Η περίπτωση του κουνγκ φου Χανγκ Γκαρ είναι ενδιαφέρουσα, ακόμα και για έναν σκληροπυρηνικό «ιαπωνόφιλο» όπως ο γράφων. Και αυτό, επειδή το συγκεκριμένο στιλ κατάφερε να γίνει διάσημο σε όλον τον κόσμο, χωρίς την εξωτερική βοήθεια της βιομηχανίας ψυχαγωγίας (όπως π.χ. το Ουΐνγκ Τσουν), χωρίς την υποστήριξη του κινεζικού κράτους (όπως π.χ. το σύγχρονο Γουσού) και χωρίς να ξεστρατίσει από τον μαχητικό του χαρακτήρα (όπως π.χ. το τάι τσι τσουάν). Μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για μια από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που ένα κλασσικό σύστημα αυτοάμυνας για πολίτες, καταφέρνει να ξεπεράσει τα σύνορα της περιοχής που το γέννησε, να επιζήσει επί σχεδόν 250 χρόνια και να φτάσει να διδάσκεται ακόμα και σε χώρες με ελάχιστη επαφή με την Κίνα.
Έγραψα παραπάνω ότι η ειδικότητά μου είναι οι ιαπωνικές πολεμικές τέχνες –και δε θα μπορούσα να δηλώσω οτιδήποτε άλλο, καθώς υπάρχει σωρεία κειμένων μου σε περιοδικά και βιβλία που κάνουν ξεκάθαρη τη σχέση μου με την Ιαπωνία και τις μαχητικές της παραδόσεις. Ωστόσο, μετά από δυόμισι δεκαετίες ενασχόλησης με τον χώρο, μετά το (αναπόφευκτο) διάβασμα που συνοδεύει τη δουλειά του μεταφραστή βιβλίων (αλλά και του διευθυντή σύνταξης της ελληνικής έκδοσης του «Journal of Asian Martial Arts», ενός περιοδικού με σαφή κινεζικό προσανατολισμό) και όντας σε μια διαρκή αναζήτηση των τρόπων που οι κάτοικοι της Άπω Ανατολής επινόησαν προκειμένου να δώσουν απαντήσεις στο ερώτημα «πώς μπορώ να αμυνθώ με τον αποτελεσματικότερο τρόπο», θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν υπάρχουν πλέον κάποιες περιπτώσεις εκτός Ιαπωνίας που μου κινούν το ενδιαφέρον. Και το Χανγκ Γκαρ είναι μια από τις περιπτώσεις αυτές.
Το ενδιαφέρον μου φαίνεται ότι συμμερίζονται εκατοντάδες χιλιάδες ασκούμενοι σε όλον τον κόσμο που καθημερινά προσπαθούν να βελτιωθούν στις τεχνικές, ένοπλες και άοπλες του συγκεκριμένου συστήματος. Καθόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για ένα στιλ που περιλαμβάνει σχεδόν ό,τι θα ήθελε κανείς από μια κινεζική πολεμική τέχνη: τη σχέση με τον ναό Σαολίν, την ενασχόληση με τα παραδοσιακά κινεζικά όπλα (ραβδιά, σπαθιά κ.α.), έναν συνδυασμό εντυπωσιακά σταθερών στάσεων (που είθισται να συνδέει κανείς περισσότερο με τα συστήματα που κατάγονται από τη βόρεια Κίνα) και πολύ δυναμικών κινήσεων (που χαρακτηρίζουν περισσότερο τα συστήματα που, όπως το Χανγκ Γκαρ προέρχονται από τις νότιες περιοχές) και, τέλος, μια γενεαλογία αρκετά συγκεκριμένη.
Άφησα το θέμα της γενεαλογίας τελευταίο γιατί, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί ένα από τα ασθενή σημεία των κινεζικών παραδόσεων, τουλάχιστον από την άποψη του μελλοντικού μαθητή. Εξαιτίας διαφόρων πολιτισμικών χαρακτηριστικών της Κίνας, αλλά και λόγω των ιστορικών (δηλαδή των πολιτικών και κοινωνικών) αναταραχών που χαρακτηρίζουν την ιστορία της στον 20ο αιώνα, είναι συχνά δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς τη γενεαλογία του συστήματος που σκέφτεται να ακολουθήσει. Η περίπτωση του Χανγκ Γκαρ δεν είναι τέτοια καθώς όλες οι γραμμές που έχω δει συμφωνούν σε μεγάλο ποσοστό, δηλαδή μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα –από εκεί και ύστερα, είναι σχετικά απλό να ιχνηλατήσει κανείς την πορεία του δασκάλου του, καθώς βασικά η τέχνη χωρίζεται σε δύο ισοδύναμες γενεαλογίες, αυτή του Λαμ Σάι Ουίνγκ/Λιν Σιρόνγκ (1860/1 – 1942/3) και αυτή του Τανγκ Φουνγκ/Ντανγκ Φονγκ (1877/9–1955).
Ίσως φανεί υπερβολή αυτή η εμμονή με τη γενεαλογία. Όμως πάντα πίστευα ότι από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με ένα παραδοσιακό σύστημα, είναι σημαντικό να γνωρίζει την ιστορία του –και απ’ ό,τι φαίνεται, την πεποίθησή μου αυτή, τη συμμερίζονται αρκετές χιλιάδες άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Και δε θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά: πέραν του ρομαντισμού που συχνά συνοδεύει την ενασχόληση με μια τέχνη που, όπως το Χανγκ Γκαρ, έλκει την καταγωγή της από έναν ναό σημαντικό τόσο για τις πολεμικές τέχνες, όσο και για τον βουδισμό Ζεν (ο θρυλικός «πατέρας» του Ζεν και 28ος πατριάρχης –«διάδοχος»- του Βούδα, ο Μποντιντάρμα ή Νταρούμα ή Τάμο φέρεται να πέρασε από εκεί και ορισμένοι μάλιστα του πιστώνουν τη δημιουργία της μαχητικής τέχνης του ναού), η εμπλοκή με μια τέτοια τέχνη ισοδυναμεί με την υιοθεσία σε μια οικογένεια. Και όλοι θέλουμε να ξέρουμε την ιστορία της οικογένειάς μας, έτσι δεν είναι;
Η ιστορία του Χανγκ Γκαρ ξεκινάει λοιπόν από τον διάσημο αυτόν ναό και συγκεκριμένα από τον δάσκαλο Τζι Σιν Σιμ Σι (ή Ζι Σαν Τσαν Σι, δηλαδή Τζι Σιν/Ζι Σαν δάσκαλο του Ζεν) ο οποίος δίδαξε την πολεμική τέχνη που γνώριζε στον Χανγκ Χέι Γκουν (1745–1825) –από το όνομα αυτού, προέρχεται και το πρώτο μέρος της ονομασίας της τέχνης, ενώ το δεύτερο σημαίνει «γροθιά» δηλαδή, σύστημα πυγμαχίας. Συμμαθητής του Χανγκ Χέι Γκουν υπήρξε ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο για την εξέλιξη του Χανγκ Γκαρ (κάποιοι μάλιστα θεωρούν αυτόν ως «ιδρυτή» της), ο Λουκ Α-Τσόι ο οποίος δίδαξε τον γιατρό Γουόνγκ Κέι Γινγκ (1815- 1886) πατέρα και δάσκαλο του πιο διάσημου ίσως δασκάλου του Χανγκ Γκαρ, του Γουόνγκ Φέι-Χουνγκ (1847-1924). Η δημοτικότητα του Γουόνγκ Φέι-Χουνγκ αλλά, όπως φαίνεται και οι ικανότητές του (η οργάνωση της ύλης του Χανγκ Γκαρ αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό σε αυτόν) συνέβαλλαν αποφασιστικά στη διάδοση της τέχνης εντός Κίνας.
Από τον Γουόνγκ Φέι-Χουνγκ διαχωρίζονται οι δύο μεγάλες αλλά εξίσου έγκυρες γενεαλογίες που αναφέραμε παραπάνω, αυτή του Λαμ Σάι Ουίνγκ και αυτή του Τανγκ Φουνγκ και οι περισσότεροι δάσκαλοι της σχολής σήμερα, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία διδάσκουν ανιχνεύονται σε μια από αυτές. Από όσο γνωρίζω, οι δύο γραμμές αποδέχονται η μια την άλλη και διαφέρουν ως προς την ερμηνεία της διδακτέας ύλης· το αν κανείς θα επιλέξει τη μια ή την άλλη είναι θέμα προσωπικό και θα ήταν μάλλον ανούσιο να εκφράσει κανείς προτίμηση προς τη μια ή την άλλη. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, κάθε γραμμή θεωρεί –προφανώς!- τη δική της ερμηνεία καλύτερη και κοντύτερα στα αρχικά διδάγματα του ιδρυτή, όμως καθώς το «σχίσμα» έρχεται αρκετά αργά, ο μελλοντικός μαθητής δεν έχει λόγο να ανησυχεί.
Το ουσιώδες σημείο, κατά την άποψή μου είναι ότι και τα δύο παρακλάδια της οικογένειας του Χανγκ Γκαρ χαρακτηρίζονται από μια πολύ ζωντανή και, δεδομένων των περιορισμών μιας παραδοσιακής τέχνης που χρησιμοποιεί όπλα του απώτερου παρελθόντος (*), πολύ ρεαλιστική αντίληψη για τη συμπεριφορά σε μια συμπλοκή. Οι τεχνικές που έχω δει (και από τις δύο γραμμές) μαρτυρούν ένα πολύ καλά οργανωμένο σύστημα –πιθανότατα χάρη στο ταλέντο και τις μαχητικές ικανότητες του Γουόνγκ Φέι-Χουνγκ- και το πρόγραμμα μελέτης θα καλύψει τόσο αυτόν που θέλει να μελετήσει τον κινεζικό πολιτισμό, όσο και αυτόν που θα επικεντρωθεί στο θέμα της απόκτησης σωματικών ικανοτήτων. Τι περισσότερο μπορεί να ζητήσει κανείς από ένα σύστημα συμπλοκής που ξεκίνησε πριν από 250 χρόνια;
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
(*) Για να μην παρεξηγηθώ, σχεδόν όλη μου η μελέτη επί σχεδόν μια δεκαετία, χρησιμοποιεί ακριβώς τέτοια όπλα –συνεπώς, κάθε άλλο παρά υποτιμώ την αξία μιας εξάσκησης που τα περιλαμβάνει!