Έγραφα σε προηγούμενο άρθρο μου στον ΠΟΠΤ
περί γνώσης και λες και ήθελε να με τσιγκλήσει για κάτι περισσότερο, ο μαθητής ενός φίλου έκανε ένα σχόλιο στο Facebook που ταιριάζει γάντι για μια περαιτέρω εξέταση του θέματος. Για να βάλω το όλο πράγμα σε ένα πλαίσιο, ο φίλος μου ήρθε στην Ιαπωνία για να συμμετάσχει σε ένα σεμινάριο υψηλού επιπέδου και όταν έκανε το σχετικό ποστ, ο μαθητής του σχολίασε από κάτω “Δάσκαλε, φέρε μας Γνώση από την Πηγή!” Και επειδή δεν είναι ο μόνος που έχει την προσέγγιση αυτή (αντίθετα, είναι συνηθέστατη στις πολεμικές τέχνες, ειδικά της Άπω Ανατολής), νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να τη σχολιάσω λίγο παραπάνω.
Χάρη σε έναν συνδυασμό τύχης και επαγγελματικής ιδιότητας (αλλά και της επιπολαιότητας που με έφερε στις σχολές αρκετών πολεμικών τεχνών), μπορώ να καυχηθώ ότι έχω δει από κοντά πάνω από τρεις ντουζίνες Ιάπωνες και μη υψηλόβαθμους εκπαιδευτές αϊκίντο, κέντο, ιάιντο, ναγκινάτα, κιούντο, τζούντο, καράτε και ορισμένων κλασικών παραδόσεων και/η έχω διδαχτεί άμεσα από αυτούς –μιλάω εδώ για ανθρώπους άνω των 7 νταν (στο μοντέρνο σύστημα) ή με πλήρεις άδειες διδασκαλίας (στο παλιό) και με πραγματικούς τίτλους τύπου “χάνσι”, “σίχαν”, “σόκε” κ.λπ. Και δεν έχω ακούσει κανέναν (μα ΚΑΝΕΝΑΝ!) από αυτούς, να μην τονίζει ότι όλη η ουσία της τέχνης του, όποια και αν είναι αυτή, βρίσκεται στη συνεπή, ειλικρινή και αδιάκοπη εξάσκηση.
Οι δάσκαλοι αυτοί συχνά ταξιδεύουν εκτός Ιαπωνίας και δίνουν σεμινάρια –ακόμα και στην Ελλάδα όπου μάλιστα είδα κάποιους από τους παραπάνω, όπως τον Κατσούο Όντα του κέντο και του ιάιντο, τον Έλλις Άμντουρ της Τόντα-χα Μπούκο-ρίου και της Αράκι-ρίου Τόριτε Κογκουσόκου, ή τον Σεΐτσι Σουγκάνο και τον Κριστιάν Τισιέ του αϊκίντο. Όμως ακόμα και σ’ αυτά τα μαθήματα που γίνονται κατ’ εξαίρεση και όχι στο πλαίσιο της τακτικής προπόνησης στα ντότζο τους, η έμφασή τους ήταν πάντα στο ίδιο σημείο: δουλέψτε τις αρχές της τέχνης όπως πραγματώνονται στις βασικές τεχνικές (κιχόν ουάζα) και κάποια στιγμή η ουσία της τέχνης θα αποκαλυφθεί, σχεδόν μαγικά. Όχι επειδή υπάρχει μαγεία αλλά επειδή το σώμα και ο νους σας θα έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να αντιληφθούν ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος να κινηθούν και να αντιδράσουν.
Δεδομένου του σεβασμού με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους υψηλόβαθμους εκπαιδευτές οι μαθητές πολεμικών τεχνών, θα περίμενε κανείς να κάνουν τα λεγόμενά τους εικόνισμα, να βάλουν το κεφάλι κάτω και να προπονούνται νυχθημερόν –και πράγματι, αρκετοί το κάνουν. Δεν είναι λίγοι όμως, αυτοί που φαντασιώνονται ότι η πραγματική γνώση (αυτή την οποία αρέσκονται να γράφουν με κεφαλαίο “Γ”) βρίσκεται σε κάποια μακρινή “πηγή” (την οποία επίσης αρέσκονται να γράφουν με κεφαλαίο “Π”) και μόνο όσοι βρεθούν στον φυσικό τόπο της πηγής αυτής θα έχουν το προνόμιο να γίνουν κοινωνοί της. Ως τότε, θεωρούν ότι απλώς σκοτώνουν τον χρόνο τους επαναλαμβάνοντας στείρες ασκήσεις, χωρίς στόχο και χωρίς ειρμό.
Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι τόσο σύνθετος όσο και η ανθρώπινη φύση –εξ ου και δεν αποτελεί προνόμιο των Δυτικών: ναι, συχνά και οι Ιάπωνες αντιμετωπίζουν με αντίστοιχα μεσσιανικό τρόπο τους εκπαιδευτές πολεμικών και άλλων τεχνών. Στην περίπτωση των Δυτικών πάντως, κάποιες από τις παραμέτρους του προβλήματος, θα πρέπει να αναζητηθούν στην διαφορά φάσης μεταξύ των δύο πολιτισμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που θέλω να πω, ειδικά στην περίπτωση της Ιαπωνίας, είναι το κόνσεπτ “ισίν-ντεσίν” μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας των Ιαπώνων και πυλώνα της πεποίθησης πολλών Δυτικών για το πόσο διαφορετική είναι η διδασκαλία στην Ιαπωνία έναντι της Δύσης. Για όσους δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται, η φράση σημαίνει χοντρικά “επικοινωνία χωρίς λόγια, κατευθείαν από την καρδιά/το νου”.
Οι Δυτικοί έχουν δίκιο: οι Ιάπωνες όντως επικοινωνούν συχνά χωρίς λόγια ή με λίγα λόγια. Και ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή πρόκειται για μια εν πολλοίς μονοφυλετική κοινωνία που πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της χωρίς να έρχεται σε επαφή με τον έξω κόσμο και, άρα, διαμόρφωσε μια γλώσσα που μοιάζει περισσότερο με σλανγκ και λιγότερο με τις γλώσσες της Ινδοευρωπαϊκής κατεύθυνσης. Ήτοι, οι Ιάπωνες δε χρειάζεται να μιλήσουν πολύ γιατί έχοντας μεγαλώσει όλοι με τις ίδιες λίγο-πολύ προσλαμβάνουσες, ξέρουν συχνά εκ των προτέρων τι πρόκειται να πει ο συνομιλητής τους· επιπλέον, η ντροπή που αποτελεί βασικό συστατικό της κοινωνικής τους δομής, τους απαγορεύει να ζητήσουν εξηγήσεις και προσπαθούν να καταλάβουν μόνοι τους αυτά που δεν μπορούν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συνηθέστερες λέξεις/εκφράσεις της ιαπωνικής γλώσσας είναι αυτές που ζητούν συγνώμη και αυτές που εκφράζουν αμφιβολία.
Επειδή τα παραπάνω δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά, οι περισσότεροι Δυτικοί θεωρούν το “ισίν-ντεσίν” αξιοζήλευτο και πέρα από τις δυνατότητες ημών των πεζών, κοινών θνητών: μόνο οι κοινωνοί των αχράντων μυστηρίων στα παραμυθένια ντότζο της Ιαπωνίας μπορούν να συλλάβουν την ουσία της τέχνης απευθείας από τον νου και την καρδιά των δασκάλων, συνήθως επίσης με κεφαλαίο “Δ”. Το γεγονός ότι οι ίδιοι αυτοί δάσκαλοι, όταν μπορούν να μιλήσουν σε άλλη γλώσσα, απευθείας ή με διερμηνέα, εξηγούν ότι τέτοια άχραντα μυστήρια δεν υπάρχουν και ότι, παραφράζοντας τον Ντέιβ Λόουρι (
https://www.polemikes-tehnes.gr/articles.php?id=119), αυτό που αποκομίζεις μετά από μια ζωή εξάσκησης στο μπούντο, είναι μια ζωή εξάσκησης στο μπούντο, μάλλον τους περνάει απαρατήρητο.
Καταλαβαίνω ότι μερικοί αιώνες προβολής του εξωτισμού των πολιτισμών της Άπω Ανατολής δεν μπορούν να μην αφήσουν σημάδια –για την ιστορία, αντίστοιχα σημάδια έχουν αφήσει και στους Ιάπωνες μερικοί αιώνες προβολής του εξωτισμού των πολιτισμών της Δύσης. Όμως ζούμε πια στην εποχή της διαρκούς επικοινωνίας μεταξύ λαών και πολιτισμών, των γρήγορων και φτηνών ταξιδιών και της υπέρβασης των βλαβερών διαφορών μεταξύ των ανθρώπων: τα κοινά μας προβλήματα είναι πολύ σοβαρά για να εξακολουθούμε να υποκινούμαστε από στερεοτυπικές ανοησίες που εμποδίζουν τη συνεργασία για τη λύση τους. Οι τέχνες που μελετάμε είναι (και) διαστάσεις της επικοινωνίας αυτής οπότε καλό θα ήταν να κάνουμε μια προσπάθεια να τις δούμε και να τις χρησιμοποιήσουμε σαν τέτοιες –τουλάχιστον αυτό μας προτείνουν ευθαρσώς οι πιο υψηλόβαθμοι εκπαιδευτές τους.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης