Πρέπει να το έχω ακούσει περισσότερες από 100 φορές από περισσότερους από 100 εμπλεκόμενους με τις πολεμικές τέχνες: «Σιχαίνομαι την πολιτική» λένε ομόφωνα μαθητές και δάσκαλοι αναφερόμενοι στις διαστάσεις της ενασχόλησης με την τέχνη τους που σχετίζονται με τα οργανωτικά θέματα, τις σχέσεις μεταξύ σχολών και οργανώσεων, τοπικών και διεθνών, τις ισορροπίες που (χρειάζεται να) τηρούνται μεταξύ προσώπων και φορέων, τις εξαρτήσεις από οικονομικά ζητήματα ή θέματα εξουσίας και τη διαχείριση μικρών και μεγάλων κρίσεων. «Ήρθαμε εδώ για να μάθουμε μια τέχνη και βρισκόμαστε να ασχολούμαστε με εντελώς άσχετα ζητήματα», συνεχίζουν και όλοι οι παρευρισκόμενοι γνέφουν καταφατικά καθώς και οι ίδιοι έχουν πει το ίδιο πράγμα σε κάποιο άλλο περιβάλλον.
Όλα αυτά θα ήταν πολύ ωραία αν δε σκόνταφταν σε ένα πολύ βασικό εμπόδιο: ότι ο άνθρωπος είναι αγελαίο και πολιτικό ζώο (αμφιβάλλω αν υπάρχει πιο γνωστό απόφθεγμα σε όλον τον Αριστοτέλη) και άρα η ενασχόληση με άλλα πράγματα πέραν της ίδιας της τέχνης είναι αναπόφευκτη. Ειδικά μάλιστα αν σκεφτεί κανείς ότι οι τέχνες της Άπω Ανατολής (και όχι μόνο οι πολεμικές) είναι, ουσιαστικά, παραδόσεις –συνεπώς επιβάλλουν στον ασκούμενο, πέρα από το να τελειοποιήσει τον εαυτό του σ’ αυτές, να τις διδάξει και σε άλλους- η εμπλοκή με άλλους ανθρώπους είναι αναπόφευκτη. Και όπου υπάρχουν περισσότεροι από ένας άνθρωποι, αυτό που λέμε «πολιτική» έρχεται εξ ορισμού –με όλα του τα καλά και τα κακά.
Ένας από τους πιο αποτυχημένους δασκάλους που έχω γνωρίσει, απέτυχε (κυρίως) επειδή δεν ήταν/είναι καλός πολιτικός –αντίθετα, ένας από τους πιο πετυχημένους, πέτυχε (κυρίως) επειδή ήταν/είναι. Αν και αμφότεροι έχουν φτάσει αρκετά ψηλά στην ιεραρχία της τέχνης τους, κανείς από τους δύο δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «πηγαίο ταλέντο»: οι ικανότητές τους στην τέχνη τους οφείλονται κατά κύριο λόγο στη διαρκή εξάσκηση (και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει κανείς) όμως η επιτυχία ή η αποτυχία τους (και εδώ με τη λέξη «επιτυχία» και «αποτυχία» εννοώ τη δυνατότητά τους να εξαπλώσουν την τέχνη τους πέρα από τα στενά όρια της σχολής τους) οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό που αποκαλούμε «πολιτική» και στην ικανότητα του ενός και του άλλου να την εξασκούν.
Συμφωνώ με την κατάσταση αυτή; Κάθετα ναι! «Πολιτική» σημαίνει «διαχείριση σχέσεων», είτε οι σχέσεις αυτές είναι ομαλές, είτε όχι –στο μέτρο μάλιστα που το βασικό αντικείμενο των πολεμικών τεχνών είναι η διαχείριση και επίλυση κρίσεων, δεν είναι υπερβολικό να πει κανείς ότι ένας ικανός πολεμικοτεχνίτης όχι απλώς χρειάζεται να είναι και ικανός «πολιτικός» αλλά οφείλει να είναι! Αν κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια σχέση που εξελίσσεται στο ασφαλές περιβάλλον π.χ. μιας συνέλευσης ενός συλλόγου ή μιας ομοσπονδίας και αν δεν μπορεί να σχεδιάσει το μέλλον (το δικό του ή της σχολής του) μέσα στο θεσμικό ή το νομικό πλαίσιο της χώρας στην οποία ζει, γιατί να θεωρούμε ότι μπορεί να διαχειριστεί μια συμπλοκή; Εκτός αν θεωρούμε ότι η συμπλοκή είναι καθαρά θέμα γρήγορων ή δυνατών χεριών ή κοφτερών ξιφών.
«Πολιτική» σημαίνει ακόμα «στρατηγική» και όσοι έχουν ασχοληθεί έστω και λίγο με τις ιαπωνικές (τουλάχιστον) πολεμικές τέχνες ξέρουν ότι σε πολλές από τις κλασικές σχολές, η λέξη φιγουράρει ακόμα και στην ονομασία τους: πρόκειται για τη λέξη «χέιχο»/兵法 την οποία χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον εαυτό της, μεταξύ άλλων, η πιο γνωστή σχολή ιαπωνικής ξιφομαχίας, η Γιάγκιου Σινκάγκε-ρίου. Σίγουρα οι σχέσεις μεταξύ δασκάλων και μαθητών ή δασκάλων και άλλων δασκάλων ή μεταξύ παραγόντων των διαφόρων τεχνών δε διέπονται από τους σκληρούς όρους μιας πραγματικής συμπλοκής όμως θα ήταν επιεικώς αφελές να θεωρήσει κανείς ότι δεν απαιτούν σκέψη, προγραμματισμό, προσαρμογή, υποχωρήσεις και επιμονή –όλα αυτά δηλαδή που απαιτεί η δραστηριότητα που αποκαλούμε «πολιτική».
Είτε αρέσει αυτό στους ίδιους, είτε όχι, οι δάσκαλοι των πολεμικών τεχνών είναι ηγέτες άλλων ανθρώπων –αν η λέξη «ηγέτης» ακούγεται πολύ βαριά, μπορούν να την αντικαταστήσουν με τη λέξη «μάνατζερ» όμως οι ευθύνες παραμένουν οι ίδιες και μαζί τους ίδιες παραμένουν και οι απαιτήσεις. Ένας δάσκαλος αυτιστικά κλεισμένος στο καβούκι της τέχνης του μπορεί –ίσως, και αυτό αν διαθέτει το ταλέντο και την πειθαρχία- να κατακτήσει επίπεδα που θα τον κάνουν να μείνει στην ιστορία όμως σίγουρα δε θα καταφέρει να μεταφέρει την τέχνη αυτή σε κάποιον άλλον με αποτέλεσμα τα όποια εξαιρετικά συμπεράσματά του να πεθάνουν μαζί του. Η εξισορρόπηση μεταξύ της ενασχόλησης με τον πυρήνα της τέχνης και της ενασχόλησης με τα περιφερειακά της στοιχεία είναι αυτή που εξασφαλίζει ότι η τέχνη θα συνεχίσει να υπάρχει ώστε να μπορέσουν να τη μάθουν κι άλλοι –όπως την έμαθε και ο ίδιος ο δάσκαλος.
Ειδικά το τελευταίο σημείο είναι κάτι που συχνά παραβλέπουμε (και συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου καθώς και εγώ έχω εκφραστεί αρνητικά κατά της «πολιτικής» στις πολεμικές τέχνες): οι τέχνες αυτές έφτασαν ως τις μέρες μας επειδή κάποιοι δάσκαλοι του παρελθόντος πήραν απολύτως πολιτικές αποφάσεις –να διευρύνουν τον αριθμό των μαθητών τους, να διδάξουν στο εξωτερικό, να αλλάξουν ορισμένα στοιχεία από τη διδακτέα τους ύλη ώστε να τις προσαρμόσουν στις απαιτήσεις άλλων εποχών, να κάνουν συμμαχίες με άλλους δασκάλους ή με φορείς κ.λπ. Ακόμα και αν παρακάμψει κανείς εντελώς ότι οι πολεμικές παραδόσεις είναι εγγενώς και κυριολεκτικά πολιτικές οντότητες (γιατί ο πόλεμος είναι πολιτικό θέμα), ακόμα και η μεταφορική χρήση της λέξης «πολιτική» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιβίωσή τους ως σήμερα.
Φοβάμαι ότι η απαξίωση που έχουν πολλοί για την πολιτική στις πολεμικές τέχνες πηγάζει από την ανησυχία για εκφυλισμό προς την μικροπολιτική των συμφερόντων που έχει πλήξει πολλές κοινωνίες, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης. Όμως αυτό είναι κάτι διαφορετικό: όποιος εμπλέκεται με την πολιτική αναλαμβάνει την ευθύνη να την ασκήσει με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρεί σωστό και αν το περιβάλλον στο οποίο καλείται να το κάνει δεν ανταποκρίνεται στα κριτήριά του, είναι χρέος του να το αλλάξει (άλλωστε και αυτό είναι μέρος της πολιτικής). Κανείς δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να παίξουμε ένα παιχνίδι με τους λάθος κανόνες –σε τελική ανάλυση, οι ίδιες οι πολεμικές τέχνες μας βοηθούν να διακρίνουμε τι είναι σωστό και τι λάθος οπότε το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να μεταφέρουμε τη διάκρισή αυτή και σε έναν άλλο στίβο πέρα από το τατάμι ή το παρκέ της σχολής.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης