Όταν άρχισα να ασχολούμαι (θεωρητικά, όχι πρακτικά) με τις πολεμικές τέχνες, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, υπήρχαν βασικά δύο τάσεις: αυτή την οποία συμμερίζονταν τα 2/3 των εμπλεκόμενων και η οποία αποδεχόταν τα πάντα αρκεί να διαφημίζονταν αρκετά μεγαλόφωνα και αυτή που συμμεριζόταν το υπόλοιπο 1/3 και η οποία θεωρούσε ότι προκειμένου να υποστηρίξει κανείς σοβαρά ότι “κάνει πολεμικές τέχνες” θα πρέπει οι εκπαιδευτές του να έχουν κάποιου τύπου νομιμοποίηση από κάποια από τις μεγάλες οργανώσεις της Ιαπωνίας –για μια ακόμα φορά μιλάω κυρίως για την Ιαπωνία, αφενός επειδή γι αυτή ξέρω κάπως περισσότερα πράγματα και αφετέρου επειδή, τουλάχιστον η Κίνα, ακολουθεί ένα διαφορετικό (και πιο παραδοσιακό) σύστημα νομιμοποίησης των εκπαιδευτών στις τέχνες της.
Για να το πω πιο απλά: αν ένας εκπαιδευτής τζούντο ή καράτε ή αϊκίντο (οι επιλογές τότε ήταν αυτές, λίγο-πολύ) δεν είχε κάποια σύνδεση με την κύρια οργάνωση της γραμμής του στην Ιαπωνία (για το τζούντο αυτό θα ήταν το Κόντοκαν, για το Σότοκαν Καράτε η JKA και για το αϊκίντο το Ίδρυμα Αϊκικάι) θεωρούταν, τουλάχιστον από τους καθαρολόγους του 1/3, στην καλύτερη περίπτωση ανάξιος λόγου και στη χειρότερη τσαρλατάνος. Και προς υπεράσπιση όσων συμμερίζονταν την άποψη αυτή, σε πολλές περιπτώσεις οι καθαρολόγοι είχαν δίκιο αφού η έλλειψη διαύλων επικοινωνίας με το εξωτερικό επέτρεπε σε πολλούς να υποστηρίζουν ό,τι ήθελαν στηριζόμενοι, στην καλύτερη περίπτωση, στο φυσικό τους ταλέντο. Αν δεν έχει γίνει ήδη σαφές, για διάφορους λόγους προσωπικά συντάχθηκα σχεδόν αντανακλαστικά με αυτό το 1/3 και επί σειρά ετών θεωρούσα τη νομιμότητα sine qua non για την εμπλοκή με τις πολεμικές τέχνες.
Γιατί ο παρελθών χρόνος; Επειδή τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι ως ποιο σημείο πρέπει κανείς να επιμένει στην νομιμότητα. Και αυτό όχι επειδή η ίδια η νομιμότητα έχει χάσει την αξία της, αλλά επειδή ο τρόπος που προσδιορίζεται –τουλάχιστον στην Ιαπωνία- αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνείας και υπάρχουν αρκετοί που εκμεταλλεύονται τα περιθώρια αυτά. Μ' άλλα λόγια, υπάρχουν αυτή τη στιγμή αρκετά πρόσωπα και φορείς που θεωρητικά είναι “νόμιμα” ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι και το αντίθετο. (Ίσως ο πιο σωστός τρόπος να θέσω το προσωπικό μου ερώτημα να είναι “μήπως πριν επιμείνει κανείς στην νομιμότητα, πρέπει να προσδιορίσει όσο καλύτερα γίνεται ποιος είναι ο φορέας που νομιμοποιεί;”)
Σε μερικές περιπτώσεις τα πράγματα είναι απλά: στο τζούντο υπάρχουν δύο φορείς νομιμοποίησης, η Διεθνής Ομοσπονδία Τζούντο και το Ίδρυμα Κόντοκαν, όμως στην πραγματικότητα τη βάση για το τι θεωρείται “τζούντο” την έχει θέσει το δεύτερο με τη βαρύτητα της οργάνωσης που ιδρύθηκε από τον δημιουργό της ίδιας της τέχνης. Βαθμούς στο τζούντο μπορεί να δώσει και το Κόντοκαν και η ΔΟΤ (μέσω των τοπικών ομοσπονδιών-μελών της) και οι βαθμοί των δύο φορέων είναι, γενικώς ειπείν, συμβατοί όμως από εκεί και πέρα το πράγμα τελειώνει: αν κάποιος δεν είναι μέλος του Κόντοκαν και δεν είναι μέλος της ΔΟΤ, πρακτικά δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτό που κάνει είναι “τζούντο”. Και από όσο ξέρω, κανείς δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο –κάποιοι που ξέφυγαν αρκετά από το τζούντο και παράλληλα θέλησαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους, δημιούργησαν άλλες τέχνες όπως είναι το ρωσικό σάμπο ή το βραζιλιάνικο ζίου-ζίτσου.
Τι γίνεται όμως π.χ. με το κέντο; Θεωρητικώς, κι εκεί ισχύει το μοντέλο του τζούντο με την Παν-Ιαπωνική Ομοσπονδία Κέντο να είναι ταυτόχρονα το ίδρυμα που (κατά κύριο λόγο) θέτει τις βάσεις και μια από τις τοπικές οργανώσεις που μπαίνουν κάτω από τη Διεθνή Ομοσπονδία Κέντο και όσοι θέλουν να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το σύστημα βαθμών και η συμμετοχή στις μεγάλες αγωνιστικές διοργανώσεις πρέπει να εκπαιδεύονται εντός του πλαισίου των δύο αυτών οργανώσεων. Όμως, αντίθετα με το τζούντο, υπάρχουν (κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά) στην Ιαπωνία ομάδες που ασκούνται σε ένα κέντο πιο παλιού στιλ στο οποίο επιτρέπονται πολύ περισσότερες τεχνικές από αυτές του κέντο των ΠΙΟΚ/ΔΟΚ. Οι ομάδες αυτές έχουν το δικαίωμα να αποκαλούν αυτό που κάνουν “κέντο”; Στην Ιαπωνία είθισται να το αποκαλούν “γκέκικεν” (撃剣) όμως αυτό γίνεται περισσότερο για λόγους ιστορικής συνέχειας, επειδή έτσι αποκαλούταν το κέντο πριν τη δεκαετία του 1920 –στην πραγματικότητα οι ασκούμενοι σ' αυτό συχνά χρησιμοποιούν τη λέξη “κέντο” και το ίδιο κάνουν και οι (πολυάριθμοι) ασκούμενοι της αστυνομίας οι οποίοι επίσης πολύ συχνά προπονούνται και παίζουν με κανόνες διαφορετικούς από αυτούς των ΠΙΟΚ/ΔΟΚ.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα στην περίπτωση του αϊκίντο: Εξαιτίας ορισμένων ιδιοτροπιών του ιδρυτή του, ο προσδιορισμός του τι είναι πραγματικά “αϊκίντο” είναι αρκετά ασαφής και οι συνεχείς αποχωρήσεις/αποσχίσεις υψηλόβαθμων δασκάλων ήδη από τη δεκαετία του 1950 προσθέτουν περισσότερη ασάφεια. Άνθρωποι όπως ο Κέντζι Τομίκι (1900-1979), ο Γκόζο Σιόντα (1915-1994), ο Κοΐτσι Τοχέι (1920-2011) ή ο Μοριχίρο Σάιτο (1928-2002) υπήρξαν πολύ κοντά στον Μοριχέι Ουεσίμπα ώστε να θεωρήσει κανείς την αντίληψή τους για την τέχνη του πλημμελή. Και παρότι το Ίδρυμα Αϊκικάι, ο βασικός θεματοφύλακας της κληρονομιάς του Ουεσίμπα δεν αναγνωρίζει τις οργανώσεις τους και τους βαθμούς που αυτές δίνουν στους ασκούμενούς τους, δεν μπορεί να τους αφαιρέσει το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη λέξη “αϊκίντο” στην περιγραφή αυτού που διδάσκουν.
Φυσικά το αποκορύφωμα της ασάφειας στη νομιμότητα είναι ο κόσμος των κλασικών τεχνών –εκεί οι ορισμοί είναι, πρακτικά, ανέφικτοι αφού κάθε σχολή έχει τους δικούς της κανόνες (και τους αντίστοιχους σκελετούς στα ντουλάπια της). Υποτίθεται ότι η ύπαρξη των δύο οργανώσεων Νίχον Κομπούντο Κιοκάι και Νίχον Κομπούντο Σινκοκάι εξασφαλίζει ότι όσοι υποστηρίζουν ότι είναι οι νόμιμοι εκπρόσωποι των σχολών είναι όντως, όμως στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αφενός επειδή υπάρχουν πολλές σχολές-μέλη των οργανώσεων που κατηγορούνται για παραχάραξη της ιστορίας και αφετέρου επειδή οι δύο οργανώσεις καλύπτουν περίπου το 1/3 των σχολών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ιαπωνία –δεν πρέπει επίσης να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι κάποιες σχολές απέρριπταν τη λογική της αποκλειστικότητας από την ίδρυσή τους ή το, ακόμα πιο προβληματικό, γεγονός ότι η ίδια η ιδέα της αποκλειστικότητας στην ονομασία μιας σχολής είναι υπόθεση της περιόδου Μέϊτζι (1868-1912), δηλαδή αρκετά αργά στην ιστορία των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών.
Που καταλήγω; Πουθενά –ο λόγος που έγραψα το κείμενο αυτό είναι για να βάλω κάπως σε τάξη τις σκέψεις μου, για να εκφράσω τον προβληματισμό μου και για να βοηθήσω, ίσως, μερικούς ανθρώπους που έχουν παρόμοια ερωτήματα να δουν ότι ίσως οι απαντήσεις που αναζητούν να μην είναι και τόσο προφανείς. Είναι πολύ δύσκολο να ζωγραφίσει κανείς μια εικόνα του κόσμου χρησιμοποιώντας μόνο το μαύρο και το άσπρο χρώμα· οι αποχρώσεις του γκρι είναι αυτές που συνήθως δίνουν την αίσθηση του βάθους και της λεπτομέρειας. Ίσως μάλιστα στην Ιαπωνία, τα πράγματα να είναι μόνο γκρι: οι Ιάπωνες γενικά απεχθάνονται τις απόλυτες τοποθετήσεις...
Κείμενο-Φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
ΥΓ
Απέφυγα σκόπιμα να κάνω τη συζήτηση ακόμα πιο περίπλοκη βάζοντας μέσα την παράμετρο της ικανότητας: είναι πιο κατάλληλος εκπρόσωπος μιας τέχνης ο “νόμιμος” επικεφαλής της ο οποίος, για παράδειγμα, δεν ασκείται σ' αυτήν ή ένας εξαιρετικά ικανός δάσκαλός της ο οποίος όμως έχει αποχωρήσει λόγω προσωπικών διαφορών με τον πρώτο; Το θέμα σίγουρα σηκώνει περισσότερη συζήτηση...