Σε σκέψεις με έβαλε ένα μήνυμα που ήρθε πριν από λίγον καιρό στη σελίδα του ΠΟΠΤ στο Facebook: ένας φίλος ρωτούσε τη γνώμη μας και, ίσως, τη συμβουλή μας καθώς είχε φτάσει σε ένα κομβικό σημείο της σχέσης του με την πολεμική τέχνη με την οποία ασχολείται. Έχοντας ασκηθεί ήδη για δύο χρόνια, συνειδητοποίησε ότι έχει πάψει να βλέπει την τέχνη του σαν χόμπι και αναρωτιόταν αν έπρεπε στο εξής να βάλει κάποιους στόχους και ποιοι θα ήταν οι στόχοι αυτοί. Μετά από μια συζήτηση με τους υπόλοιπους συνεργάτες του ΠΟΠΤ, του στείλαμε μια απάντηση –αν θα τον βοηθήσει ή όχι είναι κάτι που θα το μάθουμε στο μέλλον.
Το ίδιο το θέμα των στόχων στην εξάσκηση σε μια πολεμική τέχνη είναι από μόνο του αρκετό όχι μόνο για ένα κείμενο αυτής εδώ της στήλης αλλά για μια σειρά τουλάχιστον 12! Όμως προς το παρόν οι σκέψεις μου εστιάστηκαν περισσότερο στο θέμα του χόμπι και στη διευκρίνιση που έκανε ο αναγνώστης μας θέλοντας, προφανώς, να επισημάνει ότι το ενδιαφέρον του για την τέχνη του είναι βαθύτερο. Και βεβαίως δεν είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τη λέξη “χόμπι” με μια έστω και αδιόρατα υποτιμητική χροιά: στην κοινωνία μας (και στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες) το χόμπι είναι κάτι που κάνει κανείς στον ελεύθερό του χρόνο, αφού έχει ξεμπερδέψει από τα σημαντικά πράγματα όπως η δουλειά ή η οικογένεια.
Προσωπικά δεν είχα ποτέ αυτή την αίσθηση για τα χόμπι μου: είτε επρόκειτο για το γράψιμο, το διάβασμα, τη μουσική (ως ακροατής και για τον λίγο καιρό που ασχολήθηκα και έμπρακτα μαζί της), για τις πολεμικές τέχνες, για την Ιαπωνία, για τους υπολογιστές και το Ίντερνετ ή για τη φωτογραφία, πάντοτε αντιμετώπιζα το κάθε αντικείμενο εξίσου σοβαρά με τη δουλειά μου. Ίσως γι αυτό, σχεδόν όλα τα παραπάνω έγιναν με τον έναν τρόπο ή τον άλλον δουλειά μου. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν έκανα τον διαχωρισμό μεταξύ “δουλειάς” και “χόμπι”, τουλάχιστον σε επίπεδο έντασης ενασχόλησης και η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς και αυτούς που τον κάνουν.
Ερχόμενος στην Ιαπωνία, συνειδητοποίησα ότι αυτή την αντίληψη έχουν για τα χόμπι τους οι περισσότεροι Ιάπωνες. Η δουλειά είναι κάτι βαθιά συνδεδεμένο με την ίδια την ύπαρξη των μελών της ιαπωνικής κοινωνίας συνεπώς δεν τίθεται θέμα σύγκρισης όμως η ενασχόλησή τους με οτιδήποτε πέρα από αυτή γίνεται συνήθως με όλη την ένταση που περιέχει η τυπική ιαπωνική υπερβολή και αμετροέπεια (ναι, ξέρω: οι Ιάπωνες είναι υπαινικτικοί και διακριτικοί –παραδόξως είναι ταυτόχρονα όσο υπερβολικοί και αχαλίνωτοι είναι και οι Μεσογειακοί, απλώς με διαφορετικό τρόπο.) Με άλλα λόγια, ένας Ιάπωνας που έχει για χόμπι του π.χ. τη φωτογραφία, πολύ συχνά έχει εξοπλισμό, γνώσεις και ώρες ενασχόλησης που θα ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες.
Αυτό συμβαίνει και με τις πολεμικές τέχνες –η περίπτωση της Τατσιμπάνα-σαν για την οποία είχα γράψει σε ένα παλιότερο
κείμενό μου κάθε άλλο παρά μεμονωμένη είναι και σε όποιο ντότζο έχω βρεθεί, είτε ως ασκούμενος, είτε ως επισκέπτης έχω δει το ίδιο φαινόμενο: η πλειονότητα ίσως των μελών είναι άνθρωποι που δαπανούν για το “χόμπι” τους όσο περισσότερο χρόνο έχουν να διαθέσουν, τόσο στο ντότζο όσο και έξω από αυτό. Και δεν είναι λίγοι μάλιστα, αυτοί που προσπαθούν να “φτιάξουν χρόνο” (κατά τον αγγλικό ιδιωματισμό) ώστε να ασχοληθούν ακόμα περισσότερο, είτε κάνοντας μια προπόνηση παραπάνω, είτε διαβάζοντας ένα βιβλίο παραπάνω, είτε πηγαίνοντας σε μια επίδειξη ή σε μια σχετική εκδήλωση παραπάνω.
Συνεπώς, “χόμπι” δε σημαίνει κατ’ ανάγκη “πασάλειμμα” -όμως υποπτεύομαι ότι αυτό το γνώριζε ήδη ο αναγνώστης του ΠΟΠΤ και η ερώτησή του πήγαινε περισσότερο στην επαγγελματική ενασχόληση. Όμως στην πραγματικότητα, και αν εξαιρέσει κανείς κάποιες πολύ ειδικές δουλειές (όπως αυτή του αστυνομικού, του σωματοφύλακα ή του υπαλλήλου σε εταιρεία σεκιούριτι) ο μόνος τρόπος να βγάλει κανείς χρήματα στην Ελλάδα από μια πολεμική τέχνη είναι να τη διδάξει –το ίδιο δεν ισχύει απολύτως στην Ιαπωνία καθώς επειδή υπάρχουν πολλοί δημόσιοι χώροι εξάσκησης που διατίθενται δωρεάν ή έναντι πολύ χαμηλού αντιτίμου, η ιδέα του επαγγελματία δασκάλου πολεμικών τεχνών αντιμετωπίζεται με αρχικά με έκπληξη και στη συνέχεια με κάποια δυσπιστία.
Το γεγονός ότι επί τουλάχιστον δυόμισι αιώνες (την περίοδο της ιαπωνικής ιστορίας που λέγεται “Έντο” και καλύπτει από τις αρχές του 17ου αιώνα ως τα μέσα του 19ου), οι άνθρωποι των πολεμικών τεχνών βασικά ζούσαν διδάσκοντας τις τέχνες τους, αρχικά εντός της τάξης των μπούσι και αργότερα (και όσο τα... πλοκάμια της ειρήνης του σογκουνάτου Τοκουγκάουα έσφιγγαν ασφυκτικά τα μέλη της μετατρέποντάς τα από πολεμιστές σε “σαμουράι”), ελάχιστο ρόλο παίζει στον τρόπο που εξασκούνται οι πολεμικές τέχνες στο πλαίσιο της σύγχρονης ιαπωνικής κοινωνίας και στον τρόπο που τις αντιλαμβάνονται τα μέλη της. Για να μην παρεξηγηθώ δε, αυτό δε σημαίνει ότι οι τέχνες αυτές είναι άγνωστες –κάθε άλλο. Σημαίνει ότι για την πλειονότητα των ανθρώπων είναι ένα χόμπι. Με το οποίο ασχολούνται πολλές χιλιάδες άνθρωποι και με την ένταση που ανέφερα παραπάνω.
Νομίζω ότι το ερώτημα του αναγνώστη μας, πηγαίνει στην αρχή του κειμένου αυτού: στη στρεβλή (τουλάχιστον κατά τη δική μου άποψη) αντίληψη που έχει η κοινωνίας μας για τα χόμπι και για το έλλειμμα ουσίας με το οποίο τα περιβάλλει –στο σύστημα αξιών της κοινωνίας μας, κάτι από το οποίο δεν έχουμε χρηματικό όφελος είναι οριακά μόνο χρήσιμο για μας οπότε τείνουμε να αγνοούμε τις ωφέλειες που μπορεί να έχει για την προσωπικότητά μας, την ισορροπία μας και τη συνολική μας εξέλιξη και πρόοδο. Και αυτό είναι κρίμα ειδικά στην περίπτωση των πολεμικών τεχνών καθώς πρόκειται για ενασχολήσεις που έχουν την ωρίμανση και την ολοκλήρωση του ατόμου σχεδόν στο DNA τους.
Όσοι ασχολούμαστε με τις πολεμικές τέχνες, έχουμε την ευτυχία να μπορούμε να περνάμε τον χρόνο μας κάνοντας κάτι που και μας μορφώνει και διευρύνει τον πολιτισμικό μας ορίζοντα, και μας γυμνάζει, και μας διδάσκει μια σειρά δεξιοτήτων που μπορεί κάποια στιγμή και σε πολλές και πολύ διαφορετικές περιστάσεις, να μας φανούν από χρήσιμες μέχρι και σωτήριες, και μας προσφέρει ένα εργαστήριο στο οποίο να εξερευνήσουμε τον εαυτό μας και να εργαστούμε για την εξέλιξή του –και όλα αυτά διασκεδάζοντας και χτίζοντας σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ακόμα και αν η ενασχόλησή μας αυτή δε μας αποφέρει χρήματα, είναι άδικο να τη βλέπουμε υποτιμητικά –άδικο για την ίδια την ενασχόληση και άδικο για τον εαυτό μας και τον χρόνο που της αφιερώνουμε.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης