“Κοίτα τι μου έστειλε ο σενσέι” μου είπε σχεδόν με απόγνωση ο φίλος μου ο Α. “Ήθελα να φτιάξω ένα αρχείο με τις σκέψεις του και σαν παρακαταθήκη για το μέλλον μια και έχει περάσει τα ενενήντα και για να το έχουν οι δικοί μου μαθητές που είναι, κατά μία έννοια, τα εγγόνια του και του έστειλα είκοσι ερωτήσεις –και δες τι μου απάντησε! Τι να κάνω τώρα; Να δώσω τις ερωτήσεις μου σε επαγγελματία μεταφραστή να μου τις ξαναγράψει σε καλύτερα ιαπωνικά; Αλλά φταίνε πραγματικά οι ερωτήσεις μου; Μήπως ήταν πολύ δυτικές για τον σενσέι; Για πες καμιά γνώμη!”
Ο Α έχει ζήσει στην Ιαπωνία αρκετά χρόνια, η σύζυγός του είναι Γιαπωνέζα, εργάζεται για ιαπωνικές εταιρείες επί 30 χρόνια και κάνει πολεμικές τέχνες 35 από τα οποία τα τελευταία δέκα είναι και δάσκαλος· αν τα ιαπωνικά του δεν αρκούν για τις απαντήσεις του δασκάλου του, δεν υπάρχει περίπτωση να αρκούν τα δικά μου όμως παρόλα αυτά του είπα να μου στείλει την απάντηση. Και από μια μεριά είχε όντως δίκιο: σχεδόν όλες οι απαντήσεις ήταν της μιας αράδας και σχεδόν όλες ήταν, με όλον τον σεβασμό προς τον δάσκαλό του, κοινοτοπίες του τύπου “το μπούντο βγαίνει από την καρδιά”.
Επειδή ο δάσκαλός του δεν είναι δικός μου δάσκαλος, επειδή μάλλον είμαι λίγο πιο ασεβής από αυτόν (ο Α είναι πραγματικά αυτό που λέμε “καλό παιδί” με όλη τη σημασία της λέξης) αλλά και επειδή έχω βρεθεί κι εγώ στην ίδια θέση παλιότερα (εξού και κάποια στιγμή έγινα λίγο πιο ασεβής!) κάποια στιγμή στην πορεία της συζήτησης που αναπόφευκτα ακολούθησε κατάφερα να εντοπίσω το πρόβλημα. Μετά από 35 χρόνια κοντά στον δάσκαλό του, και πλέον όντας ο ίδιος στην ηλικία που ήταν ο δάσκαλός του όταν τον γνώρισε, ο Α έχει ξεπεράσει τον δάσκαλό του. Απλώς δεν το έχει συνειδητοποιήσει.
Ή δεν το παραδέχεται: δεν είναι εύκολο πράγμα! Στο αντικείμενό μας, οι δάσκαλοί μας είναι ό,τι κοντινότερο υπάρχει στους γονείς μας και δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσουμε και στη συνέχεια να αποδεχτούμε ότι οι γονείς μας δεν είναι τόσο τέλειοι όσο πιστεύαμε όλη μας τη ζωή. Δεν ξέρουν το αντικείμενό τους τόσο καλά όσο νομίζουμε (αλλά γι αυτό φταίμε εμείς που επειδή δεν το ξέρουμε καθόλου θεωρούμε ότι η γνώση τους είναι απέραντη), δεν είναι σοφοί (αλλά και γι αυτό φταίμε εμείς για τον ίδιο λόγο) και δεν είναι πάντοτε καν καλοί άνθρωποι (γι αυτό δεν φταίμε όμως συχνά εθελοτυφλούμε).
Πριν από μερικά χρόνια, η μητέρα μου έπαψε να στολίζει το σπίτι για τα Χριστούγεννα -ούτε τα πόδια της, ούτε το μυαλό της τη βοηθούν να στήσει το γιορτινό πανόραμα που θυμάμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Προκειμένου η περίοδος να μη χάσει τη μαγεία της, έχω αναλάβει εγώ να κάνω τη δουλειά αυτή με όσα θυμάμαι και όσα μου είχε πει εκείνη ανά τα χρόνια. Όμως όσο και αν προσπαθώ, πάντα έχω την αίσθηση ότι κάτι λείπει, ότι αν και τα στολίδια, οι μυρωδιές και οι ήχοι είναι εκεί, κάτι λείπει από τη μαγεία των αναμνήσεών μου.
Στην πραγματικότητα δεν λείπει τίποτα: όπως και η μητέρα μου, έτσι κι εγώ κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και, τουλάχιστον ως προς το σκηνικό, το πατρικό μου σπίτι είναι όσο χριστουγεννιάτικο ήταν πάντοτε. Η αίσθηση που εισπράττω και εκφράζω σαν έλλειψη, είναι απλώς η διαφορά οπτικής γωνίας μεταξύ τότε και τώρα –όπως λέει ο Σαββόπουλος, πάει ο καιρός που οι δικοί μας, σκηνοθετούσαν τη γιορτή μας, και είμαστε εμείς που πρέπει τώρα, να υψώσουμε της γιορτής τα δώρα. Είμαι σίγουρος ότι όσοι έχουν παιδιά καταλαβαίνουν καλύτερα τι εννοώ αφού αυτοί είναι που γίνονται οι Άγιοι Βασίληδες των παιδιών τους κάθε πρωτοχρονιά.
Το ίδιο συμβαίνει με τους δασκάλους μας. Αν έχουμε μείνει κοντά τους αρκετά, έχουμε δει να εξαντλούνται τα αποθέματα γνώσεών τους ή τα δικά μας αποθέματα γνώσεων, τα οποία (και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε!) αυξάνονται χάρη σ΄ αυτούς, να μεγαλώνουν αρκετά ώστε να φτάνουν τα δικά τους. Αυτό δε σημαίνει ότι παύουμε να τους χρειαζόμαστε κοντά μας, όμως σημαίνει ότι πλέον μπορούμε να τους μιλάμε ισότιμα –και αν τους σεβόμαστε, οφείλουμε να το κάνουμε γιατί σε αντίθετη περίπτωση σημαίνει ότι δεν τους θεωρούμε ικανούς να μας διδάξουν ή να αντιληφθούν ότι είμαστε άξιοι των βαθμών που μας έδωσαν.
Και πια, όσοι έχουμε γίνει δάσκαλοι, καλούμαστε να μεταφέρουμε στους μαθητές μας, όσα πήραμε από τους δασκάλους μας και αν, βλέποντας τα πράγματα με εντιμότητα, ειλικρίνεια και σεβασμό, αυτά που πήραμε υπολείπονται σε βάθος ή πλάτος, πρέπει εμείς να δώσουμε αυτές τις διαστάσεις ώστε αυτό που θα παραδώσουμε να είναι καλύτερο από αυτό που παραλάβαμε. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο έκαναν και οι δάσκαλοί μας με τους δικούς τους δασκάλους και το ίδιο έκαναν και οι δικοί τους δάσκαλοι με τους δικούς τους. Και δεν τα κατάφεραν κι άσχημα: τους επικαλούμαστε σχεδόν σε κάθε κουβέντα σχετικά με την τέχνη μας.
κείμενο-φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης