Πολλές και διάφορες αντιδράσεις εισέπραξα μετά τη δημοσίευση τον περασμένο μήνα του κειμένου «
Το τατάμι είναι πάντα πιο πράσινο στο Τόκιο» στο οποίο υποστήριζα ότι οι έλληνες ασκούμενοι στο αϊκίντο (και πιθανότατα και σε άλλες πολεμικές τέχνες) δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους ασκούμενους στην Ιαπωνία∙ ίσως όχι απροσδόκητα, οι περισσότερες ήταν του τύπου «Καλά τα ‘λεγα εγώ: η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο» ή «Μπράβο! Επιτέλους κάποιος που δε μας σκοτίζει σχετικά με το πόσο καλύτερη είναι η Ιαπωνία» κ.λπ.
Η ένταση με την οποία εκφράστηκαν τέτοιου είδους σχόλια από κάποιους αλλά και ο φόβος μου μήπως παρεξηγηθώ, κάτι που συμβαίνει πιο συχνά από όσο θα ήθελα –μάλλον πρέπει να επανεξετάσω τα εκφραστικά μου μέσα- με οδήγησαν να γράψω ένα «δεύτερο μέρος» προκειμένου να επισημάνω τι έχουν να ζηλέψουν όσοι δεν έχουν επισκεφθεί την Ιαπωνία και δεν έχουν ασκηθεί εδώ. Στους τρεις βασικότερους λόγους (ευκολία πρόσβασης σε υψηλόβαθμους δασκάλους, άσκηση σε ένα περιβάλλον όπου οι συνασκούμενοι είναι επίσης υψηλόβαθμοι, ευκολία επικοινωνίας εντός και εκτός ντότζο) αναφέρθηκα ήδη στο προηγούμενο κείμενο όμως μάλλον η συγκεκριμένη παράγραφος διέλαθε της προσοχής των αναγνωστών μου οπότε ας μου επιτραπεί να επεκταθώ λίγο περισσότερο.
Οι πολεμικές τέχνες είναι μέρος της κουλτούρας της Ιαπωνίας –αυτό είναι προφανές όμως πολύς κόσμος δε συνειδητοποιεί ακριβώς τη διείσδυση στην οποία μεταφράζεται αυτό. Αντίθετα με τις δυτικές χώρες, είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κανείς σε οποιοδήποτε περιβάλλον στην Ιαπωνία και να μην πέσει κοντά σε τουλάχιστον έναν άνθρωπο που να έχει κάνει κάποια πολεμική τέχνη ή μαχητικό άθλημα με συνηθέστερους υποψήφιους το τζούντο, το κέντο και το κιούντο∙ με δεδομένους δε τους τρόπους με τους οποίους πραγματώνεται ακόμα και η πολύ ερασιτεχνική ενασχόληση με κάτι στην ιαπωνική κοινωνία, το πιθανότερο είναι ότι το άτομο αυτό θα είναι τουλάχιστον πρώτο νταν ενώ τα δεύτερα και τα τρία είναι πολύ λιγότερο σπάνια από όσο θα περίμενε κανείς. Και προσοχή: αναφέρομαι εδώ σε ανθρώπους που απλώς ασχολήθηκαν κάποτε και στη συνέχεια εγκατέλειψαν για διάφορους λόγους –όχι σ’ αυτούς που ασχολούνται ακόμα.
Πέραν αυτού, τα ιστορικά δράματα (με τη μορφή σοβαρών παραγωγών στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο NHK, ή παραγωγών Β’ διαλογής στα ιδιωτικά κανάλια, ή διαφόρων έργων από το ρεπερτόριο του κλασσικού θεάτρου Καμπούκι, ή μάνγκα/άνιμε ή λογοτεχνικών έργων) καλύπτουν κατά μέσο όρο το 30% της ετήσιας παραγωγής (προσωπική εκτίμηση). Αυτό σημαίνει ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Ιάπωνες έχουν δει όπλα, ενδυμασίες, συμπεριφορά και κινησιολογία πολεμικών τεχνών και όλοι ανεξαιρέτως μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει «κάνω αϊκίντο» και πώς αυτό διαφέρει από το «κάνω καράτε» ή το «κάνω κέντο». Λιγότερο γνωστές είναι οι κλασσικές σχολές (κορίου) αλλά με δεδομένο ότι πολλοί Ιάπωνες γνωρίζουν την ύπαρξη αντίστοιχων παραδόσεων στο Καμπούκι, την τέχνη της σύνθεσης με λουλούδια (κάντο/ικεμπάνα), την τέχνη του τσαγιού (σάντο), την καλλιγραφία (σόντο) κ.λπ. μπαίνουν αμέσως στο νόημα όταν τους εξηγήσει κανείς τα απολύτως αναγκαία.
Στη συνέχεια έρχεται το θέμα της γλώσσας: όλη η ορολογία των τεχνών είναι στη γλώσσα τους –αυτό σημαίνει ότι ακόμα και ένας απολύτως αρχάριος θα καταλάβει τους όρους της τέχνης από την πρώτη φορά που θα τους ακούσει χωρίς να χρειαστεί να τους μεταφράσει, τουλάχιστον γλωσσολογικά (θα χρειαστεί να τους «μεταφράσει» εννοιολογικά όμως αυτό ισχύει σε κάθε ενασχόληση με ένα νέο αντικείμενο και με την ορολογία του). Και ακόμα μετά έρχεται το θέμα της εθιμοτυπίας: η εθιμοτυπία των πολεμικών τεχνών είναι μια πιο αυστηρή (συνήθως) εκδοχή της εθιμοτυπίας που είναι ενσωματωμένη στην καθημερνή ιαπωνική συμπεριφορά (και γλώσσα), πράγμα που σημαίνει ότι αντίθετα από εμάς, ο Ιάπωνας δεν κάνει υποκλίσεις μόνο στο ντότζο –κάνει όλη την ημέρα. Και δε λέει «ονεγάι-σιμάσου» κάθε φορά που ξεκινάει μια προπόνηση –το λέει και όταν ζητάει μια εφημερίδα από το περίπτερο.
Τελευταίο έρχεται το θέμα των εκπαιδευτών: μην έχοντας τους, πραγματικούς ή φαντασιακούς, περιορισμούς που υπάρχουν (ακόμα) στη Δύση ως προς τη βαθμολογική απόσταση μεταξύ δασκάλου και προχωρημένων μαθητών ή τις δυσκολίες στη διεξαγωγή εξετάσεων, οι ασκούμενοι στην Ιαπωνία συνήθως ξεκινούν να διδάσκουν στο επίπεδο του πέμπτου νταν∙ στατιστικά μιλώντας, αυτό σημαίνει ότι αν κανείς ξεκινήσει να ασκείται σε κάποιο καθιερωμένο ντότζο, το πιθανότερο είναι ότι ο δάσκαλός του θα είναι κάπου μεταξύ έκτου και έβδομου νταν και ότι θα υπάρχουν αρκετοί συνασκούμενοι στα επίπεδα από το τρίτο ως το πέμπτο. Και νομίζω όσοι έχουν ασκηθεί έστω και ελάχιστα γνωρίζουν καλά, τι σημαίνει αυτό για το «μικρό-μάθημα» που γίνεται από τον σεμπάι στον κοχάι στο περιθώριο του κανονικού μαθήματος.
Όταν συντρέχουν όλοι οι παραπάνω παράγοντες (και μερικοί ακόμα όπως η μανία των Ιαπώνων για κάθε είδους σπορ, η μεγάλη δύναμη που έχει η τοπική αυτοδιοίκηση, η οικονομική ευρωστία της χώρας, η τεράστια σημασία των συλλογικών δράσεων κ.α.) ο συνδυασμός τους θα προκαλέσει ακόμα περισσότερους: αίθουσες με παρκέ (για τέχνες που δεν έχουν πτώσεις) και με τατάμι (για τέχνες που έχουν) υπάρχουν σε όλα τα σχολεία, τα δημόσια και ιδιωτικά γυμναστήρια και σε πολλές εταιρείες και δημόσιες υπηρεσίες και τα προγράμματα για την ενοικίασή τους είναι πολύ ευέλικτα επιτρέποντας πρακτικά στον καθένα να ξεκινήσει ένα ντότζο χωρίς να χρειάζεται να το αντιμετωπίσει σαν επιχείρηση∙ σε αυτό συμβάλλει βεβαίως και η κρατική/τοπική νομοθεσία που αντιλαμβάνεται τις ιδιομορφίες του αντικειμένου. Φτηνός εξοπλισμός (συχνά μεταχειρισμένος) βρίσκεται σχεδόν παντού, ειδικά βιβλία και περιοδικά αφθονούν –το ίδιο και καταστήματα τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις ειδικεύονται σε συγκεκριμένες τέχνες/αθλήματα (το κέντο και το ιάιντο είναι χαρακτηριστική περίπτωση) το ίδιο και οι πάσης φύσεως ευκαιρίες για δημόσια γεγονότα (επιδείξεις, πρωταθλήματα διαφόρων επιπέδων κ.λπ.)
Το άθροισμα όλων των παραπάνω είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρώ
απαραίτητο να έρθει κανείς να ασκηθεί στην Ιαπωνία για όσο περισσότερο χρόνο μπορεί∙ για την ακρίβεια θα έλεγα ότι θεωρώ απαραίτητο να έρχεται κανείς
τακτικά στην Ιαπωνία και να ασκείται τουλάχιστον για ένα μήνα και όποτε μπορεί να μένει και για λίγο παραπάνω. Διότι μόνο έτσι θα αντιληφθεί τι σημαίνουν οι τέχνες αυτές για τον πολιτισμό που τις γέννησε και πώς τις αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι που ζουν σήμερα στη χώρα και διαμορφώνουν τη συνέχεια του εν λόγω πολιτισμού ο οποίος εξακολουθεί να τις περιλαμβάνει, να τις μετασχηματίζει, να τις εξελίσσει και να τις εξάγει, περισσότερο ακούσια παρά εκούσια, έτσι που να φτάνουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και για να μην παρεξηγηθώ λέγοντας «αντιληφθεί» δεν εννοώ τίποτα που να έχει σχέση με βαθιά νοήματα και με απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα: εννοώ την απλή, τρέχουσα πραγματικότητα –αυτό δηλαδή που είναι η ζωή, το σύμπαν και τα πάντα.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Διαβάστε το άρθρο του Γρηγόρη Α. Μηλιαρέση
«Ντόσου –κάτι παραπάνω από ένας τίτλος»