Δε συμβαίνει μόνο σε όσους έρχονται να μελετήσουν πολεμικές (ή άλλες) τέχνες στην Ιαπωνία αλλά συμβαίνει πολύ πιο συχνά σ’ αυτούς –ευτυχώς, ακριβώς επειδή πρόκειται για την Ιαπωνία, η απομυθοποίηση τους έρχεται πιο γρήγορα από ό,τι σ’ αυτούς που το παθαίνουν εκτός Ιαπωνίας: πρόκειται για το σύνδρομο του “έρωτα με τον μεγάλο δάσκαλο” (ψάχνω να βρω κάτι πιο πιασάρικο όμως τα ελληνικά δεν προσφέρονται για τέτοια ευφυολογήματα) βασικό σύμπτωμα του οποίου είναι η προσωρινή τύφλωση του ερωτευμένου και η αδυναμία του να δει ότι υπάρχει ζωή και πέρα από τον (πάντα με κεφαλαίο το αρχίγραμμα) “Δάσκαλο”.
Για να ξεκαθαρίσουμε για τι μιλάμε, και επειδή ορισμένες λέξεις είναι ιδιαίτερα φορτισμένες, δεν εννοώ τις περιπτώσεις που αισθάνεται κανείς σεξουαλική έλξη για τον δάσκαλό του (ανεξαρτήτως φύλου: δεν κρίνουμε κανέναν!) την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Αναφέρομαι στις περιπτώσεις που ένας ασκούμενος καταφέρνει να αποκτήσει μια προσωπική σχέση με έναν εκπαιδευτή πολύ υψηλού επιπέδου στην τέχνη του –το φαινόμενο μπορεί να πυροδοτηθεί σε ένα σεμινάριο όμως φουντώνει πραγματικά όταν διαμορφωθεί μια πραγματική σχέση που συνεχίζεται σε βάθος χρόνου. Και αποκαλώ το φαινόμενο “έρωτα” επειδή οι περιπτώσεις αυτές έχουν πολύ περισσότερες ομοιότητες με τον πραγματικό έρωτα παρά με μια ισορροπημένη σχέση μαθητή-δασκάλου.
Έβλεπα τις προάλλες το βίντεο ενός Αμερικανού που έχει έρθει στην Ιαπωνία για να μελετήσει πολεμικές τέχνες και που πολύ συχνά ανεβάζει στο YouTube προσωπικούς μονολόγους σχετικά με την “κατάσταση των πολεμικών τεχνών”. Έλεγε λοιπόν σε ένα από τα βίντεο αυτά ότι κάποια στιγμή διαπίστωσε πως και στις πολεμικές τέχνες και στον βουδισμό (τον οποίο μελετούσε παλιότερα –δεν ξέρω για πόσον καιρό και σε τι έκταση/βάθος) οι ασκούμενοι και οι δάσκαλοι είναι άνθρωποι με τα συνηθισμένα ανθρώπινα ελαττώματα και αδυναμίες. Στη δική του περίπτωση, η απομυθοποίηση ήταν τόσο έντονη που κατέληξε να περιορίσει την εξάσκησή του (έχω μάλιστα την εντύπωση ότι ίσως να την έχει διακόψει και εντελώς) και να προτιμάει να βγαίνει στο Δίκτυο και να ασκεί κριτική στους συνασκούμενους και τους δασκάλους του.
Όμως γιατί; Επειδή είναι άνθρωποι; Πραγματικά χρειάζεται κάποιος να έρθει στην Ιαπωνία για να διαπιστώσει ότι ο Γιόντα ή ο κ. Μιγιάγκι είναι αποκυήματα της κινηματογραφικής φαντασίας και δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα; Βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι με τις ικανότητές τους (κυρίως του κ. Μιγιάγκι: έχω την εντύπωση ότι οι ικανότητες του Γιόντα μάλλον δεν υπάρχουν πουθενά, τουλάχιστον σ’ αυτόν τον Γαλαξία) όμως η αναγωγή των ανθρώπων αυτών σε απόλυτες αυθεντίες επί παντός επιστητού, σχετικού και άσχετου με τις πολεμικές τέχνες είναι ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα που μπορεί να κάνει κανείς. Και οι συνέπειες δε βαρύνουν μόνο τον ίδιον: είναι εξίσου επιβλαβείς για τον ίδιο τον δάσκαλο, για το ντότζο και για την κοινωνία.
Ένα από τα πιο συναρπαστικά (ιδιαιτέρως ενοχλητικά και ανησυχητικά αλλά παρόλα αυτά συναρπαστικά) κομμάτια του “Dueling with O-Sensei” του Έλις Άμντουρ (κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τον τίτλο “Ο Μύθος του Σοφού Πολεμιστή” από τις εκδόσεις Αλκίμαχον) είναι αυτό που εστιάζει στην κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους πολλών δασκάλων πολεμικών τεχνών –πρακτικά το κομμάτι αυτό δεν είναι ένα καθώς ο Άμντουρ αντιμετωπίζει το θέμα των δασκάλων πολεμικών τεχνών και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν στον μικρόκοσμο του ντότζο από διάφορες απόψεις. Όμως λέγοντας ότι ο προβιβασμός των δασκάλων σε γκουρού/ημίθεους έχει συνέπειες, προσωπικά δεν αναφέρομαι μόνο στα πολύ βαριά περιστατικά με τα οποία καταπιάνεται στο βιβλίο του ο αμερικανός ψυχολόγος και (επίσης) δάσκαλος πολεμικών τεχνών. Αναφέρομαι στο ότι οι μαθητές που το κάνουν, περιορίζουν την ίδια τους την πρόοδο.
Βεβαίως οφείλει κανείς να υπακούει τον δάσκαλό του, ειδικά σε ό,τι αφορά την πορεία του μέσα στο ντότζο: επιλέγουμε τη μια ή την άλλη σχολή ακριβώς επειδή διδάσκει εκεί ο συγκεκριμένος δάσκαλος οπότε θα ήταν επιεικώς ανόητο να τον αγνοούμε ή να αμφισβητούμε διαρκώς ό,τι μας λέει ή να περιφρονούμε την άποψή του. Ταυτόχρονα όμως, οφείλει (ειδικά από τη στιγμή που δεν είναι Ιάπωνας και άρα δεν έχει μάθει από τότε που γεννήθηκε να μην κάνει ποτέ ερωτήσεις, να μην αμφισβητεί ποτέ και για κανέναν λόγο οποιονδήποτε βρίσκεται έστω και ένα σκαλί πάνω του σε οποιαδήποτε ιεραρχία και να μην διαταράσσει ποτέ και για κανέναν λόγο οποιοδήποτε σύστημα) να θυμάται ότι η κατάκτηση του υψηλότερου επιπέδου σε μια τέχνη δεν καταργεί τις ανθρώπινες ιδιότητες αυτού που το κατέκτησε.
Ένας δάσκαλος 10ου νταν μιας σύγχρονης πολεμικής τέχνης (ή ένας κάτοχος μένκιο καϊντέν μιας κλασικής ή ένας παγκόσμιος πρωταθλητής ή ένας προπονητής παγκόσμιων πρωταθλητών ενός μαχητικού αθλήματος) δεν είναι αυθεντία στα πάντα –πολύ συχνά μάλιστα δεν είναι καν αυθεντία σε μια άλλη πολεμική τέχνη πέρα από αυτή με την οποία έχει ασχοληθεί. Κάποτε ένας πολύ υψηλόβαθμος δάσκαλος κέντο και ιάιντο μου είπε ότι καμία κορίου δε θα με δεχόταν αν δεν ήμουν τουλάχιστον 4ο-5ο νταν στις τέχνες που δίδασκε (απολύτως άσχετο με την πραγματικότητα), ενώ μια άλλη φορά ένας πολύ υψηλόβαθμος δάσκαλος μιας κορίου μου είπε ότι μια άλλη κορίου, ίσως η γνωστότερη σχολή κεντζούτσου, δεν είναι αποτελεσματική επειδή διδάσκει τους ασκούμενούς της να δέχονται τα κοψίματα του αντιπάλου με την κόψη του ξίφους τους –το πρώτο πράγμα που διδάσκεται κανείς στην κορίου αυτή είναι το ακριβώς αντίθετο: πώς να δέχεται τα κοψίματα του αντιπάλου με το τμήμα του ξίφους που λέγεται σινόγκι και που που βρίσκεται στο πλάι του· τα παραδείγματα αυτά είναι τα δύο πρώτα που μου έρχονται στον νου.
Όσο για θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, θα ήταν ανώφελο να αναφέρω παραδείγματα: δεν νομίζω ότι έχω συναντήσει ποτέ έστω και έναν πολύ υψηλόβαθμο δάσκαλο ο οποίος να μην ήταν είχε θεαματικές ελλείψεις σε θέματα πολιτικής ή τέχνης ή φιλοσοφίας ή οικονομίας ή... ή... ή... Και μου είναι πολύ εύκολο να καταλάβω γιατί: οι άνθρωποι αυτοί έχουν αναλώσει τη ζωή τους στο να γίνουν καλοί σε ένα αντικείμενο –για την ακρίβεια, το να γίνουν κορυφαίοι σε ένα αντικείμενο. Όπως συμβαίνει συχνά με τους παγκόσμιας φήμης σολίστες της μουσικής ή τους πολύ υψηλού επιπέδου επιστήμονες/ερευνητές, η ίδια μέχρι εμμονής προσπάθεια που οδήγησε στην επιτυχία στον χώρο τους, δεν τους επέτρεψε να διευρύνουν τον ορίζοντά τους –με άλλα λόγια, ήταν ευλογία και ταυτόχρονα κατάρα.
Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους μαθητές να τους θεοποιούν! Έχοντας αφομοιώσει μετά από πολυετή επανάληψη τις κοινοτοπίες περί “ανατολίτικης φιλοσοφίας”, περί “τελειοποίησης του εαυτού” ή περί “βαθύτερων νοημάτων”, είναι πρόθυμοι να προβάλλουν τις αξίες που (πιστεύουν ότι) σχετίζονται με τις κοινοτοπίες αυτές επάνω σε οποιονδήποτε έχει έναν υψηλό βαθμό στην Χ ή την Ψ τέχνη, συχνά πριν καν έρθουν σε επαφή μαζί του. Και επειδή ακόμα και όταν έρθουν σε επαφή, οι πιθανότητες να υπάρχουν σημαντικά προβλήματα επικοινωνίας είναι μεγάλες, οι περισσότεροι παίρνουν από την επαφή αυτή αυτό που θέλουν να πάρουν και όχι αυτό που πραγματικά προσφέρει ο δάσκαλος. Το αποτέλεσμα; Η αντίληψή τους την τέχνη μπαίνει στο κρεβάτι του Προκρούστη και είτε κόβεται, είτε τραβιέται προκειμένου να ταιριάξει με “τις διδασκαλίες” του “Δασκάλου” (πάντα με κεφαλαίο το αρχίγραμμα).
Δεν ξέρω αν υπάρχει θεραπεία για τον συγκεκριμένο νοσηρό έρωτα –εννοώ άλλη, πέρα από την απομυθοποίηση που θα προέλθει (αν προέλθει –όμως συνήθως προέρχεται) από την προσωπική επαφή. Το δυσάρεστο είναι ότι για πολλούς μαθητές, το σκίσιμο του ημί-θεϊκού μανδύα με τον οποίο έχουν περιβάλλει τους δασκάλους τους, ισοδυναμεί και με πλήρη απαξίωση των δασκάλων αυτών. Και είναι τόσο κρίμα: οι άνθρωποι αυτοί έχουν αφιερώσει όλη τους την ύπαρξη σε μια τέχνη την οποία, υποτίθεται, θέλουμε να μάθουμε κι εμείς και η ικανότητά τους να μας τη διδάξουν δεν χάνεται επειδή π.χ. οι πολιτικές τους πεποιθήσεις δε συμφωνούν με τις δικές μας ή επειδή όταν είναι μεθυσμένοι φέρονται εξίσου ανώριμα με κάποιον μακρινό μας θείο τον οποίο βλέπουμε μόνο σε γάμους και κηδείες. Ας πάρουμε από αυτούς αυτό που πραγματικά μπορούμε και ας αναζητήσουμε τα άλλα στοιχεία στους φίλους μας –ο ρόλος των δασκάλων μας είναι, και πρέπει να είναι, διαφορετικός.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης