Η μετάφραση ενός κειμένου του Γουέιν Μουρομότο περί ηθικής στις πολεμικές τέχνες (ναι, γι αυτό εδώ το σάιτ –θα το δείτε τις προσεχείς εβδομάδες) μου έφερε στο νου μια συζήτηση που είχα με μια φινλανδέζα αϊκιντόκα την περίοδο που και εγώ εξασκούμουν στη συγκεκριμένη τέχνη –για την ακρίβεια η συζήτηση γινόταν στο περιθώριο ενός σεμιναρίου αϊκίντο κοντά στο Μόναχο, στο σπίτι ενός κοινού φίλου που ασκείται στο τζούντο. Η συζήτηση αφορούσε την προσωπικότητα του ιδρυτή του αϊκίντο, Μοριχέι Ουεσίμπα σε αντιδιαστολή με αυτή του γιου του, του δεύτερου Ντόσου, Κισομάρου και η κοπέλα δυσκολευόταν να καταλάβει γιατί τόσο εγώ όσο και οι υπόλοιποι της ομήγυρης είχαμε σε τόσο μεγάλη εκτίμηση τον Μοριχέι έναντι του Κισομάρου παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα “καλός άνθρωπος” –για τον ίδιο λόγο η ίδια προτιμούσε να αισθάνεται σαν “πνευματικό πατέρα” της τέχνης της τον τελευταίο.
Αυτό που δυσκολευόταν να καταλάβει, ήταν αυτό που υποστηρίζαμε οι περισσότεροι, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μας ο τζουντόκα: ότι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόμαστε τόσο για το αν ο Μοριχέι ήταν ή δεν ήταν “καλός άνθρωπος” επειδή στην πραγματικότητα δε μας ενδιέφερε να γίνουμε “καλύτεροι άνθρωποι” μέσα από το μπούντο. Θέση μας (και δεν εννοώ ότι είχαμε καθίσει να το συμφωνήσουμε εκ των προτέρων: έτσι μας βγήκε) ήταν ότι αν είσαι “καλός άνθρωπος”, είσαι ανεξάρτητα από το μπούντο –ή αλλιώς ότι το μπούντο δε θα μετατρέψει δια μαγείας κάποιον “κακό άνθρωπο” σε “καλό”. Ή ακόμα πιο αλλιώς, ότι η ηθική είναι προσωπικό θέμα και δεν εξαρτάται από την ενασχόλησή του ατόμου με κάποιο αντικείμενο, ειδικά μάλιστα αν αυτό είναι μια πολεμική τέχνη που στη βάση της έχει την εκμάθηση μεθόδων βλάβης κάποιου άλλου.
Φυσικά όλα τα παραπάνω σηκώνουν πολύ μεγάλη συζήτηση: από καταβολής της φιλοσοφίας, σε Δύση και Ανατολή, οι άνθρωποι προσπαθούν να προσδιορίσουν τι σημαίνει “ηθική” και ποιες είναι οι αρχές που καθιστούν έναν άνθρωπο “καλό” ή “κακό”, απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Εξίσου δύσκολο να προσδιοριστεί είναι αν οι πολεμικές τέχνες έχουν στόχο τη βλάβη του αντιπάλου –για την ακρίβεια, αν έχουν στόχο κάτι πέρα από τη βλάβη του αντιπάλου καθώς ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι η δυνατότητα για βλάβη είναι μέρος τους (εξ ου και “πολεμικές”, “μαχητικές” ή όποια άλλη παρόμοια λέξη επιλέγει κανείς για να μεταφράσει το “μπου” του “μπούντο”). Και βεβαίως αρκετά δύσκολο είναι επίσης να χαρακτηρίσει κανείς “καλό” ή “κακό” έναν άνθρωπο που δεν έχει γνωρίσει (όπως εν προκειμένω τον Μοριχέι Ουεσίμπα) και που έζησε σε μια πολύ μακρινή εποχή, σε μια πολύ μακρινή χώρα και μέσα σε πολύ μακρινές συνθήκες.
Με δεδομένους όλους τους παραπάνω περιορισμούς ωστόσο, το βασικό επιχείρημα παραμένει: μια τέχνη, πολεμική ή άλλη, είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα, ένα σύνολο πράξεων που ένας άνθρωπος επιλέγει να κάνει –ακόμα και αν οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από κάποιες ορισμένες ηθικές αρχές, οι αρχές αυτές ελάχιστα επηρεάζουν την ενασχόληση και, ακόμα και αν την επηρεάζουν, δεν υπάρχει πρακτικός τρόπος να μπορέσουν να επιβληθούν στον εμπλεκόμενο (και εδώ που τα λέμε, οι περισσότεροι θα είχαμε σοβαρές αντιρρήσεις σε κάτι τέτοιο ακόμα και αν υπήρχε η δυνατότητα.) Ακόμα και αν είχαμε την ξεκάθαρη “εντολή” του Μοριχέι Ουεσίμπα ότι στόχος του αϊκίντο είναι η βελτιστοποίηση του ατόμου (οι απόψεις εξακολουθούν να διίστανται για το αν υπήρξε τέτοια “εντολή” κυρίως λόγω της ασάφειας που συνοδεύει όχι μόνο τα λεγόμενα του ιδρυτή όσο και της ίδιας της ιαπωνικής γλώσσας), κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι όλοι οι ασκούμενοι την ακολουθούν: το πλήθος των δασκάλων του αϊκίντο που δεν είναι “καλοί άνθρωποι” είναι αρκετό για να μας πείσει γι αυτό.
Και το πρόβλημα δεν είναι, προφανώς, ενδημικό στο αϊκίντο. Δεν είναι καν ενδημικό στις πολεμικές τέχνες: επιστήμονες, ιερείς, αξιωματικοί, πολιτικοί που πρόκειται να κυβερνήσουν –όλοι δίνουν κάποιον όρκο στην αρχή της σταδιοδρομίας τους επικαλούμενοι, κατά περίπτωση, το θεό ή το λόγο της τιμής τους και υπόσχονται ότι η ζωή τους στο εξής, εντός (και, αναπόφευκτα, εκτός) της σταδιοδρομίας αυτής θα διέπεται από μια σειρά από ηθικές αρχές. Πόσοι το κάνουν; Πόσοι το κάνουν πλημμελώς; Και πόσοι κάνουν το ακριβώς αντίθετο; Κανένας τομέας ενασχόλησης δεν μπορεί να επιβάλλει τις ηθικές του αρχές στα άτομα που τον ακολουθούν: στην καλύτερη περίπτωση, οι αρχές αυτές μπορεί να λειτουργήσουν ως υπενθύμιση (ειδικά αν επαναλαμβάνονται τακτικά) όμως από εκεί και πέρα, όλα εναπόκεινται στη συνείδηση του ίδιου του ατόμου.
Αυτό το τελευταίο είναι ο λόγος που προσπαθώ να αποφεύγω τον χαρακτηρισμό “φλυαρία” για όλη τη συζήτηση περί ηθικής και ήθους στις πολεμικές τέχνες –ή στον βουδισμό καθώς το θέμα ανακύπτει πολύ συχνά και εκεί (όποιος παρακολουθεί έστω και περιστασιακά την παγκόσμια βουδιστική... σκηνή θα έχει προσέξει τα διάφορα “σκάνδαλα” που αποκαλύπτονται αρκετά συχνά και που αφορούν ερωτικές σχέσεις μεταξύ δασκάλων και μαθητών). Ναι, δεν περιμένω από τις πολεμικές τέχνες (ή από τον βουδισμό Ζεν) να κάνουν εμένα ή οποιονδήποτε άλλον ασκούμενο “καλύτερο άνθρωπο” όμως χαίρομαι που στην εξάσκησή μου σ' αυτά η ηθική είναι παρούσα, έστω και σαν υπενθύμιση. Τόσο ο Μοριχέι Ουεσίμπα όσο και ο Γκούντο Νισιτζίμα, ο δάσκαλος του Ζεν με τη γενεαλογία του οποίου εμπλέκομαι, είχαν πει σε διαφορετικές στιγμές ότι αυτό που τους διαφοροποιεί δεν είναι ότι δε σφάλλουν αλλά μάλλον ότι συνειδητοποιούν το σφάλμα τους (και επανορθώνουν) πιο γρήγορα από ό,τι οι άλλοι άνθρωποι. Ίσως η φίλη από τη Φινλανδία θα έπρεπε να θέσει το θέμα της ηθικής σ' αυτό το πλαίσιο: νομίζω ότι είναι πολύ πιο ρεαλιστικό.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης