SA: Στο «Legacies of the Sword» (μια μελέτη της Κάσιμα-Σινρίου γραμμένη με τον Σέκι Χουμιτάκε) υποστηρίζετε ότι πολλές παραδοσιακές ιαπωνικές πολεμικές τέχνες χρησιμοποιούν τη γλώσσα του βουδισμού, του Σίντο, του κομφουκιανισμού (και του νέο-κομφουκιανισμού) και του ταοϊσμού προκειμένου να περιγράψουν το περιεχόμενό τους επειδή «…οι ναοί ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι Ιάπωνες για να περιγράψουν το σύμπαν και πρόσφεραν τη μόνη ορολογία για ζητήματα σχετικά με τη σωματική επιστήμη ή τη φιλοσοφία». Στην ουσία, οι θρησκευτικοί όροι χρησιμοποιούνταν για να αποδώσουν πολύ συνηθισμένες και «προσγειωμένες» πληροφορίες. Πιστεύετε ότι ίσως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής γλώσσας έχουν δώσει μεγάλη έμφαση στις πνευματικές και φιλοσοφικές διαστάσεις της εξάσκησης με το ξίφος παρακάμπτοντας τον αρχικό και βασικό της ρόλο σαν μέθοδο εκπαίδευσης των πολεμιστών; ΚΦ: Και ναι και όχι. Όπως είπα στην απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση, αμφιβάλλω αν η τυποποιημένη εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες είχε ποτέ σαν πρωταρχική της λειτουργία την εκπαίδευση ανθρώπων για τη μάχη –ήταν πάντοτε για κάτι πιο μεγάλο ή πιο αφηρημένο και αυτός είναι ο λόγος που η ξιφομαχία υπήρξε τόσο κεντρικό χαρακτηριστικό στα ριούχα μπουγκέι: αντιπροσώπευε ένα συμβολικό sine qua non (Στμ «εκ των ων ουκ άνευ» –λατινικά στο πρωτότυπο) της ατομικής συμπλοκής, το προτιμώμενο όπλο για μονομαχίες εκτός πεδίου μάχης και ένα είδος μίτσι (ΣτΜ «μίτσι» είναι μια άλλη ανάγνωση του ιδεογράμματος «ντο») μέσα σε ένα άλλο μίτσι για τους μπουγκέισα –τότε, όπως και σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που η εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες εξελίχθηκε τόσο γρήγορα στις πρώτες δεκαετίες της περιόδου Τοκουγκάουα: η εξειδίκευση, η τυποποίηση και η εξιδανίκευση των ριούχα μπουγκέι δεν ήταν εγγενώς επιβλαβής για την πολεμική προετοιμασία γιατί αυτό το είδος μαχητικής εξάσκησης δεν ήταν ποτέ σχεδιασμένο για να προετοιμάζει στρατιώτες για τον πόλεμο. Η στρατιωτική επιστήμη συνέχισε μέσω άλλων διαδρομών (και ειδικά μέσω της νεοεισαχθείσας επιστήμης του γκουνγκάκου, της στρατηγικής) ενώ οι σχολές πολεμικών τεχνών συνέχισαν να εστιάζουν στην προσωπική εξέλιξη.
Πέραν αυτού ωστόσο, η εξάσκηση στο μπούντο δεν ήταν ποτέ (ή τουλάχιστον ποτέ ως τη σύγχρονη εποχή) στενά συνδεδεμένη με το ζεν ή οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική πρακτική αλλά ένα ξεχωριστό-παράλληλο μονοπάτι (μίτσι) προς τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, ένα μονοπάτι με τη δική του εσωτερική λογική. Οι ασκούμενοι στις πολεμικές τέχνες δανείζονταν λεξιλόγιο και έννοιες από τον βουδισμό, τον ταοϊσμό και τις γηγενείς θρησκευτικές παραδόσεις όμως πολύ λίγοι θεωρούσαν αυτό που έκαναν σαν έκφραση των παραδόσεων αυτών.
Επιπλέον, η διάκριση μεταξύ του σωματικού και του πνευματικού στην οποία στηρίζεται αυτή η ερώτηση είναι δυτική και τεχνητή: η παραδοσιακή ιαπωνική κοσμοθεωρία και παιδαγωγία δε διαχωρίζει τον νου, το σώμα και το πνεύμα με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η μετά-καρτεσιανή δυτική σκέψη∙ στο παραδοσιακό ιαπωνικό πλαίσιο αναφοράς, η διάκριση μεταξύ σωματικών και πνευματικών παραγόντων στην εξάσκηση είναι περίπου αντίστοιχη με τη διάκριση μεταξύ εσωτερικών παραγόντων (μυϊκός έλεγχος, εστίαση, συγκέντρωση, δύναμη, τάιμινγκ κ.λπ.) και εξωτερικών (βαρύτητα, άνεμος κ.λπ.) στην άσκηση π.χ. της τοξοβολίας: μπορεί να τους διαχωρίσει κανείς για λόγους ανάλυσης όμως στην πραγματικότητα είναι όλοι μέρος του ίδιου πακέτου. Σύμφωνα με τον τρόπο που εκφράζουν τα πράγματα τα παραδοσιακά μπουγκέι, αυτό που περιγράφουμε σαν «πνευματική ανάπτυξη» είναι ουσιώδες συστατικό της διαμόρφωσης υψηλού επιπέδου ικανοτήτων στη συμπλοκή.
Αυτό είναι το πραγματικά ωραίο στοιχείο της βασικής προϋπόθεσης της παραδοσιακής ιαπωνικής πολεμικής τέχνης: προκειμένου να κυριαρχήσεις στη βία πρέπει να φέρεις τον εαυτό σου σε ένα σημείο που μπορείς να την υπερβείς ολοκληρωτικά. Η μάχη είναι ένα φυσικό φαινόμενο σαν όλα τα άλλα και όσο πιο κοντά και καλά εναρμονίζονται οι κινήσεις και οι τακτικές σου με τις αρχές του φυσικού νόμου, τόσο καλύτερη θα είναι η απόδοσή σου στη μάχη. Σε ένα επίπεδο, το συμπέρασμα αυτό είναι απλό και προφανές όσο το πλεονέκτημα που έχει το να ρίχνεις ένα βέλος μαζί με τον άνεμο και όχι κόντρα στον άνεμο όμως η αντίληψη της προ-σύγχρονης Ιαπωνίας δε διαχώριζε τη φυσική από τη μεταφυσική, πράγμα που σημαίνει ότι για τους σαμουράι, η διάκριση μεταξύ σωματικών και των πνευματικών ζητημάτων στην εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες σχετιζόταν απλώς με το επίπεδο της πολυπλοκότητας με την οποία προσέγγιζε κανείς το θέμα.
SA: Στο δυτικό κόσμο, το ζεν συνήθως θεωρείται σαν κάτι που ενσωματώνει όλον τον ιαπωνικό βουδισμό και συχνά παρουσιάζεται σαν η μεγαλύτερη φιλοσοφική επιρροή στην κουλτούρα των σαμουράι. Όπως επισημαίνετε στο «Legacies of the Sword» τα μπουγκέι είναι «συμβατά με οποιαδήποτε θρησκευτική συσχέτιση ή έλλειψη θρησκευτικών συσχετίσεων». Πιστεύετε ότι η επιρροή του ζεν στις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και στην κουλτούρα των σαμουράι έχει υπερτονιστεί στη Δύση ενώ η επιρροή του εσωτερικού βουδισμού, του Τζόντο Σίνσου, του Σίντο κ.λπ. έχει εν πολλοίς αγνοηθεί; ΚΦ: Αυτό σίγουρα ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος της φιλολογίας περί ιαπωνικών πολεμικών τεχνών που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης δουλειάς που έχει γίνει ωστόσο, και κυρίως αυτά που έχουν γραφτεί από μελετητές και ανθρώπους που είναι άμεσα εμπλεκόμενοι με τις κλασικές τέχνες (κορίου) έχουν εγκαταλείψει αυτή την εσφαλμένη πεποίθηση.
SA: Το «Samurai, Warfare, and the State in Early Medieval Japan» είναι ίσως το πιο γνωστό σας βιβλίο και (μαζί με τη δουλειά που έχει γίνει από τον Τόμας Κόνλαν) έχει αλλάξει δραστικά τον τρόπο που ο δυτικός ακαδημαϊκός κόσμος αντιμετωπίζει τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσαν οι σαμουράι. Ειδικά ενδιαφέρουσες ήταν οι πρακτικές αναλύσεις των τακτικών που χρησιμοποιούσαν μεμονωμένα οι σαμουράι όπως π.χ. γιατί ένας έφιππος τοξότης ήθελε να έχει τον εχθρό στα αριστερά του ή πώς τα φυσικά χαρακτηριστικά των ιαπωνικών αλόγων απέκλειαν τις επελάσεις ιππικού που βλέπει κανείς στα αμερικανικά γουέστερν. Πόσο δύσκολο ήταν να συνθέσετε τις τακτικές αυτές από τις λίγες πηγές που υπάρχουν; Και τι ήταν αυτό που σας έκανε να αμφισβητήσετε το μοντέλο της «ανακοίνωσης των τιμητικών ονομάτων και της ανταλλαγής βελών» που παρουσιάζεται στις πολεμικές αφηγήσεις της περιόδου εκείνης;ΚΦ: Οι γενικές γραμμές –αλλά και πολλές από τις λεπτομέρειες των ατομικών και ομαδικών τακτικών είναι αρκετά σαφείς αν απλώς διαβάσει κανείς τις πηγές με προσοχή. Μερικές από τις λεπτομέρειες ωστόσο χρειάζονται αρκετές αναγνώσεις –και «ανάμεσα στις γραμμές»- και κάποιες εικασίες και τα μοντέλα ελιγμών και οι επιλογές που ήταν διαθέσιμες στους πολεμιστές προκειμένου να προσεγγίσουν τον εχθρό που περιγράφω εντάσσονται στη δεύτερη κατηγορία –στην πραγματικότητα είναι απλώς συμπεράσματα στα οποία κατέληξα λογικά από τα βασικά σημεία και τις αρχές που είναι ξεκάθαρα στις πηγές (το βάρος και την κατασκευή της πανοπλίας, τις ικανότητες των ιαπωνικών πόνι, τη φύση των τόξων και των βελών, την προτίμηση να έχεις τους αντιπάλους σου στα δεξιά σου όταν τους προσεγγίζεις από τα αριστερά τους κ.λπ.).
Το «μοντέλο της ανακοίνωσης των τιμητικών ονομάτων και της ανταλλαγής βελών» είναι στη πραγματικότητα ένας ανόητος μύθος που εφευρέθηκε λίγο-πολύ από το μηδέν από παλιότερους ιστορικούς. Όχι μόνο δεν έχει κανένα απολύτως νόημα αν το δει κανείς σε σχέση με τα πρακτικά ζητήματα που προκύπτουν σε ένα πεδίο μάχης (για παράδειγμα, πώς θα μπορούσαν δεκάδες –και πολύ περισσότερο εκατοντάδες- πολεμιστές να πηγαίνουν δεξιά-αριστερά σε ένα πεδίο μάχης προκειμένου να αναγνωρίσουν τον κατάλληλο αντίπαλο ενώ όλοι φωνάζουν σε όλους;) αλλά είναι και εντελώς αντίθετο με την «χύμα» προσέγγιση στη μάχη που παρουσιάζεται σε όλες τις αναφορές (ακόμα και τις λογοτεχνικές) σχετικά με τους πολεμιστές της περιόδου Χέιαν. Ταυτόχρονα, το να έχεις ήρωες που καυχώνται για την καταγωγή και τα κατορθώματά τους στην αρχή της μάχης, ένα αφηγηματικό εργαλείο γνωστό και σαν «να λέει κανείς το όνομά του» («naming one’s name») είναι ένα πολύ φυσικό λογοτεχνικό ποίκιλμα, πολύ συνηθισμένο στην επική λογοτεχνία σε όλον τον κόσμο.
Και μόνο αυτά θα αρκούσαν να μας κάνουν επιφυλακτικούς σχετικά με το πόσο συχνά οι πολεμιστές απάγγελναν το βιογραφικό τους και τη γενεαλογία τους ο ένας στον άλλον –αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν παραδείγματα αυτής της συμπεριφοράς (εκτός από απλές αναφορές σε πολεμιστές που «φώναζαν τα ονόματά τους») σε καμία πηγή που έχει γραφτεί πριν τον 14ο αιώνα, τότε σίγουρα έχουμε λόγο να είμαστε καχύποπτοι.
Επιπλέον, ακόμα και στις μεταγενέστερες μεσαιωνικές λογοτεχνικές αναφορές, οι περιπτώσεις απαγγελίας του βιογραφικού είναι πολύ λιγότερο συνηθισμένο από ό,τι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι συνηθισμένες αναπαραστάσεις των πρώιμων μεσαιωνικών μαζών. Για παράδειγμα στο «Κακουΐτσι-μπον Χέικε Μονογατάρι» (την πιο εξωραϊσμένη έκδοση του κειμένου) υπάρχουν μόνο 19 τέτοια περιστατικά, 13 από τα οποία είναι στο ίδιο κεφάλαιο, στη μάχη του Ιτσινοτάνι, και τρία από αυτά είναι από το ίδιο άτομο και συμβαίνουν με διαφορά μερικά λεπτά το ένα από το άλλο. Κανένα δε από τα περιστατικά αυτά δεν είχε να κάνει με πολεμιστές που έκαναν ζευγάρια για να πολεμήσουν ο ένας με τον άλλον –όλα αναφέρονται σε πολεμιστές που είτε περίμεναν έξω από κάποιο οχυρό, είτε βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό και προκαλούσαν τον εχθρό.
Αυτό που έγινε με το πέρασμα των χρόνων είναι ότι οι ιστορικοί απλώς αποδέχτηκαν την υπόθεση ότι οι πρώιμες μάχες των σαμουράι ήταν τελετουργικές και διέπονταν από κανόνες κυρίων, επιτρέποντας έτσι στις παρωπίδες που είχαν επιβάλλει οι προϊδεάσεις να περιορίσουν τον τρόπο που διάβαζαν τις πηγές τους, αποκλείοντας την περίπτωση να υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες. Οι ιστορικοί που αναγνώριζαν και επεξηγούσαν τα τελετουργικά στοιχεία και την επισημότητα των πεδίων της μάχης του πρώιμου μεσαίωνα, το έκαναν επειδή περίμεναν να βρουν τα στοιχεία αυτά εκεί.
SA: Πώς είδατε μέσα στα χρόνια την αντίδραση των κριτικών στην αμφισβήτηση εκ μέρους σας της ιστορικής ακρίβειας της «έντιμης μάχης και του απαράβατου κώδικα μπουσίντο» και της παρουσίασης στοιχείων που αποδείκνυαν ότι οι σαμουράι θεωρούσαν τις ενέδρες, την προδοσία, τους εμπρησμούς, τη σφαγή των αμάχων και άλλες ύπουλες τακτικές απόλυτα αποδεκτές; Έχετε καμία ενδιαφέρουσα ιστορία σχετικά με τις αντιδράσεις κάποιων που ίσως υπέφεραν από πολεμικοτεχνίτικες ψευδαισθήσεις;ΚΦ: Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν αρκετοί που δεν τους αρέσει η ιδέα ότι οι πρώιμοι σαμουράι ήταν εξίσου πρακτικοί και όχι περισσότερο ρομαντικοί ή τελετουργικοί στη συμπεριφορά τους από τους μεταγενέστερους ή από τους πολεμιστές άλλων εποχών και τόπων όμως στην πραγματικότητα ποτέ δε δέχτηκα πυρά σχετικά με αυτή μου τη θέση: οι κριτικές που έχω δει είναι όλες θετικές (τουλάχιστον από αυτή την άποψη!) και το ίδιο ήταν και οι αντιδράσεις του κοινού στις διαλέξεις που έδωσα για τα θέματα αυτά.
Συνεχίζεται…
Μετάφραση και φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Διαβάστε το τέταρτο μέρος της συνέντευξης του Καρλ Φράιντεϊ
εδώ