Πολύ συχνά έχω διαβάσει σε σχόλια που γίνονται στη σελίδα του πανελλήνιου οδηγού πολεμικών τεχνών στο
facebook, να διατυπώνεται η άποψη για την άνευ σημασίας εκπαίδευση στα όπλα σε μια πολεμική τέχνη (δεν αναφέρομαι σε οποιουδήποτε είδους πυροβόλα όπλα) και αυτό διότι σήμερα, κανείς δεν κυκλοφορεί ένοπλος και επομένως η εκπαίδευση στη χρήση τους είναι άστοχη, μάταιη και παρωχημένη. Με μεγάλη μου λύπη, ανακαλύπτω ότι τέτοιου είδους σχόλια γίνονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία, από ενασκούμενους σε μαχητικά αθλήματα που δεν εμπεριέχουν στην διδακτέα ύλη τους την εκμάθηση χρήσης όπλων και ουδέποτε έχουν κάνει κάποια ένοπλη εκπαίδευση. Δυστυχώς, η αγωνία των ενασκούμενων με τις πολεμικές τέχνες-παντός είδους και κατηγορίας-είναι μονίμως καθηλωμένη σε έναν αγώνα για την τεκμηρίωση της ανωτερότητας της τέχνης που εκπροσωπούν, μια τεκμηρίωση άνευ ουσίας και σημασίας, τελικά. Γιατί όμως, η εκπαίδευση στα όπλα είναι μάλλον απαραίτητη στον σημερινό ενασκούμενο, παρότι ζει σε ειρηνικούς καιρούς και το πιθανότερο είναι να μην τα χρειαστεί ποτέ για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τα οικεία του πρόσωπα;
Η ένοπλη εξάσκηση γυμνάζει και δυναμώνει σε διαφορετικό βαθμό και επίπεδο το σώμα και το νου, σε αντιδιαστολή με την άοπλη. Βοηθά τον ασκούμενο να διοχετεύει τη δύναμη και την ενέργεια στα άκρα του, τα δυναμώνει ιδιαίτερα, θεμελιώνει τη βάση του, εξελίσσει σε ένα άλλο επίπεδο το χρονισμό και την εκτίμηση της απόστασης από τον αντίπαλο. Το πιο σημαντικό ίσως, βάζει σε μια διαδικασία τον ένοπλο, να συνειδητοποιήσει την ευθύνη του να απειλεί και ίσως να αφαιρέσει κανείς μια ζωή, αλλά και την πιθανότητα να χάσει τη δική του. Αυτή η αίσθηση που δημιουργεί η ένοπλη εξάσκηση και που δεν αναπτύσσεται σε τόσο έντονο βαθμό στην άοπλη μάχη, καλλιεργεί το πνεύμα του ασκούμενου και του προσδίδει οξύτητα, αλλά και ηρεμία ταυτόχρονα, εγρήγορση αλλά και σύνεση. Σημειώστε, πως όλη η κινησιολογία της ένοπλης εκπαίδευσης είναι δομημένη στις βασικές αρχές της άοπλης εκπαίδευσης, δεν υπάρχουν ουσιαστικά διαφορετικές τεχνικές, απλά πιο μεγάλες ίσως κινήσεις και τρόποι κίνησης/μετακίνησης και αυτό δεν είναι τυχαίο. Για όλους τους παραπάνω λογούς, εύλογα κανείς μπορεί να αντιληφθεί, γιατί η ένοπλη εκπαίδευση γίνεται σε προχωρημένους ενασκούμενους που γνωρίζουν καλά τις βασικές αρχές και τεχνικές της πολεμικής τέχνης τους, γνωρίζουν καλά την βασική τεχνική, αλλά ταυτόχρονα έχουν και την πνευματική ωριμότητα για μια τέτοια εκπαίδευση.
Όσον αφορά το κομμάτι της αυτοάμυνας, οι αρετές που αποκομίζει κανείς κάνοντας ένοπλη εκπαίδευση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμούνται. Ένας εκπαιδευόμενος σε τεχνικές ρίψεις ή στην τοξοβολία, για παράδειγμα, μπορεί πολύ εύκολα να χρησιμοποιήσει ένα μικροαντικείμενο καθημερινής χρήσης για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως και ένας ασκούμενος σε ξύλινα όπλα, ένα αντικείμενο καθημερινής χρήσης που θα βρει μπροστά του, προκειμένου να προστατευτεί και σίγουρα το πλεονέκτημα που θα έχει απέναντι σε έναν άοπλο επιτιθέμενο θα είναι μεγαλύτερο. Υπάρχουν πολλά καταγεγραμμένα επεισόδια που επιβεβαιώνουν όσα γράφω. Ένας φίλος δάσκαλος, μου είχε πει κάποτε πως στο στρατό, ένας αθλητής τοξοβολίας διακρινόταν τόσο εύκολα σε όλες τις ασκήσεις πυροβόλων όπλων και σκοποβολής, χωρίς να έχει πιάσει ποτέ του πιστόλι, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους εκπαιδευόμενους στρατιώτες. Η προσωπική μου εμπειρία είναι, πως όταν άρχισα να εξασκούμαι στη χρήση όπλων, σύντομα άλλαξε και η οπτική μου σχετικά με την αληθινή συμπλοκή. Έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να εντοπίζει αστραπιαία και ενστικτωδώς σε ένα χώρο, ένα ξύλο, μια καρέκλα, ένα αντικείμενο που θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο σε περίπτωση που ερχόμουν στην ανάγκη να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και ομολογώ πως θα το χρησιμοποιούσα άμεσα, επιλέγοντας να προστατέψω τον εαυτό μου με αυτό, παρά άοπλη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω, πως κάποιες σύγχρονες μαχητικές τέχνες που δεν περιλαμβάνουν καθόλου το ένοπλο μέρος στην ύλη τους, δεν σημαίνει πως υπολείπονται σε σημαντικότητα από τις άλλες. Αυτό που οφείλει να σκεφθεί ο καθένας, είναι πως κάθε πολεμική τέχνη έχει τη φιλοσοφία της, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της, οι οποίες είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την κουλτούρα, το σωματότυπο και την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων που την δημιούργησαν και εξέλιξαν. Επομένως, είναι σημαντικό να διαλογίζεται κανείς, πάνω στο τι αποζητά από μια πολεμική τέχνη που εξασκεί, για να μπορεί να επιλέξει την αντιπροσωπευτικότερη για τον ίδιο. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι στις εκπτώσεις και παρεμβάσεις που μπορεί να γίνονται στη φιλοσοφία και τις βασικές αρχές μιας πολεμικής τέχνης προς χάριν της εμπορευματοποίησης. Από την άλλη, ίσως αυτή η εμπορευματοποίηση να την κρατάει ζωντανή. Το δίλημμα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, θα παραμένει πάντα μεγάλο.
Σοφία Ξυγαλά