Στην παιδική μας ηλικία ακούμε από τους μεγάλους, συμβουλές για το πώς να κερδίζουμε και πώς να αποφεύγουμε πάση θυσία την ήττα. Μεγαλώνουμε σε ένα περιβάλλον όπου ενδιαφέρει μόνο η νίκη και μάλιστα η πρώτη νίκη. Κανείς δεν μας διδάσκει-ούτε στο σχολείο-πως η αποτυχία και η ήττα είναι σύμβουλοι αγαθοί που θα μας εισάγουν στoυς κόσμους της… απώλειας ελέγχου, της συναισθηματικής ματαίωσης και θα μας προκαλέσουν να αποκτήσουμε δεξιότητες, που θα μας κάνουν ισορροπημένους και ικανοποιημένους ενήλικες.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο άνθρωπος, όπως μου έχει εξομολογηθεί μια ψυχοθεραπεύτρια με μεγάλη κλινική εμπειρία, πασχίζει σε όλη του τη ζωή για την εκπλήρωση δυο αναγκών: τον έλεγχο της ζωής του και την αγάπη. Στο παρόν άρθρο για τον Πανελλήνιο Οδηγό Πολεμικών Τεχνών, θα σταθώ στο πρώτο.
Η ανθρώπινη φύση έχει πολύ μεγάλη ανάγκη να έχει τον προσωπικό έλεγχο της ύπαρξής της, γιατί αυτό της προσδίδει ασφάλεια, ηρεμία και κατ’ επέκταση ευτυχία. Δυστυχώς όμως, η φύση των πραγμάτων δεν καθιστά κάτι τέτοιο πάντα εφικτό. Πολλές φορές στην εξέλιξη της ζωής μας, δεν μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο. Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Να μάθουμε να το αποδεχόμαστε με τρόπο λειτουργικό. Στην καθημερινότητά μας, ποικίλα γεγονότα εμποδίζουν να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας και υπάρχουν στιγμές που μας προκαλούν επώδυνα συναισθήματα, θυμό, απογοήτευση, απόρριψη, θλίψη, πικρία. Αδυνατούμε, πολλές φορές, να τα αποτρέψουμε, μπορούμε όμως να αφεθούμε να τα βιώσουμε, να αποκτήσουμε την ικανότητα να ελισσόμαστε, ώστε να προχωράμε και να καταλήξουμε στις ιδανικές για εμάς αποφάσεις.
Η ματαίωση, είναι ένα συναίσθημα που νιώθουμε όταν μας απαγορευτεί η ικανοποίηση ενός ευχάριστου ερεθίσματος, η επίτευξη ενός σκοπού ή όταν οι προσδοκίες μας για κάτι, διαψεύδονται. Πρόκειται για ένα αρχέγονο συναίσθημα. Το βιώνουμε από την πολύ πρώιμη ηλικία μας, όταν αποζητούμε τροφή για να μείνουμε στη ζωή και η τροφή δεν έρχεται ή καθυστερεί πολύ. Για το λόγο αυτό, είναι ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα, ικανό να πυροδοτεί ακραίες συμπεριφορές. Είναι, επομένως, θεμιτό, να μάθουμε να το επεξεργαζόμαστε με έναν υγιή τρόπο, ώστε να καταφέρνουμε να αποκωδικοποιούμε το μήνυμα που μεταφέρει. Να μπορούμε να αυτορρυθμιζόμαστε συναισθηματικά και να τροποποιούμε τη συμπεριφορά μας. Υγιές είναι να αγωνιζόμαστε για να κατακτήσουμε την ικανοποίηση και την ευτυχία μας, να θέτουμε στόχους και ένα έχουμε έναν σκοπό στη ζωή μας, αλλά είναι φρόνιμο και να διακρίνουμε πότε κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, να αποδεχόμαστε το αποτέλεσμα και να αναζητούμε μια νέα πορεία. Ορισμένες φορές, ενδεχομένως να αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε, εξ ολοκλήρου, τις προσπάθειές μας να εκπληρώσουμε συγκεκριμένες ανάγκες μας. Κάτι τέτοιο μπορεί πραγματικά να μας ανακουφίσει. Επίσης, η αποτυχία μας μαθαίνει να θέτουμε ρεαλιστικούς στόχους και μας διδάσκει τι μπορεί να έχουμε πράξει λάθος.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, πως μπορεί να διδαχθεί ένα παιδί την αυτορρύθμιση.
Με τις «δεξιότητες επικοινωνίας» που οφείλει να γνωρίζει κάθε ενήλικας. Ποιες είναι αυτές; Σύμφωνα με έρευνες που διεξάγονται συχνά, το παιδί αποκτά την ικανότητα να αυτορρυθμίζεται όταν παρατηρεί πως οι γονείς του καταφέρνουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και διδάσκουν το ίδιο και σε αυτό. Όπως έχει αποδειχθεί, κάτι τέτοιο προσδίδει ψυχολογική αλλά και σωματική υγεία στο παιδί.
Ο πρακτικός τρόπος για να διδάξει ένας ενήλικας την αυτορρύθμιση σε ένα παιδί, είναι να ενδιαφερθεί να μιλήσει μαζί του, να το αφήσει να εκφραστεί, ή μάλλον να δημιουργήσει ένα θετικό περιβάλλον ώστε το παιδί να μπορέσει να εκφράσει αυτό που νιώθει ελεύθερα και χωρίς το φόβο της κριτικής ή της απόρριψης. Επιπλέον, αποφεύγοντας τις συμβουλές ή τις προτάσεις λύσεων. Είναι προτιμότερο, να αφήσει το παιδί να επεξεργαστεί μόνο του το πρόβλημα και να δώσει εκείνο τις δικές του εναλλακτικές λύσεις, να πάρει τα προσωπικά του ρίσκα και τέλος, να επιβραβεύσει την ικανότητα ανάληψης ευθύνης από το παιδί ακόμα και αν έχει αποτύχει, γιατί η ανάληψη ευθύνης, σε κάθε περίπτωση, είναι μια γενναία ενέργεια και διαπλάθει ικανούς ανθρώπους.
Θέλω να κλείσω με τούτο. Έχει μελετηθεί επιστημονικά, πως το παιδί που παρουσιάζει εκτεταμένο άγχος πριν από έναν αγώνα, αλλά και κατά τη διάρκειά του, προτιμά εύκολους ή πολύ δύσκολους αντιπάλους και αποφεύγει τον ανταγωνισμό. Παρότι έχει πολύ καλές επιδόσεις στην προπόνηση, προέρχεται από ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου επικρατεί μεγάλη αυστηρότητα, επίκριση και έλλειψη ανεκτικότητας. Οι γονείς τέτοιων παιδιών καλό είναι να αναρωτηθούν γι’ αυτή τη συμπεριφορά «ασφάλειας» που έχει υιοθετήσει το παιδί τους στο παιχνίδι και προέρχεται από τον φόβο της αποτυχίας. Όταν το αρνητικό αποτέλεσμα ενός αγώνα, ακολουθεί την θετική στάση προπονητή και γονέων, ανακουφίζει πολύ ένα παιδί. Επομένως, καλό είναι να αφήνουμε τα παιδιά να κάνουν λάθη, να τα προτρέπουμε μάλιστα διακριτικά προς αυτά, να τα αφήνουμε να βιώσουν την αποτυχία, την ήττα, γιατί αυτές θα αποτελέσουν το θεμέλιο ενός υγιούς ενήλικα, που θα μπορεί να παλεύει και να διεκδικεί την ευτυχία του και δε θα διαλύεται στην κάθε αποτυχία.
Σοφία Ξυγαλά
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Δογάνης: ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Χριστοδουλίδης.
G. J. Graig & D. Baucum: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Εκδόσεις Παπαζήση.
M. Hewstone & W. Stroebe: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Παπαζήση.
R. Martens: ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Σάλτο.
Α. Σταλίκας: ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Αθήνα 1991.
Α. Χουντουμάδη & Λ. Πατεράκη: ΛΕΞΙΚΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ. Εκδόσεις Τόπος.