Πολλές φορές ακούω για το πάθος κάποιων με την πολεμική τέχνη που έχουν επιλέξει να εξασκήσουν και πόσο αποτελεί πηγή δύναμης για να συνεχίσουν εκπληρώνοντας τις όποιες προσδοκίες τους. Ενδεχομένως έχουν δίκιο. Αν κάποιος δεν είναι αφοσιωμένος σε ότι κάτι, ίσως να μην μπορεί να φτάσει ψηλά και στην πρώτη δυσκολία να τα παρατά. Υπάρχει όμως μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ πάθους, αγάπης για μια ενασχόληση και εμμονής. Για την εμμονή και τον εθισμό στην άσκηση, θα μιλήσω στο παρόν άρθρο του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών.
Τη δεκαετία του ’70 οι επιστήμονες άρχισαν να εστιάζουν την προσοχή τους σε συγκεκριμένα επιβλαβή χαρακτηριστικά που παρουσίαζαν κάποια άτομα που ασχολούνταν συστηματικά με κάποια φυσική δραστηριότητα και εμφανίζονταν μια με δυο μέρες μετά από αυτήν. Παρατηρήθηκε άγχος, ενοχές, ένταση, κόπωση, δυσφορία, απάθεια, νωθρότητα, μείωση της όρεξης, υπνηλία και πονοκέφαλοι σε τέτοια ένταση, ώστε να αξιολογούνται ως δυσλειτουργικά σημάδια, αφού δημιουργούσαν αξιοσημείωτη έκπτωση στην καθημερινότητα αυτών των ατόμων.
Επισήμως, δεν υπάρχει επιστημονικά καταγεγραμμένο σύνδρομο διαταραχής εθισμού στην άσκηση. Ωστόσο, μια πρόσφατη έρευνα από το τμήμα της Επιστήμης Αθλητισμού & Άσκησης του Πανεπιστημίου Γκαίηνβιλ της Φλόριντα και του Τμήματος Ψυχολογίας της Κινησιολογίας & Άσκησης του Πανεπιστημίου Παρκ της Πενσυλβανία, προσέλκυσε το ενδιαφέρον τον ειδικών. Σύμφωνα με την έρευνα, οριοθετήθηκαν τα διαγνωστικά κριτήρια για να χαρακτηριστεί πότε ένα άτομο πάσχει από εθισμό στην άσκηση. Αφορούν σε τρία τουλάχιστον από τα ακόλουθα επτά συμπτώματα:
(1) Ανάγκη για συνεχώς αυξανόμενη ενασχόληση με την άσκηση ή μη ικανοποίηση στον προγραμματισμένο χρόνο ενασχόλησης με αυτήν.
(2) Αυξημένο άγχος και κόπωση όταν ο αριθμός ή ο χρόνος άσκησης είναι μικρότερος από τον επιθυμητό.
(3) Διαρκής ανάγκη για παράταση της άσκησης πέραν του προβλεπόμενου χρόνου.
(4) Ανεπιτυχείς προσπάθειες για περιορισμό ή έλεγχο του χρόνου της άσκησης.
(5) Μεγάλη χρονική ενασχόληση με παρεμφερείς δραστηριότητες (π.χ. διακοπές φυσικής δραστηριότητας).
(6) Περιορισμός ή παραίτηση-όσο δύναται-σε κοινωνικές, επαγγελματικές ή οι άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
(7) Αδυναμία περιορισμού της άσκησης παρά την ύπαρξη σωματικού ή ψυχολογικού προβλήματος που σχετίζεται με την άσκηση.
Έχουν καταγραφεί τρεις βασικές υποθέσεις που σχετίζονται με τον εθισμό στην άσκηση: η υπόθεση της θερμογένεσης, των κατεχολαμινών και των ενδορφινών. Σύμφωνα με την υπόθεση της θερμογένεσης, η άσκηση αυξάνει και ενισχύει τη θερμοκρασία του σώματος με αποτέλεσμα τη μείωση του μυϊκού τόνου και κατά συνέπεια του σωματικού άγχους.
Στην υπόθεση των κατεχολαμινών (ντοπαμίνη, αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη), η άσκηση αυξάνει τα επίπεδα της προσοχής και της καλής διάθεσης, τη ροή του αίματος προς τα κύρια όργανα, συμβάλλει στον έλεγχο των κινήσεων και επηρεάζει θετικά το ενδοκρινολογικό και το καρδιοαναπνευστικό σύστημα, δημιουργώντας ένας αίσθημα ευεξίας. Τέλος, η υπόθεση των ενδορφινών, των αποκαλούμενων ορμονών της χαράς υποστηρίζει ότι η φυσική δραστηριότητα και η άσκηση παράγουν ενδογενείς μορφίνες και ενδορφίνες οι οποίες συμβάλουν στη δημιουργία θετικών συναισθημάτων, χαράς και ευχαρίστησης.
Σε γενικές γραμμές, η βασική διαφορά του εθισμού από αυτό που καλούμε πάθος, αγάπη ή ενθουσιασμό για μια ενασχόληση-εν προκειμένω-με την εξάσκηση μιας πολεμικής τέχνης, είναι πως στην πρώτη περίπτωση βιώνεται ένα αίσθημα πληρότητας κι ευχαρίστησης μετά από μια προπόνηση ή ένα μάθημα, όσο κουραστικό κι αν είναι αυτό. Στη δεύτερη περίπτωση, ευχαρίστηση ανακύπτει μόνο μέσα από μια σχεδόν καταναγκαστική και επίμονη ενασχόληση, ενώ προκύπτουν έντονα συναισθήματα δυσφορίας με τη διακοπής της.
Οι συνέπειες του εθισμού είναι ορατές στο κοντινό περιβάλλον του πάσχοντα. Δημιουργείται έκπτωση στις καθημερινές ενασχολήσεις του, απόσυρση από κοινωνικές συναναστροφές και εμφανίζονται συχνοί ή και επικίνδυνοι τραυματισμοί από την ατέρμονη άσκηση.Γενικότερα, ο εθισμός στην άσκηση μπορεί να εμφανιστεί και ως δευτερογενή διαταραχή και συχνά στο άτομο προϋπάρχει κάποιο άλλο πρόβλημα. Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με σωματόμορφες διαταραχές ή διαταραχές πρόσληψης τροφής.
Πρόσφατα, ένας νέος όρος, με το όνομα «μυϊκή δυσμορφία», υιοθετήθηκε για να περιγράψει μια μορφή διαταραχής που συνδέεται με την εικόνα του σώματος. Είναι ένας καινούργιος τύπος διαταραχής που χαρακτηρίζεται από την δυσκολία ή ανικανότητα του πάσχοντα να αξιολογεί αντικειμενικά το σωματικό του μέγεθος. Θεωρεί πως το σώμα του δεν είναι γυμνασμένο και δαπανά πολλές ώρες σε γυμναστήρια και χώρους άθλησης, όχι για τη χαρά της άθλησης, αλλά γιατί πρέπει να φτιάξει το άσχημο σώμα του.
Παράλληλα, η νευρική ορθορεξία, η οποία σχετίζεται με τις διατροφικές διαταραχές έκανε την εμφάνισή της το 1996. Ο ιατρός Στήβεν Μπράτμαν, χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο, με σκοπό να καταγράψει την περίπτωση ασθενών του, οι οποίοι παρουσίαζαν μια ασυνήθιστη εμμονή στην αναζήτηση υγιεινής τροφής και διατροφής και κάθε παρέκκλιση από αυτές τους προκαλούσε ανεξήγητο άγχος και φόβο δημιουργώντας προβλήματα στην κοινωνική τους ζωή.
Όταν η ενασχόληση με κάποια δραστηριότητα, αρχίζει να γίνεται καταναγκαστική, χάνει το όριο της ισορροπίας και του μέτρου, θα πρέπει κανείς να προβληματίζεται και ενδεχομένως να αναζητά έγκαιρα τη βοήθεια ενός ειδικού, ειδικά αν δυσκολεύεται ή αδυνατεί ο ίδιος να θέσει τα όρια.
Σοφία Ξυγαλά
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
AMERICAN PSYCHIATRIC ASSOCIATION: DIAGNOSTIC AND STATISTICAL MANUAL OF MENTAL DISORDERS (DSM-5). Editions American Psychiatric Publishing.
HAUSENBLAS H.A. & DOWNS D.S.: EXERCISE DEPENDENCE: A SYSTEMATIC REVIEW, PSYCHOLOGY OF SPORT AND EXERCISE. http://www.personal.psu.edu/dsd11/EDS/EDS21Manual.pdf
ΚΟΪΔΟΥ Ε., ΚΑΡΕΛΑΝΗ Α. & ΓΡΟΥΪΟΣ Γ.: ΜΥΪΚΗ ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ: ΔΙΑΓΝΩΣΗ, ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ. Αθλητική Ψυχολογία, 19, 30-47 2008 Ε.Α.Ψ.