Μέχρι την ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης τον Οκτώβριο του 1943, η φυματίωση υπήρξε μια από τις πιο θανατηφόρες αρρώστιες του 19ου και του 20ου αιώνα, ειδικά σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες ζωής στις πόλεις και την άγνοια επεξεργασίας του γάλακτος –η μεγάλης κλίμακας παστερίωση θα ερχόταν αργότερα και τα εμβόλια ακόμα πιο μετά (δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παγκόσμιοι και οι τοπικοί πόλεμοι που μαίνονταν την ίδια περίοδο σχεδόν σε όλον τον πλανήτη έκαναν τα πράγματα ακόμα χειρότερα). Κανείς δεν μπορεί να υποθέσει καν πώς θα είχε εξελιχθεί ο πολιτισμός μας αν το αντιβιοτικό και η παστερίωση είχαν ανακαλυφθεί νωρίτερα όμως πολλοί ασχολούμενοι με τις πολεμικές τέχνες είναι σχεδόν βέβαιοι ότι το Σότοκαν καράτε θα ήταν διαφορετικό. Επειδή δεν θα είχε φύγει τόσο νωρίς από τη ζωή ο άνθρωπος που είχε τις περισσότερες πιθανότητες να το κατευθύνει: ο Γκίγκο Φουνακόσι.
Ο γεννημένος το 1906, Γκίγκο (ή Γιοσιτάκα –τα ιδεογράμματα «義豪» μπορούν να διαβαστούν και με τους δύο τρόπους), ήταν ο τρίτος γιος του Γκιτσίν Φουνακόσι (1868-1957), του ανθρώπου που έχει χαρακτηριστεί από όλους «πατέρας του σύγχρονου καράτε»∙ η ιστορία του δασκάλου από την Οκινάουα που πρώτος παρουσίασε την παραδοσιακή τέχνη των νησιών Ρίουκιου είναι γνωστή και καταγεγραμμένη σε αμέτρητα σημεία, όμως μόνο όσοι έχουν ασχοληθεί με την ιστορία του καράτε πριν από τις «θρυλικές» εποχές της JKA, δηλαδή τις δεκαετίες 1960-1970, όταν στο πηδάλιό της βρισκόταν ο Μασατόσι Νακαγιάμα (1913-1987) και στο παγκόσμιο στερέωμα έλαμπαν γίγαντες όπως ο Χιροκάζου Καναζάουα, ο Κεϊνοσούκε Ενοέντα (1935-2003) ή ο Τάιτζι Κάσε (1929-2004), έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο Γκίγκο ήταν, με την επιεικέστερη εκτίμηση, υπεύθυνος για το 50% αυτού που σήμερα αποκαλούμε «Σότοκαν».
Από όλες τις διαθέσιμες πηγές –που δυστυχώς δεν είναι πολλές- είναι ασφαλές να υποθέσει κανείς ότι η διάγνωση της φυματίωσης στα 7 του χρόνια υπήρξε μια από τις κινητήριες δυνάμεις πίσω από τη, μέχρι εμμονής ενασχόλησή του με το πάθος του πατέρα του. Ο ίδιος ο Γκιτσίν Φουνακόσι λέει στο «Καράτε-ντο. Ο Δρόμος της Ζωής μου» ότι έπαιρνε τους γιους του μαζί του όταν πήγαινε να προπονηθεί με τον Άνκο Ιτόσου (1831-1915), όμως κρίνοντας από το τη μετέπειτα ιστορία φαίνεται ότι μόνο ο Γκίγκο επέδειξε αρκετό ενδιαφέρον για την τέχνη ώστε να αρχίσει να μαθαίνει «επίσημα» στα 12 του. Πέντε χρόνια μετά, θα ακολουθούσε τον πατέρα του στο Τόκιο και θα γινόταν ο «ουάκα σενσέι», ο «νέος δάσκαλος» του ντότζο του –ο τίτλος χρησιμοποιείται συχνά για να καταδείξει το διάδοχο ενός δασκάλου, ειδικά έναν διάδοχο που προέρχεται μέσα από την οικογένεια.
Η σκληρή προπόνηση (σε σημείο να σπάει συχνά τους στόχους μακιουάρα του ντότζο) ήταν μόνο ένα μέρος της ενασχόλησης του Γκίγκο με την τέχνη του πατέρα του. Όντας δεύτερος τη τάξει εκπαιδευτής, τόσο στο ίδιο το ντότζο όσο και σε κάποια από τα πανεπιστήμια στα οποία ο Γκιτσίν Φουνακόσι είχε δημιουργήσει φυτώρια καράτε, ο νεαρός Γκίγκο άρχισε να εισηγείται τεχνικές και μεθόδους που έμελλαν να διαφοροποιήσουν δραστικά το ιαπωνικό καράτε από αυτό της Οκινάουα. Οι χαμηλές στάσεις με ανοιγμένα τα πόδια όπως η κίμπα-ντάτσι, το ανέβασμα του γοφού πολύ ψηλά για την εκκίνηση λακτισμάτων, ορισμένα λακτίσματα που πλέον θεωρούνται κοινός τόπος όπως το κυκλικό μαουάσι-γκέρι και τα πλάγια γιόκο-γκέρι κεκόμι και γιόκο-γκέρι-κεάγκε, και οι εμβληματικές γροθιές με βηματισμό (όι-ζούκι και γκιάκου-ζούκι) υπήρξαν προϊόν της φαντασίας και της μελέτης του, χαρίζοντας στο Σότοκαν και στα συστήματα που το ακολούθησαν τη δική τους, χαρακτηριστική «γεύση».
Παράλληλα με την εισαγωγή νέων τεχνικών, ο Γκίγκο ήταν αυτός που επέκτεινε την εκπαιδευτική μεθοδολογία του καράτε δανειζόμενος στοιχεία από το κέντο∙ αν και δεν υπάρχουν στοιχεία για το πόσο, είναι μάλλον βέβαιο ότι υπήρξε μαθητής του
«Αγίου του Ξίφους», Νακαγιάμα Χακούντο (1872-1958), ειδικά τα χρόνια που οι Φουνακόσι προσπαθούσαν να εδραιώσουν τη φήμη τους στο Τόκιο. Το Γκοχόν-κούμιτε με τις διαδοχικές του επιθέσεις και άμυνες είναι εμφανώς επηρεασμένο από το κιρικαέσι της ιαπωνικής ξιφασκίας, ενώ το τζιγιού-κούμιτε, το ελεύθερο παίξιμο είναι, όπως και το ραντόρι του τζούντο το οποίο πιθανότατα επίσης επηρεάστηκε από το κέντο, μια από τις σημαντικότερες (και πιο… αιρετικές) προσθήκες που μπορεί να βρει κανείς στις σφιχτά δεμένες στα κάτα ιαπωνικές πολεμικές τέχνες. Αν ο πατέρας Φουνακόσι υπήρξε ο θεματοφύλακας της παράδοσης, επιμένοντας στα κάτα που είχε διδαχτεί στην Οκινάουα, ο Γκίγκο ήταν η ατμομηχανή της εξέλιξης που θα έφερνε το καράτε στον 20ο αιώνα.
Η στενή συνεργασία μεταξύ πατέρα και γιου φαίνεται και στο βιβλίο «Καράτε-ντο Νιουμόν» (κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τον τίτλο «Εισαγωγή στο καράτε-ντο», από τις εκδόσεις Αλκίμαχον) το οποίο συνυπογράφεται από τους δύο Φουνακόσι∙ σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, το τεχνικό μέρος, το οποίο περιλαμβάνει το κάτα «Τεν νο κάτα», επίσης δημιουργημένο από τον Γκίγκο, γράφτηκε από τον ίδιο ενώ ο Γκιτσίν Φουνακόσι περιορίστηκε στο (διόλου ευκαταφρόνητο παρόλα αυτά) ιστορικό μέρος. Δεδομένου ότι μαζί με το «Καράτε-ντο Κιοχάν» και την αυτοβιογραφία του, το «Καράτε-ντο Νιουμόν» υπήρξε η πνευματική κληρονομιά του ιδρυτή του Σότοκαν, η εμπλοκή του Γκίγκο σ’ αυτό φανερώνει τη βαθιά επιρροή που είχε ο 30χρονος τότε καρατέκα στο έργο του πατέρα του. Και αφήνει ελάχιστες αμφιβολίες για την περαιτέρω συνεισφορά του αν…
Δύο μήνες μετά τη λήξη του πολέμου, στις 24 Νοεμβρίου του 1945 ο Γκίγκο πέθανε από την αρρώστια που κατέτρωγε το στήθος του όλη του τη ζωή στο Τόκιο, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό τόσο στον κόσμο του καράτε. Παρότι η τέχνη του είχε ήδη καταφέρει να κινήσει το ενδιαφέρον τόσο των Ιαπώνων όσο και των δυνάμεων κατοχής, όσοι τον έζησαν και είδαν από κοντά τις πρώτες εκείνες δεκαετίες, υποστηρίζουν με πάθος ότι αν είχε ζήσει αρκετά ώστε να δει την επόμενη ημέρα, δηλαδή τη δεκαετία του 1950, το καράτε δε θα είχε καμία σχέση με αυτό που ξέρουμε σήμερα∙ ίσως απόδειξη γι αυτό είναι η εξέλιξη του Σοτοκάι των Σιγκέρου Εγκάμι (1912–1981) και Μοτονόμπου Χιρονίσι (1913–1999), των ανθρώπων δηλαδή που φέρονται να υπήρξαν πιο κοντά του από οποιονδήποτε άλλον. Και όσο κι αν το όνομα «Φουνακόσι» παρέμεινε ταυτόσημο με τη λέξη «καράτε», ίσως αξίζει να θυμόμαστε ότι κάθε παιδί έχει δύο γονείς: αν ο Γκιτσίν ήταν ο ένας, ο Γκίγκο ήταν σίγουρα ο άλλος.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης