Συνέντευξη με τον ιστορικό και καθηγητή Καρλ Φράιντεϊ - μέρος έκτο

εικόνα άρθρου
SA: Γιατί τα οχυρωματικά έργα των περιόδων Χέιαν και Καμακούρα ήταν ως επί το πλείστο «λυόμενα» τα οποία χτίζονταν γρήγορα και εγκαταλείπονταν εξίσου γρήγορα; Γιατί δεν ήταν πιο μόνιμα κτίσματα όπως αυτά που βλέπουμε στην περίοδο Σενγκόκου (είτε του τύπου γιάμα-σίρο, είτε του τύπου Αζούτσι;)

ΚΦ: Τα μόνιμα κάστρα του είδους που βλέπει κανείς στην Ιαπωνία κατά την περίοδο Σενγκόκου ήταν γενικά μια αντίδραση στην ανάγκη για διαρκή άμυνα μιας περιόδου κατά την οποία υπήρχαν συνεχώς πόλεμοι (ή απειλή πολέμων) και/ή σύμβολα πολιτικής δύναμης. Οι συνθήκες αυτές δεν υφίσταντο στην Ιαπωνία των περιόδων Χέιαν ή Καμακούρα.

Και οι δύο περίοδοι ήταν στην πραγματικότητα αρκετά ειρηνικές: οι πολεμιστές δεν αισθάνονταν την ανάγκη να οχυρώνουν βαριά τα σπίτια τους και η στρατιωτική δύναμη δεν ήταν πηγή πολιτικής δύναμης οπότε το να ζει κανείς σε ένα κάστρο δεν πρόσφερε κάποια συμβολική αξία. (Στην πραγματικότητα μάλλον ίσχυε το αντίθετο: αν ένας πολεμιστής ζούσε μέσα σε ένα οχυρωμένο κάστρο θα έδειχνε αδύναμος και τρομοκρατημένος από κάτι και αυτό θα υπαινισσόταν έλλειψη πολιτικής επιρροής.) Οι πολεμιστές των περιόδων Χέιαν και Καμακούρα ζούσαν –ως επί το πλείστον- όπως και οι άλλες επαρχιακές ελίτ επειδή ταυτίζονταν με τους μη-πολεμιστές ομολόγους τους και επειδή ήθελαν να ταυτίζονται με αυτούς.

Υπάρχουν ορισμένα μόνιμα (ή τουλάχιστον δυνητικά μόνιμα) οχυρά που κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια των περιόδων Χέιαν και Καμακούρα όπως αυτά στα βορειοανατολικά κατά τη διάρκεια του Πρώτου Εννεαετούς Πολέμου και του Ύστερου Τριετούς Πολέμου ή τα οχυρά των Τάιρα στο Ιτσινοτάνι κατά τη διάρκεια του Πολέμου Γκενπέι, όμως τακτικά και στρατηγικά μιλώντας, τα οχυρωματικά έργα τα ύστερης περιόδου Χέιαν και της πρώιμης περιόδου Καμακούρα ήταν αμυντικές γραμμές όχι κάστρα ή οχυρά που παρείχαν ασφάλεια για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε στρατιές που ζούσαν σ’ αυτά. Ο στόχος τους ήταν να συγκεντρώνουν τις εκστρατείες και τις μάχες, να καθυστερούν τις προελάσεις των εχθρών, να εμποδίζουν τις εισβολές, να ελέγχουν την επιλογή των πεδίων μάχης, να περιορίζουν τους ελιγμούς του ιππικού και να ενισχύουν την ικανότητα των πεζών τμημάτων να αντιμετωπίζουν έφιππους.

Τον 14ο αιώνα, στους πολέμους Ναμποκουτσό, ο Κουσουνόκι Μασασίγκε και άλλοι πιστοί του αυτοκράτορα Γκο-Ντάιγκο, εισηγήθηκαν ένα νέο μοντέλο στο οποίο τα οχυρά ήταν σημεία εκκίνησης, καταφύγια και σύμβολα αντίστασης∙ αν και τα περισσότερα αμυντικά έργα του 12ου και του 13ου αιώνα ήταν κατασκευασμένα κατά μήκος δρόμων, προγεφυρωμάτων και άλλων ταξιδιωτικών αρτηριών ή σε κοντινή απόσταση από αυτά, ο Μασασίγκε και οι σύμμαχοί του ταμπουρώνονταν σε απόμακρα ορεινά οχυρά, τα οποία αψηφούσαν την εξουσία της Καμακούρα τόσο σαν παρουσίες όσο και πρακτικά, και λειτουργούσαν σαν σημεία έλξης για τη στρατολόγηση νέων μελών. Όντας αρκετά συμπαγή ώστε να μπορούν να αμυνθούν σε επιθέσεις από όλα τα μέτωπα και τοποθετημένα σε εδάφη αρκετά επικίνδυνα ώστε να είναι δύσκολα στην προσπέλαση τόσο από μονάδες που ήθελαν να κινηθούν γρήγορα όσο και από μεγάλους σχηματισμούς, τα οχυρά αυτά δεν μπορούσαν να κατακτηθούν μέσω άμεσων επιθέσεων και αυτό επέτρεπε σε σχετικά μικρές ομάδες πολεμιστών να συγκρατήσουν σημαντικού μεγέθους εχθρικές δυνάμεις για μεγάλα διαστήματα, κερδίζοντας έτσι χρόνο και αξιοπιστία για τον αγώνα του Γκο-Ντάιγκο και φθείροντας το ηθικό των δυνάμεων της Καμακούρα.

Η τακτική αυτή δεν ήταν, βεβαίως, εντελώς καινούρια: ο Άμπε Γιοριτόκι και ο γιος του, Σαντάτο είχαν κάνει κάτι παρόμοιο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Εννεαετούς Πολέμου (1055-1062). Η βασική στρατηγική του Γιοριτόκι σ’ εκείνη την εκστρατεία ήταν να οχυρωθεί –ο ίδιος και όσοι τον ακολουθούσαν- σε ένα κάστρο ελπίζοντας ότι έτσι θα δοκιμάσει την υπομονή και τη θέληση του Μιναμότο Γιοριγιόσι οι στρατιώτες του οποίου θα ήθελαν να επιστρέψουν όσο πιο γρήγορα γίνεται στις περιοχές τους. Η μοίρα ωστόσο του Γιοριτόκι και του Σαντάτο σ’ εκείνη τη σύρραξη δείχνει τις παγίδες που κρύβει μια τέτοια στρατηγική: δεν μπορείς να κρύβεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο για πάντα και αν ο αντίπαλός σου δεν χάσει το ενδιαφέρον του πιθανότατα θα τελειώσει πρώτα η δική σου αποφασιστικότητα –ή οι προμήθειές σου. Στην περίπτωση του Σαντάτο, ήταν ο ίδιος που τελικά έχασε την υπομονή του και βγήκε έξω να πολεμήσει.

Ο Μασασίγκε (και οι σύμμαχοί του) δοκίμασε κάτι ελαφρώς διαφορετικό καθώς στόχος του ήταν να διατηρήσει ζωντανό έναν αγώνα, έναν σκοπό και όχι τον εαυτό του. Δημιουργώντας πολλά οχυρά (και συχνά εγκαταλείποντας τα παλιότερα πριν πέσουν και στήνοντας καινούρια), κράταγε μεταφορικά ψηλά το λάβαρο που έλεγε ότι η Καμακούρα δεν ήταν, τελικά, ανίκητη –αυτό που έκανε στην πραγματικότητα ήταν να εκμεταλλευτεί την ευρεία δυσαρέσκεια με το σογκουνάτο μεταξύ τόσο των υποτελών στην Καμακούρα όσο και των άλλων πολεμιστών ελπίζοντας ότι αν κατάφερνε να διατηρήσει την αξιοπιστία της σταυροφορίας του Γκο-Ντάιγκο κατά του σογκουνάτου για αρκετό καιρό, οι πολεμιστές θα άρχιζαν να έρχονται με το μέρος του. Η κατάσταση αυτή όμως ήταν αρκετά καινοφανής –οι συνθήκες που προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί ο Μασασίγκε δεν υπήρχαν σε προηγούμενες συρράξεις.

SA: Το «Samurai, Warfare, and the State» θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση την ιδέα ότι οι στρατοί των σαμουράι ήταν εν πολλοίς από την κορυφή ως τη βάση συνάξεις ασυντόνιστων ατόμων που κατέβαιναν στο πεδίο της μάχης με στόχο την προσωπική τους δόξα –το κείμενό σας δείχνει ότι τα κατώτερα στρώματα αποτελούνταν από μονάδες πολεμιστών που εκπαιδεύονταν εκτενώς μαζί και που είχαν υψηλό βαθμό συνεργασίας. Τι εμπόδισε αυτή την ενότητα να υπάρξει και σε μεγαλύτερες ομάδες;

ΚΦ: Κυρίως οι πολιτικές συνθήκες. Οι στρατοί των περιόδων Χέιαν και Καμακούρα ήταν προσωρινές, άτακτες συναθροίσεις που δημιουργούνταν μέσω περίπλοκων στρατιωτικών δικτύων. Οι πολεμιστές έφτιαχναν τις δυνάμεις που χρειάζονταν καλώντας τα μέλη μικρών πυρήνων μαχητών, υποτελών συμμάχων και (εκτός αν η σύρραξη ήταν εντελώς ιδιωτική υπόθεση) στρατιωτικούς αξιωματούχους των τοπικών κυβερνήσεων και οι δυνάμεις που εμπλέκονταν συνδέονταν με τους διοικητές τους μέσω βραχυπρόθεσμων συμβατικών υποσχέσεων για ανταμοιβές και όχι μέσω διαρκών υποχρεώσεων υπηρεσίας.

Αυτό σήμαινε ότι οι διοικητές είχαν πολύ λίγες (έως και μηδενικές) ευκαιρίες να εκπαιδευτούν με τις δυνάμεις τους σε μεγάλους σχηματισμούς και να διαμορφώσουν συντονισμένες ομαδικές τακτικές ή να κατεβάσουν στη μάχη πειθαρχημένους και καλά δομημένους στρατούς. Οι σαμουράι δεν είχαν τους πόρους να συγκεντρώνουν μεγάλες στρατιές τις οποίες να συντηρούν κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους ή οι οποίες να έχουν πολεμήσει αρκετά μαζί ώστε να αποκτήσουν τη συνοχή που απαιτεί η στρατηγική των μεγάλων σχηματισμών –αυτό ήρθε αρκετά μετά τις αρχές του 15ου αιώνα.

SA: Το τελευταίο σας βιβλίο, το «The First Samurai: The Life And Legend Of The Warrior Rebel Taira Masakado» δεν ήταν μόνο μια εξαιρετική βιογραφία αλλά και μια πολύ καλογραμμένη αφήγηση των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών και του σκηνικού της συγκεκριμένης εξέγερσης. Ο τίτλος, το εξώφυλλο και η συσκευασία δείχνουν ότι απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό από τα περισσότερα ακαδημαϊκά βιβλία –αυτή ήταν η πρόθεσή σας όταν το γράφατε; Και αν ναι, το στιλ γραφής και η προσέγγισή σας ήταν διαφορετικά από αυτά που είναι όταν γράφετε έχοντας κατά νου την ακαδημαϊκή κοινότητα;

ΚΦ: Το «The First Samurai» γράφτηκε για τον εκδοτικό οίκο John Wiley & Sons ο οποίος είναι κατά το ήμισυ ακαδημαϊκός οίκος οπότε το αιτούμενο ήταν να γράψω κάτι που όντως θα απευθυνόταν σε ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό που ήθελα ήταν κάτι που θα εξυπηρετούσε τους ίδιους σκοπούς με ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα, κάτι που θα έδινε στον αναγνώστη πληροφορίες για την περίοδο, ενώ ταυτόχρονα θα τον ψυχαγωγούσε με μια ωραία ιστορία. Επίσης προσπάθησα –δεν ξέρω με πόση επιτυχία- να γεφυρώσω το χάσμα μεταξύ ενός βιβλίου που θα ενδιέφερε και θα ψυχαγωγούσε τους κανονικούς ανθρώπους χωρίς να χάνει την ακαδημαϊκή του αξιοπιστία και αξία.

SA: Απεικονίζετε τον Μασακάντο σαν έναν «απρόθυμο επαναστάτη», έναν άνθρωπο που όταν έκανε τις αρχικές του επιθέσεις δεν είχε κατά νου την εξέγερση αλλά εξωθήθηκε εκεί από τις συνθήκες∙ δείχνει σαν ένας άνθρωπος που στην πραγματικότητα ήταν ικανοποιημένος λειτουργώντας εντός του πλαισίου του αυτοκρατορικού κράτους Χέιαν. Αν ήταν όντως έτσι, πώς κατέληξε να θεωρηθεί επαναστάτης όταν οι συγκρούσεις στις οποίες ήταν αναμεμειγμένος ήταν προσωπικές και τοπικές;

ΚΦ: Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Μασακάντο και οι άλλοι τοπικοί πολέμαρχοι όπως αυτός ήταν όντως ικανοποιημένοι με το πλαίσιο του κράτους –μάλλον είχαν αποδεχτεί την ύπαρξή του. Αυτό σημαίνει ότι δεν κατ’ ανάγκη οπαδοί του συστήματος και ότι ανάλωναν μεν αρκετή ενέργεια στο να το κάνουν να λειτουργεί υπέρ τους και να το παρακάμπτουν αλλά δεν αναζητούσαν και ευκαιρίες για να το ανατρέψουν.

Με σημερινούς όρους θα λέγαμε ότι ήταν κάτι σαν μεσαίου επιπέδου στελέχη ή σαν μικρό-επιχειρηματίες: από τη μια μεριά αυτοί που βρίσκονται στη μέση αισθάνονται δυσαρέσκεια για τους πλούσιους –και δη για εκείνους που κληρονόμησαν τον πλούτο τους- και για τον τρόπο που το σύστημα είναι φτιαγμένο για να λειτουργεί προς όφελός τους, δεν τους αρέσει ιδιαίτερα που πληρώνουν φόρους, δεν αντέχουν τους τεμπέληδες, τους ανόητους ή τους διεφθαρμένους πολιτικούς και τους ενοχλεί ότι αυτοί κάνουν όλη τη δουλειά που επιτρέπει στο κορυφαίο 2% του πληθυσμού να συλλέγει το 80% του πλούτου που παράγεται. Όμως ταυτόχρονα σπάνια τείνουν προς τις επαναστατικές ιδέες –φιλοδοξία τους είναι να ανέβουν μέσα στο σύστημα και όχι να το ανατρέψουν καθώς, σε τελική ανάλυση βρίσκονται στη μέση, δεν έχουν καμία διάθεση να πέσουν στις χαμηλότερες οικονομικές τάξεις και καταλαβαίνουν (αν και κυρίως υποσυνείδητα) ότι είναι επίσης ωφελημένοι από το σύστημα οπότε γενικά το θεωρούν μεν ελαττωματικό (και συχνά πολύ άδικο) αλλά αποδέχονται ότι είναι η καλύτερη εναλλακτική που υπάρχει. Θέλουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα (προσωπική και οικονομική) που τους προσφέρει και δε θέλουν να την εγκαταλείψουν οπότε πιστεύουν ότι αν δημιουργούν προβλήματα είναι πιο πιθανό να χάσουν αυτά που έχουν παρά να κερδίσουν κάτι παραπάνω.

Οι επαρχιακοί και οι άλλοι πολέμαρχοι ήταν περίπου στην ίδια κατάσταση κατά τη διάρκεια της περιόδου Χέιαν. Ο Μασακάντο επαναστάτησε τελικά κατά της αυλής όμως η διαδικασία ήταν σχεδόν τυχαία και η εξέγερση του μοιάζει να ήταν ένα παιχνίδι από το οποίο έλπιζε να βρεθεί σε μια θέση που θα του επέτρεπε να διαπραγματευτεί και όχι μια ειλικρινής προσπάθεια να ξεφύγει από την εξουσία της αυλής∙ η φήμη του επαναστάτη που του χάρισε η ιστορία πιθανότατα προέκυψε και από το γεγονός ότι έχασε και από το γεγονός ότι κατάφερε να πλησιάσει τόσο.

Τα προβλήματά του άρχισαν σαν μια σειρά καυγάδων με συγγενείς και τοπικούς ανταγωνιστές κατά τη διάρκεια των οποίων προσπάθησε πάρα πολύ να μείνει εντός του πλαισίου του νόμου. Τα πράγματα πήγαν προς το χειρότερο όταν μπλέχτηκε, μέσω μιας σειράς πολύ περίπλοκων συνθηκών, σε μια τοπική διαμάχη που περιλάμβανε έναν από τους συμμάχους του στην επαρχία Χιτάτσι και αυτό οδήγησε, ξανά μέσω μιας περίπλοκης αλυσίδας συμβάντων, ο στρατός του να καταλάβει και να λεηλατήσει την πρωτεύουσα της επαρχίας –αυτό έφερε σαφώς τον Μασακάντο απέναντι στον νόμο.

Στις παραδοσιακές αφηγήσεις, στο σημείο αυτό ο Μασακάντο τρελάθηκε, κατάλαβε τα επαρχιακά αρχηγεία επτά άλλων ανατολικών επαρχιών και ανακήρυξε τον εαυτό του νέο αυτοκράτορα της ανατολής. Όμως η δημιουργία ενός νέου βασιλείου (και ο τίτλος του νέου αυτοκράτορα) εμφανίζονται μόνο σε μια από τις λογοτεχνικές αφηγήσεις των περιπετειών του και δεν επιβεβαιώνονται από πιο αξιόπιστες πηγές. Υπάρχει δε ένας άλλος τρόπος να ερμηνεύσει κανείς την προέλασή του από το Χιτάτσι στην υπόλοιπη ανατολή: προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του προκειμένου να μπορέσει να διαπραγματευτεί χάρη για το φιάσκο του Χιτάτσι.

Όπως επισήμανε και ο Μπομπ Ντίλαν, «αν κλέψεις λίγο σε ρίχνουν στη φυλακή –αν κλέψεις πολύ σε κάνουν βασιλιά». Έχοντας ήδη ξεπεράσει το όριο και έχοντας εξεγερθεί εναντίον του κράτους λόγω των πράξεών του στο Χιτάτσι, ο Μασακάντο είχε ήδη μπει σε μπελάδες όμως συνέχισε να προσπαθεί να διαπραγματευτεί μια χάρη, ακόμα και ενόσω κατακτούσε τις πρωτεύουσες των επαρχιών της ανατολής, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν να γίνει αρκετά σημαντικός ώστε η αυλή να πρέπει να κάνει κάτι μαζί του αντί απλώς να τον εξολοθρεύσει. Άλλοι πολέμαρχοι –μεταξύ των οποίων ο Μιναμότο Γιοριτόμο, ο ιδρυτής του πρώτου σογκουνάτου- ακολούθησαν σχεδόν την ίδια στρατηγική με επιτυχία –η διαφορά μεταξύ της περίπτωσης του Μασακάντο και αυτής του Γιοριτόμο άπτεται περισσότερο σε θέματα τύχης και περιστάσεων οπότε ο Μασακάντο έχασε ενώ ο Γιοριτόμο τα κατάφερε.

Ο Μασακάντο έμεινε στην ιστορία σαν επαναστάτης εν μέρει επειδή έχασε και εν μέρει επειδή τρόμαξε για τα καλά την αυλή αναγκάζοντάς την να αντιδράσει με υστερικές διακηρύξεις για τις αποτρόπαιες πράξεις του και με την ανάγκη να τον καταστρέψει –το «Σόμονκι», το λογοτεχνικό χρονικό που καθόρισε τη μετέπειτα φήμη του, γράφτηκε για την αυλή με αποτέλεσμα να εξυπηρετεί αυτή την οπτική γωνία και αυτές τις συμμαχίες.

Η εξέγερση του Μασακάντο και αυτή του Τάιρα Ταντατσούνε έναν αιώνα αργότερα, επίσης ταιριάζουν καλά με το παλιό σενάριο μιας ανερχόμενης τάξης πολεμιστών από τις επαρχίες που απλώς περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να πάρει τα ηνία -μια τέτοια θεώρηση κάνει τον Μασακάντο προάγγελο των μεσαιωνικών γεγονότων- αλλά και με τη ροπή των μαρξιστών ιστορικών στην Ιαπωνία να παρουσιάζουν τα πράγματα σαν μια διαρκή ταξική σύγκρουση μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των επαρχιακών ελίτ. Ο Μασακάντο ταιριάζει πολύ καλύτερα και στις δύο περιπτώσεις σαν επαναστάτης παρά σαν ένας μεσαίος μάνατζερ που προσπαθούσε να εμποδίσει την εφορία να τον ρίξει στη φυλακή.

Συνεχίζεται…

Μετάφραση και φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Διαβάστε το πέμπτο μέρος της συνέντευξης του Καρλ Φράιντεϊ εδώ




×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι