(Σημείωση: Ζητώ συγνώμη από τους χιλιάδες... δηλαδή τους λιγότερους από καμιά ντουζίνα... τακτικούς αναγνώστες του μπλογκ. Έχω να γράψω αρκετόν καιρό λόγω αυξημένων υποχρεώσεων στη δουλειά μου και στα διάφορες μη-κερδοσκοπικές εθελοντικές δράσεις με τις οποίες εμπλέκομαι. Όλα αυτά δεν έχουν ακόμα τελειώσει όμως σήμερα είχα λίγο χρόνο ενώ ο μάστορας φτιάχνει το πάτωμα της κουζίνας μου οπότε...)
Ήταν η τελευταία προγραμματισμένη προπόνηση στο πρόσφατο ταξίδι μου στην Ιαπωνία και φτάνοντας στο ντότζο (τον χώρο εξάσκησης) που έχει ο δάσκαλός μου στον κήπο του, είδα ότι ήμουν μόνος. Άναψα λοιπόν το φως, σκούπισα το πάτωμα και βρήκα μερικές πετσέτες ώστε να σκουπίσω τα στρώματα πριν την προπόνηση. Ο δάσκαλός μου, έφτασε την ώρα που τελείωνα τα τελευταία τατάμι.
Δεν προσπαθούσα να φανώ καλός στα μάτια του, ούτε να ακολουθήσω κάποιον αυστηρό κανόνα του ντότζο: σκούπιζα τα στρώματα για να πω “Ευχαριστώ” στον χώρο που είχε απορροφήσει τόσο πολύ τον ιδρώτα, τα δάκρυα και ακόμα και το αίμα μου (αν και περισσότερο από ρινορραγία παρά από πραγματικούς τραυματισμούς κατά την προπόνηση!) Το καθάρισμα του ντότζο είναι κάτι που το κάνεις από αγάπη και ενώ καθάριζα τα στρώματα, σκεφτόμουν τα προηγούμενα χρόνια και τις ώρες που είχα περάσει σε αυτό το τατάμι, μέσα στους ίδιους αυτούς ξύλινους τοίχους και περιτριγυρισμένος από τα σφεντάμια και τα πεύκα έξω.
Πέρα από το βασικό γεγονός ότι η τακτική καθαριότητα του ντότζο βοηθάει στην τήρηση των κανόνων υγιεινής και περιορίζει τις πιθανότητες δερματικών και άλλων ασθενειών, τα ιαπωνικά ντότζο καθαρίζονται τακτικά και για λόγους τελετουργικού (και πρακτικού) εξαγνισμού απέναντι στην πνευματική μίανση (κεγάρε). Η αίσθηση της καθαρότητας και της ρυπαρότητας αποτελεί σημαντικό κομμάτι της αντίληψης των παραδοσιακών κορίου στην Ιαπωνία και, αναλόγως του συστήματος παίζει, καλώς ή κακώς, αρκετό ρόλο και στο πώς ορισμένα σύγχρονα ιαπωνικά μπούντο (πολεμικοί δρόμοι) κάνουν τα πράγματα που κάνουν –κάποτε μάλιστα, η αίσθηση της τελετουργικής καθαρότητας μπορεί να υπερβαίνει και το κανονικό καθάρισμα.
Το σούμο είναι η παλιότερη πολεμική τέχνη και άθλημα της Ιαπωνίας. Σε έναν παραδοσιακό αγώνα σούμο, σίγουρα θα έχετε προσέξει τα επιτηδευμένα τελετουργικά που εκτελούνται στην αρχή και στο τέλους των τουρνουά και τη στιλιζαρισμένη αρχή κάθε αγώνα που συχνά διαρκεί περισσότερο από τον ίδιο τον αγώνα. Ενώ ένας άσημος εργάτης σκουπίζει το χώμα γύρω τους, οι παλαιστές χτυπάνε το έδαφος με τα πόδια τους, χτυπούν παλαμάκια με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κάνουν διάφορες χειρονομίες κ.λπ. [ενώ στο τέλος κάθε ημέρας, ένας παλαιστής] κάνει μια σειρά από τελετουργικές κινήσεις με ένα ιαπωνικό τόξο από μπαμπού. Όλα αυτά βασίζονται σε σιντοϊστικά θρησκευτικά τυπικά που εξαγνίζουν πνευματικά τον χώρο ενώ αν τρέξει έστω και μια σταγόνα αίμα από κάποια πληγή, οι υπόλοιποι αγώνες καθυστερούν μέχρι να εξαγνιστεί και να καθαριστεί (πρακτικά και συμβολικά) το ρινγκ.
Στον σιντοϊσμό, το αίμα που τρέχει από μια πληγή συμβόλιζε τον πόνο που υπέστη ένα ζωντανό πλάσμα και, άρα, υποδηλώνει ακαθαρσία. (Είναι ενδιαφέρον ότι αυτός ήταν ένας λόγος που οι αρχές του σούμο στην Ιαπωνία απαγόρευαν στις γυναίκες να μπουν στην αρένα: επειδή έχουν περίοδο. Το 1990, δεν επιτράπηκε στη Γενική Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, Μαγιούμι Μοριγιάμα να απονείμει ένα βραβείο επειδή είναι γυναίκα και το γεγονός προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων κατά της στενοκεφαλιάς και του μισογυνισμού του κόσμου του σούμο. Ένας ηλικιωμένος κύριος που γνώριζα και που βοηθούσε στη στρατολόγηση και την υποστήριξη παλαιστών από τη Χαβάη μου είχε πει ότι “Πρέπει να καταλάβεις ότι πολλοί από τους παλαιότερους επικεφαλής του κόσμου του σούμο δεν είναι αυτό που θα λέγαμε ‘μορφωμένοι άνθρωποι’ –αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι σεξιστές και προκατειλημμένοι σε ό,τι αφορά τη φυλή ή το φύλο. Θα χρειαστεί να περάσει τουλάχιστον μια ακόμα γενιά ή ίσως και παραπάνω μέχρι να μπουν στον κόσμο αυτόν άνθρωποι πιο έξυπνοι και πιο έμπειροι.” Αλλά ξεφεύγω από το θέμα μου...)
Ορισμένοι μπορεί ήδη να απορείτε για την προφανή παραδοξότητα: οι πολεμικές τέχνες έχουν ως αντικείμενο τη συμπλοκή, τη μάχη, την αυτοάμυνα και την νίκη επί του αντιπάλου, έτσι δεν είναι; Σ’ αυτές, χρησιμοποιείς τα χέρια σου και διάφορα όπλα για να χτυπήσεις, να κλωτσήσεις, να πνίξεις και ακόμα και να κόψεις και να συντρίψεις τον αντίπαλό σου οπότε πώς μπορούμε να αντιληφθούμε το δίπολο καθαρότητα (σέι) και ακαθαρσία (κεγάρε) στο πλαίσιο τεχνών που αρχικά είχαν στόχο την εκπαίδευση πολεμιστών;
Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω στην ιστορία και να κοιτάξουμε τις ρίζες της παραδοξότητας αυτής. Πέρα από τις σιντοϊστικές βάσεις, υπάρχει ακόμα και η κινεζική κομφουκιανική και ταοϊστική αποστροφή προς την επιθετικότητα και τον φόνο που συμβαίνουν χωρίς δικαιολογία και αιτία. Το “Ταό Τε Τσινγκ” γράφει ότι “Τα όπλα είναι όργανα κακών οιωνών, δεν είναι μόνο εργαλεία του ευγενούς που τα χρησιμοποιεί μόνο όταν πρέπει... (από τη μετάφραση του Λάιονελ Γκέιτς που υπάρχει στο www.sacredtext.com.)
Η τάξη των σαμουράι (μπούκε) δεν αποτελούταν ακριβώς από χίπι που έμεναν σε κοινόβια. Όμως η εκπαίδευσή τους περιελάμβανε τη μελέτη των κλασικών κινεζικών κειμένων και όταν αναλάμβαναν κληρονομικά τα καθήκοντά τους ως πολεμιστές, μετέφεραν μαζί και αυτή την αίσθηση αμφισημίας. Αν και είναι αλήθεια ότι πολλοί από αυτούς ήταν φιλοπόλεμοι και επιθετικοί και συμμετείχαν ενεργά στους πολέμους που οδήγησαν στην άνοδο της τάξης των μπούκε, όσο περισσότερη εξουσία και υψηλότερη κοινωνική θέση κέρδιζαν, τόσο περισσότερο προσπαθούσαν να μοιάσουν με την αριστοκρατία και πολλοί σαμουράι εξισορροπούσαν την πολεμική τους υπόσταση με τη μελέτη της λογοτεχνίας και των ακαδημαϊκών τεχνών, του θεάτρου Νο, της ποίησης και της τελετής του τσαγιού. Η πολύ σημαντική ιδέα του “μπούνμπου ριόντο” (οι τέχνες του λόγου και οι τέχνες του πολέμου είναι ένας πνευματικός δρόμος) ήταν μια απόπειρα να μετριαστεί η ολέθρια ανάγκη της μελέτης των τεχνών του πολέμου από μια πιο υψηλού επιπέδου αναζήτηση, κάνοντας την πρώτη μέρος μιας ολιστικής πνευματικής εξάσκησης αντί απλώς για έναν βίαιο τρόπο να αποκτήσει κανείς περισσότερη γη και εξουσία.
Αφηγήσεις της εποχής των σαμουράι επιβεβαιώνουν τις ικανότητές τους ως πολεμιστές: οι Ευρωπαίοι που επισκέφθηκαν την Ιαπωνία και οι τοπικές αφηγήσεις εκτός Ιαπωνίας (όπου ρονίν σαμουράι απασχολήθηκαν σε διάφορα μέρη της Νοτιοανατολική Ασίας κατά μήκος των εμπορικών δρόμων) μιλούν για το πόσο φοβεροί ήταν και για τις ικανότητές τους στο ξίφος. Όμως οι καλύτεροι από αυτούς μετρίαζαν την αιμοσταγή φύση της δουλειάς τους με μια μακροθυμία που προερχόταν από την αίσθηση του κεγάρε: δεν μπλέκεσαι σε μάχη (και δεν προκαλείς αιματοχυσία) εκτός αν είναι απολύτως αναγκαίο.
Μάλιστα, η συζήτηση αυτή ξεκίνησε όταν δίδασκα τους μαθητές μου μερικές από τις τεχνικές που έχει η πολεμική τέχνη/κορίου μου για το δέσιμο με σχοινί: η συγκεκριμένη ριούχα είναι διάσημη ως μια από τις πρώτες σχολές που συστηματοποίησε το χότζο-ζούτσου, το δέσιμο αιχμαλώτων με σκοινί και στο μάθημά μου, ανέφερα ότι ο δάσκαλός μου μού είχε εκμυστηρευθεί ότι δεν ήταν στο κομμάτι αυτό του ρεπερτορίου της σχολής τόσο καλός όσο ήταν σε άλλα. Και ο λόγος ήταν ότι παρά τη φήμη της σχολής, το χότζο-ζούτσου δε θεωρούταν πολύ “καλό”: αν και υπήρχαν κάτα που σχετίζονται με το πώς να δέσει κανείς έναν σαμουράι, πολλά από τα κάτα σχετίζονται με το πώς να δένει κοινούς εγκληματίες όντας ο ίδιος σε κάποιο αστυνομικό σώμα και η εμπλοκή με τους εγκληματίες έδινε στους σαμουράι μια αίσθηση κεγάρε –τους έκανε δηλαδή να αισθάνονται ότι έρχονται σε επαφή με πνευματικά ακάθαρτα άτομα. Συγκριτικά, τα άλλα όπλα ήταν για να μάχεται κανείς με άλλους σαμουράι και ακόμα και αν αυτοί ήταν εχθροί ήταν άνθρωποι της τάξης σου και τους πολεμούσες – θεωρητικά τουλάχιστον- για κάποιον δίκαιο και αναγκαίο σκοπό. Με τους εγκληματίες, αντίθετα, απλώς ερχόσουν σε επαφή με έναν κακό άνθρωπο με κακές προθέσεις και αυτό το πνευματικό κεγάρε θα κηλίδωνε το δικό σου πνεύμα –εξ ου και η απροθυμία να εξασκηθεί πολύ στο χότζο-ζούτσου.
Όταν συζήτησα το θέμα με έναν γνωστό μου που ασκείται σε δύο άλλες, διαφορετικές ριούχα, άκουσα ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο: μια από τις κορίου στις οποίες ασκείται διδασκόταν μόνο στους σαμουράι των πολύ υψηλών τάξεων και η σχολή αυτή δεν είχε καθόλου χότζο-ζούτσου. Ο δάσκαλός του πίστευε ότι μια τέτοια ενασχόληση ήταν κακού γούστου και βεβαίως αν κανείς ήταν σαμουράι-ντάιμιο (άρχοντας) ή διοικητικός υπάλληλος του σογκούν δε θα μάθαινε μια τέτοια τέχνη. Αντίθετα, μια άλλη σχολή που μελετούσε περιλάμβανε όπλα που συνήθως χρησιμοποιούσαν οι απλοί στρατιώτες της εποχής των σαμουράι και δη αυτοί που είχαν καθήκοντα αστυνομικών και στη σχολή αυτή υπήρχε χότζο-ζούτσου και κανείς δεν το θεωρούσε κακού γούστου: ήταν απλώς κάτι ακόμα που μάθαιναν για να ανταποκριθούν στις κοινωνικές τους υποχρεώσεις και στα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Μ’ άλλα λόγια, το επίπεδο τελετουργικής καθαρότητας και κεγάρε και το πόσο πολλά ή λίγα τυπικά υπήρχαν εξαρτιόταν από την κοινωνική θέση των ανθρώπων που ασκούνταν στη δεδομένη κορίου στο παρελθόν.
Όσοι ασχολούνται με τα σπορ μπούντο ίσως θεωρήσουν τη συζήτηση αυτή κάπως αδιάφορη καθώς εκεί οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγώνες και για τις νίκες. Και δεν νομίζω ότι οι συγκεκριμένες ιδέες μιας κορίου περί κεγάρε θα πρέπει να προσαρμοστούν και να ενσωματωθούν σε ένα σύγχρονο μπούντο όπως το καράτε-ντο ή το αϊκίντο κάτι τέτοιο δε θα ταίριαζε, δε θα ήταν σωστό.
Υπάρχει ωστόσο ένα σημαντικό μάθημα στον τρόπο με τον οποίο οι εμπνευσμένες από τους σαμουράι κορίου αντιμετώπιζαν τη σύγκρουση και την επίλυσή της και πώς διαχειρίζονταν τα συναισθηματικά και πνευματικά επακόλουθά της. Αποδεχόμενοι ότι η μάχη, η βία και η αιματοχυσία ήταν κάτι το εξαιρετικό που δεν έπρεπε να γίνεται ανεκτό χωρίς δισταγμό, οι ιδρυτές των κορίου ανέπτυξαν κάποιο πλαίσιο προκειμένου να αντιμετωπισθεί η πνευματική και συναισθηματική απορρύθμιση που συνόδευε την εμπειρία του πολέμου και κάθε παρόμοια συναισθηματική σύγκρουση.
Όταν η μάχη τελείωνε, ο πολεμιστής που επέστρεφε, ακόμα και αν ήταν νικητής, είχε χύσει αίμα οπότε έπρεπε να περάσει κάποια τελετουργικά ώστε να εξαγνιστεί σωματικά, πνευματικά και συναισθηματικά –μοιάζει κάπως με την αντιμετώπιση του μετατραυματικού συνδρόμου, έτσι δεν είναι; Οι σαμουράι συχνά έστηναν μνημεία στους πρώην εχθρούς τους ώστε να κατευνάσουν τα πνεύματα των ηττημένων όμως ακόμα περισσότερο, ίσως για να αντιμετωπίσουν τα περίπλοκα συναισθήματα που προκύπτουν όταν κανείς έχει επιζήσει από ένα τραυματικό γεγονός.
Όταν μάθαινα ιάι-ζούτσου, ρώτησα τον δάσκαλό μου τι ήταν μια συγκεκριμένη κίνηση που κάναμε στο τέλος των φορμών. Είχε κάποια πρακτική εφαρμογή; Καμία, μου απάντησε εκείνος: η χειρονομία ήταν μια συμβολική προσευχή για το άτομο που μόλις σκότωσες. “Καλύτερα αυτός παρά εσύ”, είπε ο δάσκαλος “όμως ακόμα και αν το άτομο αυτό ήταν εχθρός, γίνεται βούδας όταν πεθαίνει και εσύ προσεύχεσαι να φωτιστεί και να βρει τον δρόμο του στην επόμενη ζωή. Πρέπει να έχεις αυτή τη διάθεση, να εγκαταλείψεις το μίσος σου, αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να ηρεμήσεις μέσα σου.”
Συνεπώς, εκατοντάδες χρόνια πριν, μια τάξη επαγγελματιών πολεμιστών διδασκόταν πώς να αντιμετωπίσει ζητήματα που προκύπτουν μετά από τραύματα και που αντιμετωπίζουν οι επιζήσαντες από ένα βίαιο περιστατικό, κάτι που κάνουν και οι δικές μας κοινωνίες μπλεγμένες καθώς είναι σε διαρκείς στρατιωτικές και πολιτικές δράσεις εναντίον τρομοκρατικών ομάδων και χωρών-εχθρών, μέσω το κεγάρε και την τελετουργική κάθαρση. Οι κορίου κατέγραψαν και διατήρησαν τέτοιες μεθόδους και αυτό δείχνει την αξία που έχει η προστασία αυτών των γνώσεων και αυτών των παραδόσεων και η μεταφορά τους στις επόμενες γενιές: μπορεί τα όπλα να είναι απαρχαιωμένα όμως η φύση της συμπλοκής και τα τραύματα που προκαλεί είναι συχνά παρόμοια. Η τεχνολογία του ανθρώπου μπορεί να έχει προοδεύσει όμως οι διανοητικές και πνευματικές μας εμπειρίες παραμένουν στη βάση τους σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτες και κατανοώντας πώς οι αρχαίοι πολεμιστές αντιμετώπιζαν την καθαρότητα και το κεγάρε μπορεί να έχει πολλές πρακτικές επιπτώσεις για μας, ακόμα και σ’ αυτή την εποχή των έξυπνων βομβών και των μη επανδρωμένων ντρον.
Ένα τελικό παράδειγμα: ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα αυτόν τον καιρό στην Αμερική είναι η δημοσιότητα που έχει πάρει το θέμα των αστυνομικών που τραυματίζουν ή σκοτώνουν υπόπτους που συλλάβει. Ένας μαθητής μου, δουλεύει σε μια ομοσπονδιακή υπηρεσία και παρατήρησε ότι μελετώντας τέτοιες περιπτώσεις, πρόσεξε ότι συχνά το πρόβλημα είναι η έλλειψη κατάλληλης εκπαίδευσης και η κακή συμπεριφορά των αστυνομικών ιδιαίτερα σε επαρχίες. Βεβαίως, είπε, οι ύποπτοι μπορεί να ενέργησαν αντίθετα με τον τρόπο που περιμένει κανείς από έναν “νομοταγή πολίτη” ακολουθώντας υπάκουα τις οδηγίες του αστυνομικού. Όμως ο αριθμός τέτοιων περιστατικών, συνέχισε, θα μειωνόταν αν οι διάφοροι δήμοι πρόσφεραν καλύτερη εκπαίδευση και καλύτερες οδηγίες και αν οι αστυνομικοί δεν είχαν αυτό το μάτσο στιλ “εμείς εναντίον αυτών –όλοι καθάρματα είναι.”
Εδώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με τον δάσκαλό μου ο οποίος μου είχε πει ότι παρότι η εκμάθηση του χότζο-ζούτσου δε θεωρούταν πολύ πνευματική και “αγνή” ενασχόληση όμως υπήρχαν φορές που ήταν αναγκαία, όπως όταν χρειαζόταν να κρατήσουν έναν σαμουράι αιχμάλωτο αντί να τον σκοτώσουν –στην περίπτωση αυτή, του χάριζαν τη ζωή- ή όταν έπρεπε να περιορίσουν έναν ύποπτο για κάποιο έγκλημα και δεν ήθελαν να τον δείρουν μέχρι αναισθησίας. Όταν λοιπόν ΕΠΡΕΠΕ να το κάνεις, έπρεπε να συλλάβεις ή να περιορίσεις τον κρατούμενο με έναν τρόπο που να μην μιαίνει ούτε τη δική σου πνευματικότητα, ούτε να αυξάνει το δικό του κεγάρε –μ’ άλλα λόγια, δεν έπρεπε να δρας με κακία προς τον κρατούμενο αλλά να κάνεις μόνο ό,τι είναι αναγκαίο για να τον περιορίσεις.
“Υπάρχει πολλή εθιμοτυπία στο χότζο-ζούτσου” είπε ο σενσέι μου, “και θα πρέπει να διδάσκεις και αυτή μαζί με το χότζο-ζούτσου –σε αντίθετη περίπτωση θα λερώσεις πνευματικά τον εαυτό σου, φερόμενος σαν τραμπούκος.” Μου έδειξε λοιπόν πώς να δένω έναν αιχμάλωτο γρήγορα με το σχοινί και μετά πώς να τον βοηθάω με σωστό τρόπο να έρχεται σε καθιστή θέση και μετά πώς να σηκωθεί ώστε να τον οδηγήσω στη φυλακή, όλα με τη μορφή ενός κάτα. “Θα σε γυρίσω από εδώ, παρακαλώ,” έπρεπε να πω στα ιαπωνικά. “Και τώρα θα καθίσουμε οπότε θα σε βοηθήσω να καθίσεις, παρακαλώ,” και σε κάθε βήμα μιλάμε στο άτομο σαν να είναι πελάτης σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων, παρότι ήταν δεμένος σαν ζώο, με στο σκοινί γύρω από τον λαιμό του να απειλεί να τον σφίξει περισσότερο αν πάλευε και προσπαθούσε να λύσει τους καρπούς του.
Και πάλι, έχει ενδιαφέρον ότι όταν μίλησα με τον μαθητή μου που ήταν ομοσπονδιακός πράκτορας και με έναν άλλον μαθητή μου που ήταν αναμεμειγμένος με τη συλλογή πληροφοριών στο Αφγανιστάν, και οι δύο εξέφρασαν το ίδιο σκεπτικό με αυτό που υιοθετούν οι κορίου: μεταχειρίζεσαι τους αιχμαλώτους ανθρώπινα ώστε να καταφέρεις να συνεργαστούν μαζί σου και να πάρεις περισσότερες πληροφορίες. “Δεν τους κάνουμε βασανιστήρια”, είπε ο μαθητής που μου ήταν στον στρατό στο Αφγανιστάν. “Είναι εντυπωσιακό πόσο ανοίγονται οι περισσότεροι άνθρωποι αν τους προσφέρεις έναν καφέ, ένα τσιγάρο και καθίσεις να τους μιλήσεις λιγάκι.” Και επιπλέον αυτό σε κάνει και εσένα και τον αιχμάλωτό σου περισσότερο ανθρώπους –σημειωτέον, ο άνθρωπος αυτός ήξερε πολύ καλά για τι πράγμα μιλούσε: είχε αιχμαλώτους πρώην Ταλιμπάν που του έλεγαν τα πάντα επειδή τους φερόταν καλύτερα από ό,τι τους φέρονταν οι αρχηγοί τους.
Συνεπώς, η αίσθηση της καθαρότητας και του κέγαρε μπορεί να μοιάζει απαρχαιωμένη και παλιομοδίτικη σε σχέση με τις αγωνιστικές πολεμικές τέχνες που ασχολούνται με τα τουρνουά και τους αγώνες όμως ποτέ δεν ξέρεις πότε αυτές οι παλιές έννοιες μπορεί να βοηθήσουν σε σύγχρονες τακτικές και στρατηγικές εκτός πολεμικών τεχνών.
Γουέιν Μουρομότο
Ο Γουέιν Μουρομότο ασκείται επί δεκαετίες στις σύγχρονες πολεμικές τέχνες (σινμπούντο) και στις κλασσικές πολεμικές τέχνες (κορίου) και αυτή τη στιγμή είναι μαθητής της Μπίτσουντεν Τακεούτσι-ρίου και της Μούσο Τζίκιντεν Έισιν-ρίου. Στο παρελθόν έχει εργαστεί σαν δημοσιογράφος και σαν δάσκαλος και πλέον είναι καθηγητής τεχνών και computer graphics σε ένα πανεπιστήμιο στη Χαβάη. Παράλληλα διατηρεί το μπλογκ «The Classic Budoka» στο οποίο αναρτήθηκε αρχικά το
παραπάνω κείμενο.
Το παραπάνω άρθρο είναι πνευματική ιδιοκτησία του Γουέιν Μουρομότο και δημοσιεύεται στα ελληνικά κατόπιν συμφωνίας με τον ίδιο. Τα αποκλειστικά δικαιώματα για την ελληνική μετάφραση ανήκουν στον Πανελλήνιο Οδηγό Πολεμικών Τεχνών με τον οποίο θα πρέπει να υπάρξει συνεννόηση για οποιαδήποτε ανατύπωσή της.