Ανεξάρτητα από ό,τι πιστεύει κανείς για το αϊκίντο, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο όλοι συμφωνούν: πρόκειται για την ιαπωνική πολεμική τέχνη με το πλουσιότερο θεωρητικό υπόβαθρο, για την τέχνη η οποία ανταποκρίνεται πλήρως στην ιδέα που έχουν πολλοί για τη διττή διάσταση των πολεμικών τεχνών (τεχνική και φιλοσοφία). Και παρότι πρόκειται για μια πολύ νέα, για τα δεδομένα της ιαπωνικής παράδοσης, πολεμική τέχνη (ο ιδρυτής της πέθανε μόλις το 1969 και αρκετοί μαθητές του ζουν ακόμα), οι συζητήσεις γύρω από το «φιλοσοφικό» της πλαίσιο φέρνουν στον νου ακαδημαϊκές συζητήσεις που συνήθως ταιριάζουν περισσότερο σε πράγματα του απώτερου παρελθόντος. Μ’ άλλα λόγια, παρά το νεαρό της ηλικίας του, το αϊκίντο δείχνει να παραμένει μυστηριώδες και για πολλούς ανεξήγητο.
Στη βάση αυτής της φιλολογίας γύρω από το αϊκίντο βρίσκεται ο ίδιος ο ιδρυτής του, ο Ουεσίμπα Μοριχέι (1883-1969), ένας άνθρωπος ο οποίος στη Δύση περιβάλλεται από ένα μανδύα θαυμασμού που τον ανάγει σε κάτι πιο κοντά στους ινδούς γκουρού της δεκαετίας του 1960 παρά σε έναν άνθρωπο που, βασικά, δίδασκε σε άλλους ανθρώπους πώς να στρίβουν αρθρώσεις και να ρίχνουν με δύναμη τον αντίπαλό τους στο έδαφος· ξέρω ότι η παραπάνω διατύπωση θα κάνει αρκετά φρύδια να σηκωθούν καχύποπτα και αυτό ακριβώς είναι που εννοώ λέγοντας ότι ο Ουεσίμπα έχει πάψει να είναι ένας δάσκαλος πολεμικών τεχνών και έχει μεταμορφωθεί σε έναν ημί-θρησκευτικό γκουρού.
Αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος τον Ουεσίμπα και τη ζωή του, ένα θέμα που επίσης διατηρεί αρκετές σκοτεινές πτυχές, παρόλο που εξελίχθηκε στο πολύ πρόσφατο παρελθόν (ο Ουεσίμπα ήταν δραστήριος από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960), θα ήθελα στο άρθρο αυτό και στο δεύτερό του μέρος που θα ακολουθήσει σε μερικές εβδομάδες, να σταθώ στο ίδιο του το δημιούργημα, το αϊκίντο και πιο συγκεκριμένα στη θεωρητική του βάση, την έννοια που είθισται να αποκαλείται «αϊκί». Και αυτό, επειδή πιστεύω ότι η κατανόηση της συγκεκριμένης έννοιας μπορεί να μας οδηγήσει καλύτερα στην επιλογή της ονομασίας εκ μέρους του Μοριχέι και, ενδεχομένως, στο ξεμπέρδεμα του θεωρητικού κουβαριού που φαίνεται να υπάρχει κάτω από κάθε συζήτηση περί του αϊκίντο. Αν δε, μια τέτοια (σαφώς ερασιτεχνική) γλωσσολογική ανάλυση φανεί σε κάποιους υπερβολικά θεωρητική, θα αμυνθώ λέγοντας αφενός ότι ούτως ή άλλως πρόκειται για μια θεωρητική συζήτηση και αφετέρου ότι από τη στιγμή που αναφερόμαστε στο προϊόν ενός άλλου πολιτισμού, θα πρέπει να κινηθούμε εντός του πλαισίου που αυτός θέτει –και η γλώσσα είναι το πιο σαφές στοιχείο του πλαισίου οποιουδήποτε πολιτισμού.
Είναι, τελικά, τόσο σημαντική η ονομασία που έδωσε ο Μοριχέι στην τέχνη του; Φαίνεται πως ναι! Παρόλο που κανονικά η ονομασία της τέχνης στην οποία ασκείται κανείς θα μπορούσε να είναι κάτι εντελώς αδιάφορο (π.χ. «κέντο» σημαίνει απλώς «τεχνοτροπία του ξίφους» και «τζόντο», «τεχνοτροπία του ραβδιού» –αφήνω σκόπιμα κατά μέρος την ευρύτερη συζήτηση του τι σημαίνει «ντο», καθώς μπορεί να αποτελέσει θέμα για μελλοντικό άρθρο), στην περίπτωση του αϊκίντο, η ονομασία της τέχνης αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία έλξης, τόσο θετικών όσο και αρνητικών εντυπώσεων· προφανώς επειδή η συνηθέστερη απόδοσή της είναι «ο δρόμος της αρμονίας».
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την απόδοση αυτή: η λέξη «αϊκίντο» γράφεται στα ιαπωνικά με τη χρήση τριών ιδεογραμμάτων, των «合», «気» και «道». Όπως είπα παραπάνω, θα αφήσουμε το «道» εκτός συζήτησης (άλλωστε όλοι όσοι ασχολούνται με τις πολεμικές τέχνες έχουν μια ιδέα περί του τι σημαίνει) και ας μείνουμε στα «合» και «気» τα οποία είναι και αυτά που συνήθως αποδίδονται στα ελληνικά (και σε όσες γλώσσες σχετίζονται μ’ αυτά) με την έννοια «αρμονία». Για να μπορέσουμε όμως να αντιληφθούμε καλύτερα τι σημαίνει στα ιαπωνικά η έννοια «合気» θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη σημασία καθενός από τα δύο ιδεογράμματα. Αν και κάπως πρωθύστερα, δε, θα ξεκινήσουμε από το «気» αφενός επειδή είναι μια λέξη πανταχού παρούσα στην ιαπωνική γλώσσα και αφετέρου επειδή η συνηθέστερή της απόδοση, είναι αυτή που δημιουργεί τα περισσότερα προβλήματα!
Όλοι όσοι ασχολούνται με την Άπω Ανατολή (και εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στην Ιαπωνία), γνωρίζουν το ιδεόγραμμα «気» («κι/ki» στα ιαπωνικά και «τσι/qi» στα κινέζικα). Και όλοι γνωρίζουν ότι σημαίνει «ενέργεια»· αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που εμφανίζεται στην ονομασία μεθόδων όπως οι ασκήσεις ανάπτυξης εσωτερικής δύναμης τσι κουνγκ (氣功), η θεραπευτική μέθοδος ρέικι (霊気), ή το μασάζ κιάτσου (気圧). Όμως από εδώ το πράγμα αρχίζει να γίνεται προβληματικό ακόμα και πριν φτάσει κανείς στις γλώσσες της Άπω Ανατολής: η λέξη «ενέργεια» είναι ανεπαρκής από μόνη της και πάντα συνοδεύεται από κάποιο επίθετο που την προσδιορίζει –αναφερόμαστε σε «ηλεκτρική ενέργεια», «μαγνητική ενέργεια» ή «ατομική ενέργεια» ώστε να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τι εννοούμε καθώς η βασική της ερμηνεία όπως απαντά στα λεξικά (η ιδιότητα ενός υλικού σώματος να παράγει έργο) είναι πολύ ασαφής.
Συνεπώς, και μόνο η απόδοση του «κι» ως κάποια «ενέργεια» (αγνώστων λοιπών στοιχείων), είναι προβληματική. Ακόμα, ωστόσο και αν καταφύγουμε στο να προσδιορίσουμε το «κι» ως «ζωογόνο ενέργεια» όπως κάνουν πολλοί, ειδικά στο πλαίσιο των πολεμικών τεχνών και της παραδοσιακής κινεζικής ιατρικής, το πρόβλημα δε λύνεται καθώς στην ιαπωνική γλώσσα η λέξη «κι» εμφανίζεται ως συνθετικό σε πλείστες όσες λέξεις που ουδεμία σχέση έχουν με «ζωογόνο ενέργεια». Ένα από τα πιο χρήσιμα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει για την ιαπωνική γλώσσα, το «Communicating With Ki» της Kodansha International (Τόκιο, 1994) περιέχει περί τις 250 τέτοιες λέξεις που ποικίλλουν από το «τένκι» (天気) που σημαίνει «καιρός» (π.χ. «ο καιρός σήμερα είναι καλός») και το «σίκε» (湿気) που σημαίνει υγρασία (το «気» εκτός από «κι» διαβάζεται και «κε»), ως το «ιρόκε» (色気) που σημαίνει, περίπου «σεξ απίλ», το «ουάκι» (浮気) που σημαίνει «συζυγική απιστία», το δίδυμο «γκένκι» και «μπιόκι» (元気 και 病気) που σημαίνουν «υγιής» και «άρρωστος» αντίστοιχα και το «κιμότσι» (気持ち) που σημαίνει «συναίσθημα» ή «αίσθηση» –«κιμότσι ίι» (気持ちいい) σημαίνει π.χ. την αίσθηση που έχει κανείς όταν κάθεται στη δροσιά μια πολύ ζεστή μέρα ενώ το αντίθετο, «κιμότσι ουαρούι» (気持ち悪い) σημαίνει π.χ. την αίσθηση που έχει κανείς όταν την ίδια πολύ ζεστή μέρα σταθεί δίπλα του στο λεωφορείο κάποιος που δεν έχει κάνει μπάνιο!
Δικαιολογούν τα παραπάνω την ερμηνεία του «κι» ως «ζωογόνος ενέργεια»; Μόνο αν τα τραβήξουμε απ’ τα μαλλιά και αρχίσουμε να αναφερόμαστε π.χ. στον καιρό ως «το κι του ουρανού» (τεν/天 σημαίνει ουρανός αλλά όχι όπως αναφέρεται σ’ αυτόν η αστρονομία αλλά μάλλον όπως αναφέρεται σ’ αυτόν η θρησκεία) και στον άρρωστο ως «αυτόν που έχει άρρωστη ενέργεια» (το 病 σημαίνει «αρρώστια») ακόμα και αν απλώς έχει σπάσει το μικρό δάχτυλο του αριστερού του ποδιού. Στο πλαίσιο των πολεμικών τεχνών, ωστόσο, η απάντηση στο τι σημαίνει «κι» είναι τελικά πιο απλή, αρκεί κανείς να είναι διατεθειμένος να απεμπλακεί από τις διάφορες φαντασιώσεις: «κι» σημαίνει απλώς, «πρόθεση» ή «διάθεση»· οι ερμηνείες αυτές είναι από τις συνηθέστερες που δίνουν τα ιαπωνικά λεξικά για την έννοια «κι» και ο λόγος που οι περισσότεροι προτιμούν τις πιο μυστικοπαθείς (οι οποίες υπάρχουν επίσης στα ίδια λεξικά) είναι λόγω της δικής τους προδιάθεσης και όχι επειδή η λέξη σημαίνει αυτό.
Σίγουρα κάποιοι θα επισημάνουν ότι επιλέγω αυτή την ερμηνεία για να υποστηρίξω τη θέση μου –και θα έχουν δίκιο. Ο λόγος που προτιμώ την ερμηνεία αυτή είναι τόσο επειδή οι περισσότερες από τις αποχρώσεις του «κι» στην ιαπωνική γλώσσα της ταιριάζουν καλύτερα και, κυρίως, επειδή όταν αναφερόμαστε στις πολεμικές τέχνες ενός λαού που χαρακτηρίζεται από την εμμονή του στην πρακτική διάσταση των πραγμάτων (όπως είναι οι ιάπωνες), μια τέτοια ερμηνεία βγάζει περισσότερο νόημα. Ας κρατήσουμε λοιπόν ότι στο πλαίσιο μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε ο Ουεσίμπα Μοριχέι, «κι» σήμαινε βασικά την πρόθεση κάποιου να δράσει με τον Χ ή τον Ψ τρόπο και τη διάθεσή του να ακολουθήσει την πρόθεσή του αυτή και ας επανέλθουμε την επόμενη φορά με το επίσης, αν και όχι εξίσου, παρεξηγημένο «άι».
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης