Περνώντας επί τροχάδην από το αρχείο των κειμένων μου
εδώ, στον Πανελλήνιο Οδηγό Πολεμικών Τεχνών έπεσα επάνω σε ένα κείμενο που είχα γράψει πριν από πάνω-κάτω ενάμιση χρόνο και που είχε τον τίτλο “
Σκληρός νόμος -αλλά νόμος” . Το, μάλλον ατυχές ευφυολόγημα του τίτλου προσπαθούσε να παραπέμψει στο θέμα της “νομιμότητας” των δασκάλων πολεμικών τεχνών –η “νομιμότητα” εδώ μπαίνει σε εισαγωγικά καθώς είχα χρησιμοποιήσει τη λέξη μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, μ’ άλλα λόγια αναφερόμουν στο αν και κατά πόσον ένας δάσκαλος ή μια τέχνη είναι όντως αυτό που υποστηρίζουν και ποιος είναι αυτός που το πιστοποιεί.
Ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα που έχω πάρει από την παραμονή μου στην Ιαπωνία σε σχέση με τον κόσμο των πολεμικών τεχνών, είναι αυτό που προκύπτει από τη ρεαλιστική ματιά προς πρόσωπα και πράγματα· εν προκειμένω προς οργανώσεις και πιο συγκεκριμένα, τις οργανώσεις εκείνες που διοικούν τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες. Ναι, οι οργανώσεις αυτές υπάρχουν και ναι, ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο ασχολείται κανείς τόσο με τις νέες όσο και με τις κλασικές πολεμικές τέχνες. Όμως αντίθετα με αυτά που είχα στον νου μου πριν έρθω στην Ιαπωνία, οι οργανώσεις αυτές είναι πολύ λιγότερο έγκυρες από όσο πίστευα και πιστεύουν οι περισσότεροι που δεν τις έχουν δει από κοντά. Ή, για να το πω καλύτερα, έχουν όλες στο ενεργητικό τους αρκετά στραβοπατήματα ώστε να δικαιούται κανείς να έχει αμφιβολίες σχετικά με το πόσο απόλυτο είναι το κύρος τους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το θέμα της παραποίησης της ιστορίας: ειδικά οι νέες πολεμικές τέχνες, δηλαδή οι εννέα που μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα του Νίπον Μπούντοκαν και ορίζονται επίσημα ως “Νίχον Μπούντο” (τζούντο, καράτε, αϊκίντο, Σορίντζι Κέμπο, σούμο, κέντο, ναγκινάτα, κιούντο και τζούκεντο), έχοντας τις ρίζες τους στην περίοδο του μιλιταρισμού και του ακραίου εθνικισμού των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, έχουν φροντίσει να διαμορφώσουν τις αφηγήσεις σχετικά με τους ανθρώπους που τις εμπνεύστηκαν και συνέταξαν το υλικό μελέτης τους έτσι που να είναι πολύ δυσδιάκριτες (έως και απολύτως αόρατες) οι σχέσεις με το καθεστώς εκείνης της εποχής. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι οι τέχνες αυτές δεν έγιναν απλώς αντικείμενο καπηλείας από τους μιλιταριστές αλλά συχνά χτίστηκαν από αυτούς προκειμένου να υπηρετήσουν τους σκοπούς τους, περνάει απαρατήρητο.
Αντίστοιχα προβλήματα βρίσκει κανείς και στις οργανώσεις που εποπτεύουν τις κλασικές πολεμικές τέχνες –τις δύο μεγάλες και εθνικές (Νιχόν Κομπούντο Κιοκάι και Νίχον Κομπούντο Σινκοκάι) και τις δεκάδες μικρότερες τοπικές: αφενός ο έλεγχός τους στις σχολές που είναι μέλη τους είναι, επιεικώς, χαλαρός και αφετέρου, στο μέτρο που μιλούν εξ ονόματος όλων των σχολών-μελών τους, το κάνουν χρησιμοποιώντας τόσα κλισέ που νομίζει κανείς ότι βρίσκεται σε μάνγκα με σαμουράι και δη όχι από τα πολύ καλά. Και βεβαίως, όπως είχα γράψει και στο προηγούμενο κείμενό μου, αν κανείς σηκώσει έστω και τη γωνία του χαλιού των οργανώσεων αυτών, θα βρει από κάτω μια σειρά από παρασπονδίες που καλύπτουν ό,τι μπορεί να καλύψει ο όρος “παρατυπία”. Και ενίοτε και ορισμένες που τον ξεπερνούν.
Βεβαίως υπάρχει μια απλή απάντηση στην έκπληξη κάθε (συνήθως) Δυτικού που ανοίγει τα ντουλάπια του Αϊκικάι, του Κόντοκαν ή της Παν-Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Κέντο και βλέπει έντρομος τους σκελετούς που περιέχουν: οι άνθρωποι είναι άνθρωποι (η ίδια έκφραση υπάρχει και στα ιαπωνικά και χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο) και, άρα πάσχουν από τις ίδιες ασθένειες και είναι επιρρεπείς στα ίδια ελαττώματα, ανεξάρτητα από το αν μεγάλωσαν με θέα στον Αργοσαρωνικό ή με θέα στον Κόλπο του Τόκιο. Προφανώς σε μια κοινωνία με πολύ περισσότερους κανόνες όπως η ιαπωνική, τα πράγματα που λειτουργούν είναι περισσότερα από αυτά που δε λειτουργούν και τα πράγματα που λειτουργούν συνήθως λειτουργούν πολύ σωστά όμως αυτό δε σημαίνει ότι λειτουργούν τα πάντα, απολύτως. Όποιος λοιπόν νομίζει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο ντότζο ή στην ομοσπονδία του στην Ελλάδα ή την Ευρώπη είναι ανήκουστα στην Ιαπωνία, κάνει λάθος.
Έχουν όλα αυτά σημασία; Πιστεύω πως ναι, επειδή πολλοί είναι εκείνοι που οραματίζονται έναν πολεμικοτεχνίτικο παράδεισο στα βάθη της Ανατολής, όπου τα πάντα λειτουργούν αξιολογικά όπου ο δάσκαλος, το ντότζο και η τέχνη γράφονται πάντοτε με κεφαλαίο το πρώτο τους γράμμα και όπου η κοινωνία προστατεύει τις τέχνες αυτές (ή “τις Τέχνες” αυτές) ως κομμάτια του πολιτισμού (ή “του Πολιτισμού) της. Και επειδή οραματίζονται κάτι τέτοιο, δεν βιώνουν ολοκληρωμένα τη δική τους πραγματικότητα, ούτε και προσπαθούν να τη βελτιώσουν –πώς θα μπορούσε άλλωστε οποιαδήποτε πραγματικότητα να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μιας φαντασίας χτισμένης πάνω σε περισσότερο από έναν αιώνα μυθολογίας; Και δη μιας μυθολογίας που την επιβεβαιώνουν εξίσου η πιο ποπ και η πιο βαθιά κουλτούρα;
Έχω γράψει εκτενώς, και εδώ και αλλού, για το πόσο συναρπαστική βρίσκω τη ζωή στην Ιαπωνία σε όλες της τις διαστάσεις –από το φαγητό ως την αυλική ποίηση και από το στριτ-φάσιον ως τον τρόπο που είναι οργανωμένη η οικονομία και, βεβαίως, τον τρόπο που λειτουργούν οι πολεμικές τέχνες, η διάσταση του ιαπωνικού πολιτισμού με την οποία είμαι περισσότερο εξοικειωμένος. Συνεπώς, θα είμαι ο τελευταίος που θα απορρίψει το ιαπωνικό μοντέλο και θα υποστηρίξει την αντικατάστασή του από ένα άλλο. Ταυτόχρονα όμως, και από τη στιγμή που μιλάμε για πολεμικές τέχνες, πυξίδα δεν μπορεί παρά να είναι ο ρεαλισμός και η συνειδητοποίηση ότι η λέξη “μοντέλο” δε συνοδεύεται απαραίτητα από την τυφλή αντιγραφή.
Εν ολίγοις, θα ήθελα να δω σε όλες τις χώρες του κόσμου ένα ινστιτούτο όπως το Κόντοκαν και μια ομοσπονδία όπως η Παν-Ιαπωνική Ομοσπονδία Κέντο (και εδώ που τα λέμε, προϊόντος του χρόνου και της εξάπλωσης των πολεμικών τεχνών, πιθανότατα θα τα δω –ήδη τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από όταν άρχισα να διαβάζω για πολεμικές τέχνες στα τέλη της δεκαετίας του 1970) όμως αυτό δε σημαίνει ότι οι οργανώσεις αυτές θα είναι χωρίς προβλήματα ή δυσλειτουργίες. Αν καθεμιά ωστόσο, μπορεί να καλύπτει αποτελεσματικά την τέχνη της, να την προωθεί και να εξασφαλίζει ότι θα συνεχίσει να υπάρχει, είμαι διατεθειμένος να παραβλέψω τις αδυναμίες της και, στο μέτρο που εντάσσομαι σ’ αυτή όντας ασκούμενος στη συγκεκριμένη τέχνη, να κάνω ό,τι μπορώ για να τη βελτιώσω και να συνεισφέρω στην εξέλιξή της.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης