Όλοι έχουμε ακουστά τον όρο νίντζα, που για τους περισσότερους παραπέμπει στην εικόνα ενός μαυροντυμένου άνδρα. Ελάχιστοι όμως έχουν ακούσει για τις κουνοΐτσι (くノ一), τις γυναίκες νίντζα και ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν το ρόλο τους στην ιστορία του νιντζούτσου.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ετυμολογία του όρου κουνοΐτσι, μια από αυτές υποστηρίζει ότι προέρχεται από τη λέξη γυναίκα (女), ενώνοντας τις τρεις συλλαβές: く κου, ノ νο, 一 ίτσι. Άλλη εκδοχή δίνει την μετάφραση "εννιά συν ένα" (九ノ一), εννοώντας την επιπλέον ικανότητα των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες. Άλλη πάλι γνώμη είναι ότι κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τη μυστικότητα των νίντζα, δε γνωρίζει πλέον τί σήμαινε ο όρος πραγματικά.
Οι κουνοΐτσι αναφέρονται για πρώτη φορά σε ένα ιαπωνικό βιβλίο του 17ου αιώνα, το Μπάνσεν-σουκάι (万川集海) . Παρόλο που υπάρχουν ελάχιστα ντοκουμέντα γι' αυτές, είναι ιστορικά αποδεκτή η ύπαρξη της Τσιγιόμε Μοτσιζούκι (望月 千代女) το 16ο αιώνα, η οποία ανήκε σε οικογένεια αρχηγών των νίντζα Κόγκα (甲賀). (Στις περιοχές Κόγκα και Ίγκα ζούσαν οι νίντζα). Έγινε μέλος της οικογένειας Τακέντα (武田氏) όταν παντρεύτηκε ένα σαμουράι, ανιψιό του Τακέντα Σίνγκεν (武田信玄), του ισχυρότερου άρχοντα της περιοχής. Μετά το θάνατο του συζύγου της σε μια μάχη, ο θείος της της ζήτησε να δημιουργήσει ένα γυναικείο δίκτυο κατασκόπων. Η Τσιγιόμε επιστράτευσε κορίτσια ορφανά ή του περιθωρίου, παρέχοντάς τους φαινομενικά καταφύγιο, εκπαιδεύοντάς τις σαν μίκο (σιντοΐστριες ιέρειες) στο ντότζο της. Στην πραγματικότητα εκπαιδεύονταν σε όλες τις τεχνικές των νίντζα, φονικές και μη. Η Τσιγιόμε κατόρθωσε έτσι να συγκεντρώσει 200-300 γυναίκες, αφοσιωμένες στην ίδια, που κατασκόπευαν για τον Τακέντα.
Γενικά υπήρχαν δυο τύπου κουνοΐτσι:
- Σίμμα κουνοΐτσι, που ήταν μέλος της φατριάς νίντζα, συνήθως κάτω από τις διαταγές κάποιου που την επέβλεπε.
- Καρίμα κουνοΐτσι, την οποία προσλάμβαναν για ένα συγκεκριμένο έργο.
Η αποστολή τους ήταν κυρίως να εισχωρούν στα φρούρια των εχθρών σαν υπηρέτριες και να συλλέγουν σημαντικές πληροφορίες με κάθε τρόπο. Γι' αυτό εκτός από μεθόδους κατασκοπείας, μάθαιναν επίσης πώς να χρησιμοποιούν τα θέλγητρά τους. Μερικές φορές η εντολή τους ήταν να δολοφονήσουν κάποιο σαμουράι. H εμφάνισή τους σαν μίκο τις βοηθούσε να ταξιδεύουν ανενόχλητα και να ακούνε φήμες, αλλά χρησιμοποιούσαν κι άλλες μεταμφιέσεις π.χ. χορεύτριες, μουσικοί, γκέισες κτλ. Γι' αυτό έπρεπε να έχουν διάφορες γνώσεις όπως χορός, τραγούδι, προσευχές, τελετή τσαγιού κτλ. Η εκπαίδευσή τους έδινε μεγάλη έμφαση στην ψυχολογία, τη διαίσθηση και την υποκριτική , όχι μόνο για να αποκρύπτουν αποτελεσματικά την ταυτότητά τους αλλά και για να χειραγωγούν το στόχο τους. Ακόμα έπρεπε να προσέχουν τα δικά τους συναισθήματα, ώστε να μην ερωτευτούν αυτόν που σχεδίαζαν να αποπλανήσουν.
Σε καθαρά πολεμικό επίπεδο, εκπαιδεύονταν το ίδιο εξαντλητικά, σωματικά και πνευματικά, με τους άνδρες νίντζα. Αλλά λόγω της φύσης τους (και της αποστολής τους) επικεντρώνονταν πιο πολύ στον αιφνιδιασμό. Οι άοπλες τεχνικές τους περιλάμβαναν χτυπήματα σε ευαίσθητα σημεία, στρεβλώσεις και πνιγμούς. Προτιμούσαν μικρά όπλα που κρύβονταν εύκολα, λεπίδες (συχνά αλειμμένες με δηλητήριο), καρφίτσες μαλλιών κτλ. Το αγαπημένο τους όπλο ήταν το νέκο-τε (χέρι της γάτας), σιδερένια καρφιά στερεωμένα με δέρμα στα δάχτυλα, που θυμίζουν νύχια γάτας.
Με τον ερχομό πιο ειρηνικών χρόνων, τα ίχνη των κουνοΐτσι της Τσιγιόμε Μοτσιζούκι χάθηκαν. Όμως οι κουνοΐτσι γενικά δε χάθηκαν. Βέβαια στη σύγχρονη εποχή ο ρόλος τους άλλαξε ριζικά: πλέον η εκπαίδευσή τους αφορά αποκλειστικά την αυτοάμυνα και την αυτοκαλλιέργεια. Μαθαίνουν τις ίδιες ακριβώς τεχνικές και όπλα με τους άνδρες, με τη μόνη διαφορά ότι φορούν κόκκινη ζώνη αντί για πράσινη στα χαμηλόβαθμα επίπεδα. Όμως βασικά στοιχεία του παρελθόντος τους, όπως η διαίσθηση, η χρησιμοποίηση της φαινομενικής αδυναμίας και η γρήγορη εξουδετέρωση του αντιπάλου, παραμένουν. Εξάλλου το νιντζούτσου, σαν πολεμική τέχνη που δε δίνει έμφαση στη δύναμη, είναι ιδιαίτερα συμβατό με τις γυναίκες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και με τους άνδρες). Οι σημερινές κουνοΐτσι είναι πολεμίστριες όπως οι πρόγονοί τους και ακολουθούν το ευγενικό μονοπάτι του μπούντο.
Ευγενία Αναστασοπούλου