Το ενδιαφέρον μου για την Ιαπωνία επικεντρώνεται στην περίοδο Έντο (1603-1868), την περίοδο που γέννησε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες αστικούς πολιτισμούς στην ανθρώπινη ιστορία και μάλιστα χωρίς το πλεονέκτημα της επαφής και της επιρροής από τον έξω κόσμο. Αν ωστόσο είχα την μηχανή του χρόνου που σχεδόν όλοι οραματιστήκαμε στην εφηβεία μας, θα ήθελα να ταξιδέψω στην αμέσως επόμενη περίοδο, την περίοδο Μέιτζι (1868-1912), τότε που η Ιαπωνία περνούσε από τη φεουδαρχία στη σύγχρονη εποχή και που μεταμορφωνόταν από έναν κόσμο σαν αυτόν που βλέπουμε στους «Επτά Σαμουράι» του Κουροσάβα σε έναν κόσμο σαν αυτόν που βλέπουμε στο «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα. Και αν μπορούσα να το κάνω, θα περνούσα σίγουρα μια βόλτα από τον ναό Εισότζι στην περιοχή Σιτάγια του Τόκιο, πολύ κοντά από το σημείο που βρίσκεται τώρα το σπίτι μου, για να ρίξω μια ματιά στην προπόνηση που γινόταν στο αυτοσχέδιο ντότζο του.
Ο επικεφαλής της προπόνησης για τα πρώτα 8 χρόνια (1882-1890) ήταν ένας κοντός νεαρός 22 ετών που λεγόταν Τζίγκορο Κάνο και που είχε δώσει στο ντότζο του τη, σχετικά ουδέτερη, ονομασία «Κόντοκαν» ή «χώρος της μελέτης του δρόμου». Ο «δρόμος» στον οποίο αναφερόταν, ήταν ένα σύστημα τεχνικών που ο Κάνο ονόμαζε «τζούντο» και που είχε δημιουργήσει συνδυάζοντας στοιχεία από δύο συστήματα ζίου-ζίτσου που μελέτησε για πολύ μικρό, τουλάχιστον για τα σημερινά δεδομένα των πολεμικών τεχνών, χρονικό διάστημα, αυτό της σχολής Τέντζιν Σίνγιο-ρίου και αυτό της σχολής Κίτο-ρίου. Ο νεαρός ξεκίνησε την μελέτη του στις σχολές αυτές το 1877, όταν μπήκε στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο του Τόκιο για να συνεχίσει αυτό που η αστική οικογένειά του θεωρούσε το σημαντικότερο αγαθό και εφόδιο, δηλαδή την εκπαίδευσή του, και τη σταμάτησε το 1883, λίγο μετά την ίδρυση του Κόντοκαν.
Πολλοί θα αντιμετώπιζαν με δυσπιστία την αξιοπιστία ενός 22χρονου με μόλις έξι χρόνια εμπειρία σε ένα αντικείμενο: τι μπορεί να έμαθε ο άνθρωπος αυτός σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα ώστε να μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα δικό του σύστημα; Και θα είχαν δίκιο αν δεν ίσχυαν ορισμένες πολύ ειδικές συνθήκες όπως η ευφυΐα του Τζίγκορο Κάνο, το ταλέντο του σε οτιδήποτε σχετιζόταν με την εκπαίδευση, το πάθος του για το ζίου-ζίτσου, το όραμά του για τη δημιουργία ενός συστήματος σωματικής αγωγής που να πατάει με το ένα πόδι στην ιαπωνική παράδοση και με το άλλο στο ελληνικό ολυμπιακό ιδεώδες και την ικανότητά του να υποστηρίξει όλα τα παραπάνω μέσω των διασυνδέσεων, προσωπικών και οικογενειακών που είχε στη διάθεσή του.
Πέραν του προσωπικού του υπόβαθρου (σπουδές σε γλώσσες, πολιτικές επιστήμες και οικονομικά, μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, εργασιακή εμπειρία ως πανεπιστημιακός καθηγητής και ως πρύτανης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ως διευθυντής του σχολείου Γκακουσουΐν για γόνους αριστοκρατικών οικογενειών και ως ανώτερος υπάλληλος στο Υπουργείο Παιδείας) ο Κάνο είχε και ένα άλλο ατού: η περίοδος Μέιτζι δηλαδή η περίοδος στην οποία ο ίδιος μεγάλωσε, εκπαιδεύτηκε και δραστηριοποιήθηκε (γεννήθηκε το 1860, 8 χρόνια πριν το ξεκίνημά της και πήρε σύνταξη το 1920, 8 χρόνια μετά το τέλος της) ήταν μια περίοδος μεγάλων αλλαγών και το κλίμα αυτό, υποστηριζόμενο και ενισχυόμενο και από την κυβέρνηση, ήταν πολύ πρόσφορο για την εισαγωγή νέων σκέψεων, νοοτροπιών και μεθόδων∙ ο Κάνο ήταν αρκετά έξυπνος για να το αντιληφθεί αυτό και να το εκμεταλλευθεί προς όφελος του σχεδίου του για το τζούντο.
Ένα άλλο σημείο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του εγχειρήματος του Κάνο (και που κατά μια έννοια ήταν επίσης συνέπεια της εποχής) ήταν η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το ζίου-ζίτσου, αλλά και όλες οι κλασικές πολεμικές τέχνες της εποχής: οι σαμουράι βρίσκονταν στην τελευταία φάση της ύπαρξής τους, είχαν να πολεμήσουν περισσότερους από δυόμισι αιώνες και οι τέχνες τους είχαν σε μεγάλο βαθμό μετατραπεί σε απολιθώματα που διατηρούνταν στη ζωή σαν μουσειακά εκθέματα. Ειδικά στην περίπτωση του ζίου-ζίτσου, το σύστημα διδασκαλίας μέσω κάτα, δηλαδή προδιαγεγραμμένων φορμών, είχε συμβάλλει αποφασιστικά στην απομάκρυνσή τους από την πραγματικότητα –η μεγάλη εισήγηση του Κάνο ήταν η χρήση στην εκπαίδευση του ραντόρι, δηλαδή του ελεύθερου παιξίματος μεταξύ συνασκούμενων. Αυτό ήταν που του επέτρεψε να δοκιμάσει το τζούντο του απέναντι στα ζίου-ζίτσου των κλασικών σχολών και να δρέψει εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα.
Με μεγάλη τους δυσφορία, οι δάσκαλοι των κλασικών σχολών αποδέχτηκαν ότι το σύστημα του νεαρού εκπαιδευτικού, σχεδιασμένο με βάση τις δυτικές παιδαγωγικές μεθόδους και τις αρχές της μέγιστης αποτελεσματικότητας και της αμοιβαίας ωφέλειας ήταν ανώτερο από τα δικά τους –ακόμα περισσότερο, το αποδέχτηκε το κοινό το οποίο ήδη στην πρώτη δεκαετία του Κόντοκαν πολλαπλασιάστηκε σε σημείο να υπάρξει η ανάγκη για έναν ξεχωριστό (και δη μεγάλο) χώρο. Παράλληλα, η εμπλοκή του Κάνο με το νεότευκτο Ολυμπιακό Κίνημα (υπήρξε ο πρώτος Ασιάτης μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής) έφερε από πολύ νωρίς το τζούντο στην παγκόσμια επικαιρότητα∙ αν και σπάνια αναφέρεται, εξίσου σημαντική για την εξάπλωση του τζούντο στα πρώτα εκείνα χρόνια ήταν η πολιτική κατάσταση στην Ιαπωνία και η εισαγωγή του τζούντο στο σύστημα εκπαίδευσης. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί είχαν τη δική τους ατζέντα για τις πολεμικές τέχνες ήταν κάτι που ο Κάνο προτίμησε να αγνοήσει.
Ο Τζίγκορο Κάνο πέθανε το 1938 σε ηλικία 78 ετών, εν πλω μεταξύ Αιγύπτου και Ιαπωνίας. Ο λόγος που είχε πάει στην Αίγυπτο ήταν για να υποστηρίξει –με επιτυχία- την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1940 από το Τόκιο και την παρουσίαση του δημιουργήματός του στους αγώνες αυτούς –η πολιτική κατάσταση που τόσο τον είχε ωφελήσει θα έβαζε την απόφαση της ΔΟΕ στο ψυγείο για 24 ακόμα χρόνια όμως κοιτάζοντας κανείς προς τα πίσω, δύσκολα θα θεωρήσει ότι ο Τζίγκορο Κάνο απέτυχε στον στόχο του. Το τζούντο έγινε ένα από τα πιο ισχυρά εξαγώγιμα προϊόντα της Ιαπωνίας και το όχημα μέσω του οποίου ο υπόλοιπος κόσμος θα μάθαινε τη μαχητική κουλτούρα της χώρας. Και το όνομα του μικρόσωμου εκπαιδευτικού με το όραμα για καλλιέργεια νου και σώματος μέσω της εκπαίδευσης σε ένα σύστημα που στηρίζεται εξίσου στην παράδοση και στην εξέλιξη θα μείνει ανεξίτηλα γραμμένο –και όχι μόνο στα αρχεία του ίδιου του συστήματος.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης