Συχνά πυκνά, γονείς με ρωτούν, αν είναι σωστό να παρακολουθούν τις προπονήσεις των παιδιών τους ή είναι προτιμότερο να το αποφεύγουν. Υπάρχουν αρκετές απόψεις περί τούτου και οι γονείς συχνά αμφιταλατεύονται ανάμεσα στην επιθυμία τους να συμμετέχουν στις δραστηριότητες των παιδιών τους αλλά και την ανάγκη να τους διδάξουν την αυτονόμηση. Έχω την αίσθηση, ότι τις περισσότερες φορές, τα ίδια τα παιδιά δεν επιθυμούν την παρουσία των γονιών τους στα μαθήματα ή τις προπονήσεις τους και θα αναφερθώ περισσότερο παρακάτω, ως προς αυτό.
Ξεκινώντας, θα ήθελα να επισημάνω πως είναι επιβεβλημένο ο γονέας να κάνει μια ενδελεχή έρευνα ως προς την επιλογή του χώρου που θα στείλει το παιδί του για προπόνηση ή μάθημα αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού που θα κάνει αυτή τη δουλειά. Ο κάθε γονιός οφείλει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος ως προς το αθλητικό περιβάλλον που επιλέγει να βρίσκεται το παιδί του. Ο χώρος που φιλοξενεί το παιδί του για τις αθλητικές του δραστηριότητες, πρέπει να πληρεί κάποιες προϋποθέσεις, κυρίως αυτή της ασφάλειας. Επιπλέον, ο γονέας δεν πρέπει να επιτρέπει σε κανέναν προπονητή να κακοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο το παιδί του ή να το τιμωρεί. Στα πρώτα μαθήματα, πρέπει να είναι παρών, να παρατηρήσει τη συμπεριφορά του προπονητή προς το δικό του παιδί αλλά και γενικότερα προς τους υπόλοιπους μικρούς αθλητές του, παλιούς και καινούργιους και να αποφασίσει αν είναι κατάλληλος για να γίνει ο παιδαγωγός του δικού του παιδιού. Θα ήθελα να παρακαλέσω όλους τους γονείς να μην κάνουν εκπτώσεις ως προς αυτό. Οι γονείς θα πρέπει να κατονομάζουν προπονητές και συλλόγους που φέρονται αυστηρά και τιμωρητικά στους αθλητές, αλλά και όλους όσους κακοποιούν τα παιδιά λεκτικά. Είναι καθήκον των ενηλίκων να προστατεύουν τους ανήλικους.
Συνεχίζοντας και εφόσον ο γονέας έχει επιλέξει το χώρο και τον τόπο προπόνησης- με τη συμφωνία και συναίνεση του παιδιού του- δε χρειάζεται πλέον να παρευρίσκεται στα μαθήματα ή στις προπονήσεις. Θα πρέπει να δώσει χώρο στο παιδί να αυτονομηθεί, να συναναστραφεί εκτός οικογένειας, να μάθει να αλληλεπιδρά αυτόνομα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος, να παλέψει μόνο του, να αποφασίσει τι θέλει, εν ολίγοις, να κοινωνικοποιηθεί.
Έχει παρατηρηθεί- κι εδώ μπορώ να καταθέσω και την προσωπική μου εμπειρία- πως τα παιδιά, των οποίων οι γονείς παρευρίσκονται στα μαθήματα ή στις προπονήσεις τους, παρουσιάζουν αυξημένο άγχος, διάσπαση και έλλειψη προσοχής και γενικότερα η απόδοσή τους είναι μειωμένη. Τα απασχολεί περισσότερο πώς θα φανούν στο γονιό και τι θα ακούσουν από αυτόν, πολύ περισσότερο από τη διασκέδαση και τη χαρά του παιχνιδιού. Κάτι τέτοιο αποτελεί τροχοπέδη για την εσωτερική κινητοποίηση κάθε παιδιού, για την ευχαρίστηση του να δημιουργεί και να πετυχαίνει μόνο του κι έτσι να αντλεί προσωπική ικανοποίηση. Οι έρευνες δείχνουν ότι όσο περισσότερο ο γονείς παρακολουθούν προπονήσεις, όσο περισσότερο εμπλέκονται στο άθλημα του παιδιού τους, εκείνο εγκαταλείπει σε σύντομο χρονικό διάστημα τον αθλητισμό ή συνηθίζει να προσπαθεί μόνο στην παρουσία του γονέα.
Σε κάθε περίπτωση, αν ο γονιός επιλέξει να παρακολουθήσει κάποια προπόνηση, πρέπει να φροντίσει να είναι σιωπηλός, αμέτοχος, διακριτικός και να μην αναζητά την προσοχή του παιδιού του. Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και στους αγώνες όπου φυσικά μπορεί να παρευρίσκεται και να καμαρώνει το παιδί του. Η συμπεριφορά του όμως κι εκεί, πρέπει να είναι η πρέπουσα και σε καμία περίπτωση δεν είναι ο άνθρωπος που θα μοιράζει συμβουλές. Ο ρόλος του είναι υποστηρικτικός προς το παιδί του και οι όποιες διαφωνίες έχει με τον προπονητή ή οποιονδήποτε παράγοντα, θα πρέπει να γίνονται μονάχα σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις.
Αν πάλι, ο γονιός αναζητά δικαιολογίες για να παρευρίσκεται στα μαθήματα του παιδιού του, θα πρέπει να αναμοχλεύσει τη βαθύτερη και πραγματική αιτία του λόγου αυτού. Μήπως, υποσυνείδητα θέλει να πραγματώσει το παιδί του τα δικά του ανεκπλήρωτα όνειρα; Μήπως δυσκολεύεται να αποχωριστεί το παιδί του και προσδοκά μια συγχώνευση μέσα απoκλειστικά από το εμείς και όχι το, ο καθένας;
Θα ήθελα να ολοκληρώσω το άρθρο, με μερικές διαπιστώσεις προς σκέψη. Τα τελευταία χρόνια, τα παιδιά υπόκεινται σε σκληρές επίπονες προπονήσεις από πολύ μικρή ηλικία και με εξειδίκευση ασυνήθιστη για τις αναπτυξιακές ηλικίες. Τα προπονητικά προγράμματα αγνοούν πολύ συχνά τις οδηγίες παιδοψυχίατρων και ορθοπεδικών για την άθληση των παιδιών. Αποτέλεσμα αυτού είναι η δυστυχώς ραγδαία αύξηση των ορθοπεδικών παιδικών κακώσεων (βλάβες μηνίσκου, οστικά κατάγματα υπέρχρησης, βλάβες μεσοσπονδύλιων δίσκων και τενόντων) ειδικά τα τελευταία χρόνια. Τα παιδιά απαγορεύεται να προπονούνται σε υψηλές εντάσεις και διάρκεια. Η προπόνησή τους δεν πρέπει να είναι εξειδικευμένη και μονομερής, αλλά γενικού συντονισμού. Είναι θεμιτό, να έρχονται σε επαφή με διαφορετικά αθλήματα και όταν έρθει η ώρα να επιλέξουν μόνα τους αν θέλουν να αφιερωθούν σε κάποιο συγκεκριμένα. Επίσης, η συστηματική άθληση δε χρειάζεται να ξεκινά νωρίς. Διακεκριμένοι παιδοψυχίατροι οριοθετούν την ιδανική ηλικία κοντά στα επτά έτη. Τέλος, ας μην ξεχνούν οι γονείς ότι οι δικές τους αποφάσεις έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην ψυχοσωματική συγκρότηση του παιδιού τους και πρέπει να διακρίνονται από σκέψη και σύνεση.
Σοφία Ξυγαλά