθετο, δηλαδή ασκούμενους σε κάποια κορίου να κόβουν με το μπόκουτο όπως θα χτυπούσαν με το σινάι και βεβαίως αυτό είναι δυνητικά πρόβλημα, όμως στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει κυρίως σε ανθρώπους που έχουν δυσανάλογα λιγότερο χρόνο εξάσκησης στο κέντο παρά στην ρίου: όσοι παραμένουν και εμβαθύνουν τη μελέτη τους στην κλασική σχολή, καταφέρνουν και εισάγουν τα καλύτερα στοιχεία του κέντο σ’ αυτή και το αντίστροφο.
Ακόμα περισσότερο, αν και αυτό ισχύει σε αρκετά ψηλότερο επίπεδο και βασικά στις σχολές κεντζούτσου, κάτι που βλέπει κανείς και προκαλεί κάποια συγκίνηση λόγω της ιστορικής συνέχειας που υπαινίσσεται, είναι ότι οι ασκούμενοι στην κλασική ξιφομαχία χρησιμοποιούν το περιβάλλον του κέντο σαν πεδίο δοκιμών για αυτά που μαθαίνουν στις σχολές τους. Αυτό φυσικά δεν είναι κάτι που γίνεται κατά τη διάρκεια της προπόνησής τους στο κέντο με όλους τους τούς συνασκούμενους τους σ’ αυτό και κατά παράβαση των κανόνων του αλλά στο περιθώριο και μεταξύ ασκούμενων που είτε μελετούν την ίδια παράδοση κεντζούτσου, είτε, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, κάποια άλλη. Μ’ άλλα λόγια, σε κάποιο μέτρο, μπορεί κανείς να δει το κέντο να χρησιμοποιείται σαν κοινή πλατφόρμα για φιλικές αναμετρήσεις μεταξύ κορίου (ταρίου-τζιάι), κάτι που παραπέμπει στο γκέκικεν της όψιμης περιόδου Έντο και της πρώιμης περιόδου Μέιτζι –της ιστορικής στιγμής δηλαδή που γέννησε το κέντο.
Ξέρω ότι τα παραπάνω δεν συνάδουν με την ευρέως διαδεδομένη στη Δύση εικόνα για τη σχέση μεταξύ κέντο και κλασικών σχολών: κάθε μερικούς μήνες, είτε κάποιο προσωπικό μήνυμα, είτε κάποιο ποστ σε κάποιον χώρο συζήτησης για τις πολεμικές τέχνες μου υπενθυμίζουν ότι για τον περισσότερο κόσμο, η πραγματικότητα είναι υψηλού κοντράστ και ότι το μαύρο του κέντο (και γενικώς των σύγχρονων πολεμικών τεχνών και των μαχητικών αθλημάτων) δεν συναντιέται πουθενά με το λευκό του κεντζούτσου (και γενικώς των κλασικών πολεμικών τεχνών). Όμως η ιαπωνική πραγματικότητα είναι πολύ πιο ρευστή και οι αντιθέσεις πολύ πιο συμφιλιωμένες: κεντζούτσου και κέντο, τζουτζούτσου και τζούντο και αϊκίντο, ναγκινάτα-τζούτσου και αταράσι ναγκινάτα και κιούντο και κιουτζούτσου είναι κομμάτια που στην Ιαπωνία περισσότερο αλληλοσυμπληρώνονται παρά συγκρούονται και όλα μαζί αποτελούν κομμάτι του ίδιου συνεχούς που λέγεται “μπούντο” με το κέντο να αποτελεί τη συνηθέστερη συντομογραφία του. Αν βεβαίως οι ασκούμενοι στη Δύση οφείλουν να επηρεαστούν από αυτό που συμβαίνει στην Ιαπωνία -ή ακόμα και να το λάβουν καν υπόψη- είναι μια άλλη συζήτηση.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης