Αν και είμαι άνθρωπος βερμπαλιστής—έως και φλύαρος—δεν έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον συμβολικό λόγο και την αναλυτική σκέψη. Αυτό που πραγματικά αναζητώ στην ζωή μου είναι η άμεση, τελεσίδικη, και αμετάκλητη—αν και συνήθως πρόσκαιρη και φευγαλέα—αλήθεια των βιωμάτων. Ο βαθύτερος λόγος που συνεχίζω να περπατώ την ατραπό του άικι έχει, νομίζω, να κάνει με αυτή την εσωτερική μου ανάγκη να υπερβώ, ή και να μετουσιώσω, σκέψεις, λέξεις, σύμβολα, δομημένο επιστημονικό, ποιητικό, και φιλοσοφικό λόγο σε γυμνά, ωμά, λυσιτελή βιώματα—σε αφή, γεύση, οσμή, κίνηση, και σωματικό παλμό. Στην περίπτωσή μου, αυτός δείχνει να είναι ο μόνος τρόπος να δουλέψω τις βαθύτερες υπαρξιακές μου ανησυχίες, και να συμφιλιωθώ κάπως με την άναρχη εκείνη σύγχυση που κατοικεί τόσο εντός μου όσο και εκτός μου. «Εντός μου και εκτός μου»—στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει «εντός και εκτός». Τέτοιου είδους Αριστοτέλειοι δυϊσμοί είναι βαθιά προβληματικοί και θεμελιώνουν μια συνθήκη ύπαρξης σε όρους αέναης αντιπαράθεσης. Εγώ πρεσβεύω κάτι πολύ διαφορετικό· μια συνθήκη ύπαρξης μετά-διαλεκτική και μετά-φαινομενολογική, όπου το περιβάλλον είναι στοιχείο του εαυτού μου, όπου δεν υπάρχει αιτιότητα—παρά μόνο συνέργεια—και όπου ο νους δεν είναι παρά μια αναφαινώμενη ψευδαίσθηση. Πιστεύω, παραφράζοντας ένα τσιτάτο από μια αγαπημένη ταινία, ότι «το μάτι του κόσμου που με κοιτάζει, είναι το ίδιο μάτι μέσα από οποίο εγώ κοιτάζω τον κόσμο».
Η ατραπός του άικι δεν διδάσκει δυϊσμούς· δεν διδάσκει αντιπαράθεση. Στο ντότζο δεν υπάρχει «εγώ» και «εσύ», ούτε «εντός» και «εκτός»· ή μάλλον, αυτή την ενοποίηση προσπαθούμε να ανακαλύψουμε—τουλάχιστον αυτό κάνω εγώ. Τέσσερις φορές εγώ και τέσσερις φορές ο συνασκούμενός μου. Ξανά, και ξανά, και ξανά... Χωρίς σκέψη, χωρίς αιτία, χωρίς σκοπό. Έως ότου γίνουμε ένα· έως ότου αφανιστούμε ο ένας μέσα στον άλλο· έως ότου πάψει να έχει νόημα το εγώ-και-εκείνος και το εντός-και-εκτός. Αν γίνει σωστά, γινόμαστε ένα και κινούμαστε μαζί, αρμονικά συνδεδεμένοι—αμοιβαία ευάλωτοι, αλλά και αμοιβαία πιο δυνατοί από ποτέ. Ενίοτε, ακόμα και αυτή σύνδεσή αφανίζεται μέσα στο περιβάλλον ντότζο, και όλοι ρέουμαι αβίαστα ο ένας μέσα στον άλλο· και έξω από τον άλλο· και ξανά μέσα στον άλλο... Δεν συμβαίνει συχνά κάτι τέτοιο βέβαια—συμβαίνει όμως. Και νοιώθω τιμή, δόξα, και ταπεινότητα που έχω υπάρξει μάρτυρας τέτοιων στιγμών. Και τότε, βλέπει κανείς την ψευδαίσθηση της διυποκειμενικότητας να καταρρέει μπροστά στα μάτια του, και το θαυμαστό της ύπαρξης να γίνεται άγγιγμα, παλμός, κίνηση και ήχος.
Ο Ιδρυτής έλεγε ότι το αϊκίντο είναι μία ατραπός που προάγει την αγάπη και την καλοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους. Μα τί είναι εν τέλη η αγάπη; Δεν πρόκειται να μιλήσω για αυτό εδώ, βέβαια. Θέλω όμως να γράψω, ότι αν και στη ζωή μου είχα την τεράστια ευτυχία να αγαπήσω και να αγαπηθώ πολύ—και με πολλούς διαφορετικούς τρόπους—στο ντότζο μου έχει δοθεί η δυνατότητα, ή μάλλον, το προνόμιο, να αισθανθώ την ύπαρξη μιας ευρύτερης, και πολύ διαφορετικού είδους, αγάπης. Σε σχέση με αυτή την αγάπη αντιλαμβάνομαι αυτό που κατά καιρούς οι δάσκαλοί μου αναφέρονται ως ευθύνη. Ευθύνη να πραγματώσω, και να ομολογήσω, αγάπη. Τόσο εντός της ατραπού, όσο και εκτός της—αν και στην ουσία δεν υπάρχει «εντός και εκτός» ούτε κι εδώ. ΄Έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ την ευθύνη μου ως ασκούμενος, ως μια ομολογία αγάπης απέναντι στους συνασκούμενους μου, στους δασκάλους μου, στο ντότζο, στον Ιδρυτή, στον κόσμο όλο—μα πρωτίστως, απέναντι στον εαυτό μου.
Και, όπως έλεγε ένας μουσουλμάνος μύστης: «εγώ όποιον αγαπώ τον σκοτώνω!» ΄Ετσι νομίζω είναι, ναι! Το ντότζο είναι τόπος θανάτου. Εκεί μου δίδεται η δυνατότητα πρώτα να αναγνωρίσω, και στην συνέχεια να σκοτώσω, κάθε τι μέσα μου που εμποδίζει την πραγμάτωση μιας άνευ όρων καθολικής αγάπης. Δεν υπάρχει καμία μεταφορά σε αυτή την δήλωση. Πρόκειται για θάνατο υπαρκτών μου εαυτών—θάνατο κατά κανόνα αργό και επώδυνο, αν όχι μαρτυρικό· συνάμα όμως ιερό και μυστηριώδη. Διότι μου είναι απάνθρωπα δύσκολο να ξεφορτωθώ όλα αυτά τα άθλια μικροπρεπή εγώ που κατοικούν εντός μου. Και διότι φοβάμαι ότι δεν θα βρεθεί κάτι άλλο στην θέση τους, αλλά θα μείνω άδειος για πάντα. Αυτή η κενότητα, όμως, δείχνει να είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορέσει κάτι άλλο, κάτι πιο ουσιαστικό, να κυλήσει μέσα μου.
Δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει έστω και μία φορά στο ντότζο που να μην βρέθηκα αντιμέτωπος με τις προσωπικές μου σκιές. Διεκδικούν κάθε κενό χώρο μέσα μου για λογαριασμό τους, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια να εισακουστεί, πόσο μάλλον να βιωθεί, η διδασκαλία της ατραπού. Κατά κανόνα αυτή χάνεται μέσα σε μικροπρέπειες, εγωισμούς, κωλύματα, και συμπλέγματα. Είναι, όμως, μόνο μέσα στον θάνατο κάποιου τέτοιου μίζερο μικρό-εγώ, και στο σύντομο διάστημα που μεσολαβεί προτού προλάβει να πάρει τα ηνία κάποιο άλλο, που αντιλαμβάνομαι τον ανεπαίσθητο αυτό κραδασμό μιας πιο ουσιαστικής αγάπης. Και η αίσθηση αυτή είναι που με κρατάει στο ντότζο. Σε κάθε άσκηση καλούμαι να συνεργαστώ, να βοηθήσω και να βοηθηθώ, να εμπιστευτώ και να αφεθώ—με μία λέξη, να συνδεθώ—με ανθρώπους που ενίοτε μου είναι «αντιπαθείς» ή «ακατάληπτοι», που μυρίζουν άσχημα, ή που εν πάση περιπτώσει δεν αρέσκομαι να συναναστρέφομαι μαζί τους, πόσο μάλλον να τους εμπιστεύομαι το σώμα μου, και να τους αφιερώνω τον λιγοστό μου ελεύθερο χρόνο. ΄Αλλοτε πάλι καλούμε να συνδεθώ με ανθρώπους σίγουρα συμπαθείς, «οικείους», φίλους· ανθρώπους που το σώμα και η ενέργειά τους συντονίζεται εύκολα με την δική μου. Να οι αντιπαραθέσεις! Δεν μπορεί όμως να υπάρξει αληθινή αγάπη στη σκιά μικροπρεπών εγώ που a priori συμπαθούν, αντιπαθούν ή τελούν σε ακαταληψία.
Χρόνια τώρα, η ατραπός με διδάσκει διαρκώς τρόπους να σκοτώσω κάθε τι μέσα μου που εμποδίζει την πιο ουσιαστική σύνδεση με τους συνασκούμενούς μου, βοηθώντας με, εν τέλη, να έρθω πιο κοντά στον ίδιο μου τον εαυτό, και να ανακαλύψω μια νέα συνθήκη ύπαρξης που θα δεν θα τη διέπει η μικροπρέπεια, η αλαζονεία, και ο εγωισμός. Προς το παρόν, φυσικά, μία τέτοια συνθήκη δεν είναι παρά μακρινή φαντασία. Είναι περισσότερο μια υπόσχεση για κάτι που μπορεί να έρθει, ή και να μην έρθει, όσο συνεχίζω να ασκούμαι.
Οι κραδασμοί αγάπης, όμως, που έχω νοιώσει κατά καιρούς στο ντότζο δεν είναι κάτι το φαντασιακό. Αν και αμυδροί, είναι τελεσίδικοι, και διδάσκουν μια συνθήκη ύπαρξης—μια στάση—έξω από αντιπαραθέσεις, έξω από εγώ-και-εσύ. Μια στάση, πέρα από επιβολή ή επιβράβευση· πέρα από φτηνή και επιφανειακή αυταρέσκεια· πέρα από ματαιοδοξίες. Αν και μου είναι αδιανόητα δύσκολο, είχε συμβεί κατά την άσκηση να χαλαρώνω και να ανοίγω τόσο, ώστε ο άλλος να μπορεί να χαθεί μέσα μου, και εγώ μέσα του, και οι δυό μαζί έπειτα να χανόμαστε μέσα στο ντότζο. ΄Εχω απορροφήσει τον εαυτό μου και έχω έρθει κοντά του για λίγες μοναδικές στιγμές. Η «ειρηνική συνύπαρξη» που οραματίστηκε—η, μάλλον, που βίωσε—ο ιδρυτής, έχει υπάρξει κατά καιρούς κάτι λιγότερο μακρινό για μένα· και η διδαχή μιας άνευ όρων αγάπης, κάτι λιγότερο αφηρημένο.
Εν ολίγοις, η ατραπός του άικι ήταν εξ΄ αρχής για μένα, και ακόμα παραμένει, ένα πεδίο μελέτης και αλλαγής του εαυτού. Ενός εαυτού που, στην περίπτωσή μου τουλάχιστον, αναζητά μια πιο ουσιαστική σύνδεση τόσο με τον κόσμο γύρω του, όσο και με την φύση της ίδιας του της υπόστασης. Ενός εαυτού που επιδιώκει τον ίδιο του τον αφανισμό, και την εξερεύνηση όλων όσων βρίσκονται πέρα από αυτή του την «εαυτοσύνη»—παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι δεν υπάρχει η κατάλληλη λέξη στην ελληνική νομίζω δείχνει το πόσο δεδομένη είναι για την κουλτούρα μας η ανάγκη για αυστηρά οριοθετημένα και αδιαμφισβήτητα πλαίσια ατομιστικής ύπαρξης. Αυτό που εγώ αναζητώ μέσα στο ντότζο, όμως, είναι, αν όχι η πλήρης κατάλυση τέτοιων ορίων, τουλάχιστον τον επαναπροσδιορισμό τους με όρους που θα μου επιτρέψουν μια πιο ουσιαστική συνύπαρξη με τους ανθρώπους γύρω μου, και γιατί όχι, την πραγμάτωση εκείνης της πιο ουσιαστικής αγάπης για την οποία μιλάει ο Ιδρυτής—τόσο εντός, όσο και, εκτός του ντότζο. ΄Άλλωστε, όταν μιλάμε για αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει εντός και εκτός, η ατραπός πραγματώνεται εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων για να χρησιμοποιήσω αγαπημένους στίχους του Εμπειρίκου.
Ετσι το αντιλαμβάνομαι—ή μάλλον, έτσι θεωρώ ότι το διδάχτηκα. Μελετώ, λοιπόν, την ατραπό σε ένα ασφαλές και αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο, περιβαλλόμενος από ανθρώπους που ο καθένας με τον τρόπο του δουλεύει τον δικό του εαυτό, και όλοι μαζί προσπαθούμε να πραγματώσου- με κάποιου είδους αγάπη που μας υπερβαίνει όλους. Στο ντότζο, ο εκάστοτε έτερος γίνεται καθρέφτης του εαυτού μας και μας επιτρέπει να δούμε την σωματική, κινησιολογική και συμπεριφορική έκφανση όλων μας των εμπλοκών με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. ΄Ολα εκείνα μέσα μου που απεχθάνομαι, αλλά και όλα εκείνα μέσα μου που τα απεχθάνονται αυτοί με τους οποίους μοιράζομαι την ζωή μου, νομίζω γίνονται πιο σαφή και πιο ανάγλυφα μέσα στο ντότζο. Έχω βρεθεί ουκ ολίγες φορές αντιμέτωπος με διάφορους ανεπιθύμητους εαυτούς μου στα πρόσωπα των συνασκούμενών μου, και τους είμαι ειλικρινά ευγνώμων για αυτό. Διότι φεύγοντας από το ντότζο και γυρνώντας στην καριέρα μου, στην οικογένεια μου, και στους φίλους μου, μου είναι πιο εύκολο να εντοπίσω τους ανεπιθύμητους αυτούς ευατούς εν τη γενέσει, και να τους σκοτώσω όσο είναι ακόμα σπέρματα.
Στο ντότζο, λοιπόν, μαθαίνω να χειρίζομαι καλύτερα τα διάφορα μικρό- προβλήματα της καθημερινότητας, μαθαίνω πως να συνδέομαι με πιο ουσιαστικούς τρόπους με τον εαυτό μου και τους ανθρώπους γύρω μου, και, εν τέλη, ευαγγελίζομαι μια άνευ ορίων αγάπη, και μια άνευ «εαυτοσύνης» ύπαρξη. Η ατραπός μου έχει ήδη δείξει ότι είναι εφικτό να υπάρχω έξω από αντιπαραθέσεις· ότι είναι εφικτό να προλαμβάνω και να αποτρέπω την εκδήλωση όποιας «εχθρικής» συνθήκης εν τη γενέσει. Μου έχει ήδη δείξει, επίσης, ότι κάθε τι έξω από μια τέτοια ισορροπία δεν αντέχει—αναιρείται εν τη γενέσει. Διότι δεν μπορεί κανείς να κινηθεί κόντρα στο κύμα—κόντρα στην ζωή. ΄Όσο τρομακτική και να είναι—και είναι(!) όσο και να κοιτάω στο βάθος δεν βλέπω παρά κρύο, μοναξιά, σήψη και ζόφο—νοιώθω ότι στο ντότζο μπορώ να μάθω να αφήνομαι στην ορμή της και να κινηθούμε μαζί κάπου με ασφάλεια. Αυτό μου δίνει κουράγιο· διότι αν, και όποτε, καταφέρω να αποδεχτώ το τρομακτικό αυτό βάρος της ύπαρξης, μόνο αγάπη μπορεί να υπάρξει έπειτα.
Κ. Μ.