SA: Αν και οι ομάδες πολεμιστών της εποχή Χέιαν είχαν πολλά κοινά με τις λεγόμενες πατριές (clans) της εποχής Σενγκόκου, τι ήταν αυτό που έκανε τις πρώτες τόσο εύκολες στον έλεγχο από την αυτοκρατορική αυλή ενώ τις δεύτερες όχι; Είχε κυρίως να κάνει με το ότι η αυλή έφερνε τους μπούσι τον έναν εναντίον του άλλου ή υπήρχαν κι άλλες παράμετροι; ΚΦ: Πρώτα να επισημάνουμε κάτι: πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός με τη χρήση του όρου «πατριά» (clan) ακόμα και όταν αναφέρεται στην εποχή Σενγκόκου. Με την ανθρωπολογική έννοια του όρου στην Ιαπωνία δεν υπήρχαν ποτέ πατριές ή, πιο σωστά, οι οικογενειακές μονάδες τύπου πατριάς δεν ήταν ποτέ σημαντικές κοινωνικό-πολιτικές μονάδες. Οι οργανώσεις των οποίων ηγούνταν οι ντάιμιο και οι οποίες συχνά αναφέρονται σαν «πατριές» στους υποτίτλους των ταινιών ήταν πολύ πιο ευρέως δομημένες πολιτικές και οικονομικές οργανώσεις –οι ιστορικοί συνήθως αναφέρονται σ’ αυτές χρησιμοποιώντας τον όρο «επικράτειες» (domains), και οι ιαπωνικές πηγές τις ταυτίζουν με το όνομα του οίκου του ντάιμιο γύρω από τον οποίο σχηματίζονταν (Τακέντα-κε, Ουεσούγκι-κε κ.λπ.) όμως η μετάφραση του «κε» εδώ θα πρέπει να είναι «οίκος» (house), όχι «πατριά».
Οι σαμουράι χρησιμοποιούσαν οικογενειακούς δεσμούς (πραγματικούς και πλασματικούς) και ορολογία που υπονοούσε οικογενειακές συνδέσεις όπως «κενίν» («άνθρωπος του σπιτιού»), «ίε νο κο» («παιδί του σπιτιού») κ.α. προκειμένου να δημιουργούν και να ενισχύουν τις συμμαχίες μεταξύ πολεμιστών όμως οι κινήσεις αυτές ήταν πιο πολύ συμβολικές παρά πρακτικές. Ήτοι, και παρότι η ιδεολογία λέει το αντίθετο, οι οικογενειακές σχέσεις δεν ήταν ποτέ εχέγγυο αρμονίας στην προ-σύγχρονη ιαπωνική κοινωνία. Οι συγκρούσεις, και συχνά ακόμα και οι ένοπλες συμπλοκές μεταξύ εξ αγχιστείας συγγενών, ξαδελφιών, θείων και ανιψιών και ακόμα και αδελφιών ήταν ένα από τα πιο συχνά φαινόμενα στην ιαπωνική ιστορία∙ πρακτικά μιλώντας, η ενότητα λειτουργούσε μόνο στις μικρότερες οικογενειακές μονάδες (δηλαδή στις πυρηνικές οικογένειες και τους οίκους) και όχι στις πατριές.
Να επιστρέψουμε τώρα στην ουσία της ερώτησης: η σύντομη απάντηση είναι ναι, οι πολεμιστές της εποχής Χέιαν παρέμεναν υπό έλεγχο επειδή η αυλή είχε καταφέρει να τους βάζει τον έναν απέναντι στον άλλον. Όμως αυτό θέτει το μεγαλύτερο ερώτημα γιατί η αυλή κατάφερνε να το κάνει αυτό τότε και όχι αργότερα; Και η σύντομη απάντηση σ’ αυτό είναι ότι οι πολεμιστές της περιόδου Χέιαν χρειάζονταν την αυλή και την κεντρική εξουσία όσο εκείνη χρειαζόταν αυτούς, όμως αυτός ο διακανονισμός καταλύθηκε και μετατοπίστηκε κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα και μετά.
Πρέπει να αντιληφθεί κανείς την κοινωνική και οικονομική τάξη της περιόδου Χέιαν με τους όρους των σχέσεων μεταξύ των αστικών και αγροτικών ελίτ και της ισορροπίας μεταξύ φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων: ως τον 10ο αιώνα, οι ιδιώτες πολεμιστές είχαν μονοπώλιο στις ένοπλες δυνάμεις και η αυλή διαμόρφωνε γρήγορα μια νέα συμφωνία με τους ηγέτες των πολεμιστών και άλλους σημαντικούς παίκτες της επαρχίας –μια συμφωνία που βασιζόταν κατά πολύ στις προσωπικές σχέσεις και στους ιδιωτικούς πόρους, πρόσφερε στους επαρχιακούς διοικητικούς διευρυμένη ελευθερία δράσεις και ευκαιρίες για κέρδος και ταυτόχρονα διατηρούσε τις βασικές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ιεραρχίες του αυτοκρατορικού κράτους. Αντί να σηματοδοτήσουν την άμεση κατάρρευση της αυλικής εξουσίας, ωστόσο, οι ρυθμίσεις αυτές τη διατήρησαν, την επιμήκυναν και, από πολλές απόψεις, την ενίσχυσαν, επιτρέποντας στις φιλοδοξίες της περιφέρειας να εξυπηρετούν το κέντρο. Η ελευθερία δράσης σε τοπικό επίπεδο δεν ήταν το ίδιο με την ανεξαρτησία ή ακόμα και την αυτονομία, επειδή οι ίδιοι οι πολεμιστές απλώς δεν σκέφτονταν ακόμα με αυτούς τους όρους.
Η Ιαπωνία της περιόδου Χέιαν, παρέμεινε υπό αστική εξουσία και η ιδέα μιας στρατιωτικής διοίκησης ήταν περισσότερο στα σπάργανα παρά πραγματική∙ οι ηγέτες των πολεμιστών του 10ου, του 11ου και του 12ου αιώνα δεν ήταν εκκολαπτόμενοι επαρχιακοί πολέμαρχοι που αδημονούσαν κάτω από την κυριαρχία της αυλής αλλά άνθρωποι που είχαν το ένα πόδι στην επαρχία και το άλλο γερά στην πρωτεύουσα προσπαθώντας να «χτίσουν γέφυρες», όπως έλεγε ο εκλιπών Τζέφρι Μας. Δεν θεωρούσαν το στρατιωτικό επάγγελμα παρά σαν ένα μέσο το οποίο θα τους οδηγούσε σε πολιτικούς βαθμούς και αξιώματα –έλπιζαν δηλαδή να σταδιοδρομήσουν υπηρετώντας την αυλή και όχι λειτουργώντας ελεύθερα από αυτή. Και όποτε κάποιοι από αυτούς ξεστράτιζαν, η αυλή μπορούσε πάντα να βρίσκει κάποιους ομοίους τους (και αντιπάλους τους) πιο συντηρητικούς από άποψη φιλοδοξιών και εκτιμήσεων των δεδομένων μιας πιθανής εξέγερσης, και να τους υποτάσσει.
Η ισορροπία αυτή άρχισε να διαταράσσεται ωστόσο με τη δημιουργία του σογκουνάτου της Καμακούρα. Ένας τρόπος να αντιληφθεί κανείς το πρώτο σογκουνάτο τις σχέσεις του με την αυτοκρατορική αυλή και με τους σαμουράι της επαρχίας και τον ρόλο του στη διακυβέρνηση της Ιαπωνίας είναι αν το δει σαν ένα είδος σωματείου πολεμιστών: πριν τη δημιουργία του σογκουνάτου, οι πολεμιστές στις επαρχίες ήταν απλώς διοικητικοί των τοπικών κυβερνήσεων ή διαχειριστές των γαιών που ανήκαν σε αυλικούς ευγενείς ή σε ναούς και η αυλή κατάφερνε να τους διατηρεί πολιτικά αδύναμους βάζοντάς τους τον έναν εναντίον του άλλου. Απομονώνοντας μια επίλεκτη υπό-ομάδα επαρχιακών πολεμιστών από τον άμεσο έλεγχο ή την εργοδοσία της αυλής, το σογκουνάτο εξασφάλισε ότι οι σαμουράι δε θα έπεφταν θύματα χειρισμών που θα τους έφερναν αντιμέτωπους μεταξύ τους και, μακροπρόθεσμα, αυτό δημιούργησε έναν μηχανισμό που οδήγησε στην κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας.
Η ύπαρξη του σογκουνάτου στηριζόταν σε δύο αντικρουόμενες υποχρεώσεις: από τη μια μεριά υπήρχε η εντολή από την αυλή να διατηρηθεί η τάξη στις επαρχίες –να κρατάει το σογκουνάτο τους άντρες του υπό έλεγχο και να τους χρησιμοποιεί για την υπεράσπιση της αυλής και η εντολή αυτή ήταν που έκανε το καθεστώς νόμιμο και σχημάτισε τη βάσηγια την εθνική του εξουσία. Από την άλλη, η ικανότητα του σογκουνάτου να υλοποιήσει την εντολή αυτή στηριζόταν στη συνεχιζόμενη υποστήριξη αυτών που το ακολουθούσαν, υποστήριξη που είχε σαν αντάλλαγμα τη δική του βοήθεια όταν εκείνοι επεδίωξαν μεγαλύτερη ελευθερία από τον έλεγχο της αυλής. Οι υποτελείς της Καμακούρα σε όλη τη χώρα έμαθαν πολύ γρήγορα πώς να χρησιμοποιήσουν την κατάσταση αυτή προς όφελός τους, χρησιμοποιώντας το ειδικό τους στάτους για να αποκτήσουν ισχυρότερους και πιο προσωπικούς δεσμούς με τις γαίες τους και με τους ανθρώπους που ζούσαν σ’ αυτές. Η πραγματική εξουσία στην επαρχία πέρασε αργά αλλά σταθερά από το κέντρο στα χέρια των τοπικών προσωπικοτήτων και ένα νέο σύστημα εξουσίας στο οποίο κυριαρχούσαν οι πολεμιστές απορρόφησε το παλιότερο στο οποίο κυριαρχούσε η αυλή. Ως τον 14ο αιώνα, η εξέλιξη αυτή είχε προχωρήσει στο σημείο οι πιο επιτυχημένοι τοπικοί υποτελείς του σογκουνάτου να έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την ίδια την αξία της συνεχιζόμενης υποταγής τους στην Καμακουρα και το καθεστώς κατέρρευσε το 1333.
Για το μεγαλύτερο μέρος του 14ου αιώνα, η ύπαρξη αντιμαχόμενων αυτοκρατορικών αυλών που κάθε μια απαιτούσε την ίδια, αποκλειστική εξουσία, πρόσφερε στους πολεμιστές τη δυνατότητα να επιλέξουν τον πελάτη στον οποίο θα παρείχαν την υποστήριξη τους. Οι ηγέτες των πολεμιστών άλλαζαν πλευρές διαρκώς, αναλόγως των πλεονεκτημάτων και των ευκαιριών της στιγμής, βάζοντας αυτοί τη μια αυλή εναντίον της άλλης με τον ίδιο τρόπο που η αυλή το έκανε σ’ αυτούς παλιότερα. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η κατάσταση αυτή προκάλεσε σημαντικά προβλήματα στην κεντρική εξουσία.
Συνεχίζεται…
Μετάφραση και φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Διαβάστε το δεύτερο μέρος της συνέντευξης του Καρλ Φράιντεϊ
εδώ