“Καλά, τι λόγο έχεις να παραπονιέσαι;” μου έλεγε τις προάλλες ένας φίλος από την Ελλάδα που ασχολείται με το ιάιντο αλλά που θέλει να ασχοληθεί με τις κλασικές πολεμικές παραδόσεις. “Είσαι στην Ιαπωνία οπότε μπορείς να διαλέξεις ό,τι θέλεις και να πας να το κάνεις –εμείς τι να πούμε;” Και ναι, από μια πλευρά έχει δίκιο: σαφώς βρίσκομαι κοντύτερα από ό,τι αυτός σε πολλές από τις κλασικές πολεμικές τέχνες καθώς και στις περισσότερες από τις σύγχρονες. Όμως από την άλλη δεν έχει αφού και στην Ιαπωνία, όπως και σε όλον τον κόσμο, η επιλογή μιας τέχνης (ή οποιασδήποτε ενασχόλησης εδώ που τα λέμε) εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες που παρότι δεν είναι ιδιαίτερα... σέξι, συνήθως καθορίζουν την επιλογή αυτή.
Πρόκειται για τους παράγοντες που συλλήβδην θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε “πρακτικούς” –μ' άλλα λόγια για όλα εκείνα τα διαδικαστικά που ελάχιστη σχέση έχουν με την ουσία της τέχνης αλλά που μπορεί να επηρεάσουν καθοριστικά αν κανείς θα εμπλακεί μαζί της. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι οι μέρες και οι ώρες που γίνονται τα μαθήματα/οι προπονήσεις: όπως έχω πει και άλλοτε, αντίθετα με την Ελλάδα όπου οι σχολές πολεμικών τεχνών θεωρούνται λίγο-πολύ επάγγελμα και άρα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε τακτική βάση και σε διάφορες επιλογές ως προς την ώρα, στην Ιαπωνία το σύνηθες, τουλάχιστον για τις κλασικές σχολές είναι τα μαθήματα να γίνονται μια φορά την εβδομάδα. Η σχολή στην οποία εξασκούμαι, για παράδειγμα, η Τόντα-χα Μπούκο-ρίου, έχει μια προπόνηση νωρίς το απόγευμα της Τετάρτης (από τις 14:00 ως τις 17:00), πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να την παρακολουθήσει κανένας άνθρωπος με τα συνήθη ωράρια πρωινής δουλειάς.
Οι περισσότερες σχολές έχουν τη μια προπόνησή τους είτε το Σάββατο, είτε την Κυριακή όμως και εκεί το θέμα της ώρας μπορεί να είναι πρόβλημα καθώς, τουλάχιστον για τον μέσο Ιάπωνα που έχει οικογένεια, τα σαββατοκύριακα είναι οι μέρες που πρέπει να αφιερώσει στην οικογένειά του –ως γνωστόν οι Ιάπωνες εργάζονται πολύ οπότε τις καθημερινές οι περισσότεροι βλέπουν την οικογένειά τους, στην καλύτερη περίπτωση μόνο την ώρα του βραδινού. Είναι και αυτός ένας λόγος που στην πλειονότητά τους, οι άνθρωποι που ασκούνται στις κορίου είναι άνθρωποι άνω των 60 (δηλαδή συνταξιούχοι ή κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης), φοιτητές ή άνθρωποι που κάνουν προσωρινές δουλειές και που είναι, εξ ορισμού, προσωρινοί.
Το άλλο πρόβλημα είναι η απόσταση: παρότι δεν της φαίνεται στο χάρτη επειδή μοιάζει με ένα ρετάλι που ξεκόλλησε από την Ασία και επειδή βρίσκεται ανάμεσα στα μεγαθήρια Κίνα και Ρωσία και στη μεγαλύτερη υδάτινη έκταση του πλανήτη, η Ιαπωνία είναι μεγάλη χώρα –για την ακρίβεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες πλην της Γαλλίας και της Ισπανίας. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί κάλλιστα να ζει κανείς στο Τόκιο αλλά η σχολή που τον ενδιαφέρει να μελετήσει να βρίσκεται στο Κιούσου –μεταφερμένο στα ευρωπαϊκά δεδομένα, αυτό ισοδυναμεί με το να ζει κανείς στην Αθήνα και η σχολή που τον ενδιαφέρει να βρίσκεται στο Μιλάνο. Μ' άλλα λόγια, δεν πρόκειται ακριβώς για απόσταση που την κάνει καθείς εύκολα μια φορά την εβδομάδα.
Βεβαίως υπάρχουν σχολές που έχουν την έδρα τους στο Τόκιο και εκεί οι αποστάσεις είναι κάπως πιο λογικές (αν και αναλόγως των δρομολογίων των τρένων, μπορεί κανείς να χρειάζεται να ταξιδέψει μιάμιση με δύο ώρες και να βρίσκεται ακόμα εντός Τόκιο). Όμως πλέον οι επιλογές έχουν περιοριστεί αρκετά, ιδιαίτερα αν κανείς ενδιαφέρεται για πιο παλιές σχολές οι οποίες συνήθως έχουν ιστορικές σχέσεις με κάποια επαρχιακή πόλη την οποία δεν εγκατέλειψαν ποτέ. Η Τένσινσο-ντεν Κατόρι Σίντο-ρίου της γραμμής Οτάκε είναι ένα τέτοιο παράδειγμα καθώς το ντότζο της οικογένειας Οτάκε βρίσκεται στον νομό της Τσίμπα και δη όχι πολύ κοντά σε κάποιον σταθμό: αν και μένω σε μια από τις πιο κεντρικές περιοχές του Τόκιο, αν ήθελα να εξασκούμαι στο συγκεκριμένο ντότζο θα έπρεπε να κάνω μια διαδρομή διάρκειας δύο ωρών και 45 λεπτών με τα τελευταία 18 λεπτά με τα πόδια –η συνολική απόσταση από το σπίτι μου είναι 83 χιλιόμετρα.
Δε θέλω να ακούγομαι αχάριστος: είμαι βέβαιος ότι πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν αξιοζήλευτο ότι το σπίτι μου απέχει από το ντότζο των Οτάκε 83 χιλιόμετρα και όχι 9.583 (όσο απέχει δηλαδή από το σπίτι μου στην Αθήνα). Όμως πρακτικά μιλώντας –και από τη στιγμή που μιλάμε για πολεμικές τέχνες, οφείλουμε να έχουμε κατά νου την πρακτική διάσταση των πραγμάτων- τα ενδιάμεσα 9.500 χιλιόμετρα ελάχιστα διαφοροποιούν την κατάσταση: από τη στιγμή που ο απαιτούμενος χρόνος είναι πεντέμιση ώρες (πηγαινέλα) και το κόστος της διαδρομής είναι 20 ευρώ (επίσης) το συγκεκριμένο ντότζο βρίσκεται έξω από το... δραστικό βεληνεκές μου. Και το ίδιο ισχύει για την πλειονότητα των κλασικών πολεμικών τεχνών: όπως έγραψα παραπάνω, για διάφορους ιστορικά ερμηνεύσιμους λόγους, αν και είναι καρδιά της Ιαπωνίας για τα περισσότερα πράγματα, το Τόκιο δεν είναι εξίσου νευραλγικής σημασίας για τις κλασικές σχολές.
Άφησα σκόπιμα εκτός τις άλλες, πιο ειδικές (πλην εξίσου πρακτικές) δυσκολίες: η σχολή να μην είναι του ενδιαφέροντος κάποιου (σε απόσταση μικρότερη της μιας ώρας με τα αστικά τρένα υπάρχουν κοντά στο σπίτι μου αρκετές σχολές ζίου-ζίτσου ή Σίντο Μούσο-ρίου ή κάποιων από τις γνωστές γραμμές ιάιντο –Μούσο Σίντεν-ρίου, Μούσο Τζίκιντεν Έισιν-ρίου κ.λπ.- όμως δε με ενδιαφέρει ούτε το ζίου ζίτσου, ούτε το τζόντο, ούτε το εκτός κεντζούτσου ιάιντο) ή, πολύ πιο απλά, ο δάσκαλος ή το περιβάλλον της σχολής να μην είναι συμβατός με τον ενδιαφερόμενο (όχι, όλοι οι ιάπωνες δάσκαλοι πολεμικών τεχνών δεν είναι ο Μίστερ Μιγιάγκι) είτε από την πλευρά του πρώτου, είτε από την πλευρά του δεύτερου. Όμως και αυτές οι παράμετροι παίζουν ρόλο και, τελικά, διαμορφώνουν την επιλογή της Χ ή της Ψ σχολής.
Ναι ξέρω τα γνωστά κλισέ περί των θυσιών που οφείλει να κάνει ο μαθητής για να βρει τον δάσκαλό του και να εξασκηθεί μαζί του κ.λπ. Και ναι, ως έναν βαθμό θαυμάζω τους ανθρώπους που είναι όντως διατεθειμένοι να αλλάξουν την πορεία της ζωής τους κατά 180 μοίρες προκειμένου να βρεθούν κοντά στον δάσκαλο και τη σχολή που τους εμπνέει. Όμως είμαστε ενήλικες και η πραγματικότητά μας είναι, συνήθως, σύνθετη, πράγμα που σημαίνει ότι για πολλούς από εμάς (και, υποπτεύομαι, τους περισσότερους) ο λόγος που θα μας φέρει στην πόρτα ενός ντότζο –και που, ακόμα πιο σημαντικό, θα συνεχίσει να μας φέρνει εκεί τη μια εβδομάδα μετά την άλλη, τον έναν μήνα μετά τον άλλον και τον έναν χρόνο μετά τον άλλον- δε θα είναι κάποια κινηματογραφική “στιγμή αλήθειας” αλλά απλώς και μόνο το γεγονός ότι βρίσκεται κοντά στο σπίτι μας και μας βολεύουν οι ώρες της προπόνησης. Τόσο απλά...
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης