Η εξάσκηση τεχνικών μάχης ξεκινά πολύ νωρίς για τον πολεμιστή. Πρώτα από όλα ξεκινά με την ενδελεχή μελέτη των πραγματειών περί στρατιωτικής στρατηγικής και κατασκοπείας, γνωστές συλλογικά ως μπουγκέι σιτσίσο. Αυτές οι πραγματείες, επτά στον αριθμό, περιέχουν όλες τις απαραίτητες διδαχές για τη διεξαγωγή μάχης με την ευρύτερη έννοια, πως να διαβάζει κανείς τη στρατηγική του αντιπάλου, πως να διεξάγει μια επίθεση, τη μελέτη της τοπογραφίας, μετερεολογίας, αστρονομίας κτλ.
Παράλληλη με τη μελέτη αυτών των πραγματειών ήταν η εξάσκηση διαφόρων κλάδων της μάχης όπως η τέχνη του δόρατος, λογχοπέλεκυ, βέλους και τόξου, ιππασίας, κενζούτσου, ιαϊζούτσου, τζουζούτσου κοκ. Αυτοί οι κλάδοι είναι 18 συνολικά και είναι γνωστοί ως μπουγκέι τζουχαπάν ή οι 18 εξειδικεύσεις του πολεμιστή. Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές οι πρώτες σχολές μπουζούτσου, στις οποίες αφοσιώθηκαν οι πολεμιστές, ιδρύθηκαν κυρίως κατά την περίοδο Μουρομάτσι (1333-1467). Ασφαλώς μερικές σχολές αρέσκονται να διηγούνται πως η ίδρυσή τους χρονολογείται ακόμη νωρίτερα. Παρ’όλα αυτά τα επίσημα κείμενα φανερώνουν πως οι σχολές, για τις οποίες είμαστε σίγουροι σήμερα, ιδρύθηκαν την περίοδο Μουρομάτσι. Τρεις τέτοιες σχολές αποτελούν τα τρια ρεύματα του μπουζούτσου, τα οποία αργότερα θα επηρεάσουν ένα μεγάλο αριθμό τεχνών κυρίως στην περίοδο Έντο (1603-1868). Αυτές είναι η Κάσιμα νο τάτσι που ομαδοποιεί την Τένσιν σοντέν Κατόρι σίντο-ρίου του Ιζάσα Τσοισάι (1386-1488), την Κάσιμα σινκάγκε-ρίου του Ματσουμότο Μπιζεν νο κάμι (1467-1524) και την Σίντο-ρίου του Τσουκαχάρα Μποκουντέν (1490-1571). Αυτό το ρεύμα ονομάζεται σίντο-ρίου. Το δεύτερο ρεύμα είναι η Νέν-ρίου, που ιδρύθηκε από το μοναχό Τζιόν Νενάμι (1350-;) και το τρίτο η Κάγκε-ρίου, που ιδρύθηκε από τον Άιζου Ικοσάι (1452-1538). Αυτά τα τρια ρεύματα έχουν ως κοινό τους πυρήνα τη χρήση αρκετών όπλων με ποικίλα μήκη π.χ. η τέχνη του δόρατος και του μεγάλου ξίφους στο γιορόι ούτσι-τάτσι δηλαδή μάχη σε πανοπλία. Ανέπτυξαν πολλές λεπτές αποχρώσεις στην τέχνη της χρήσης του σώματος ως αποτέλεσμα της χρήσης της πανοπλίας στο πεδίο της μάχης. Οι ιδρυτές ήταν όλοι πολεμιστές που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και προέρχονταν από εξέχουσες οικογένειες πολεμιστών. Αυτοί διαφέρουν από τους υπόλοιπους καθώς δεν πέθαναν λόγω σεπούκου ή χάρα-κίρι αλλά τελείωσαν τη ζωή τους μεταδίδοντας την επιστήμη τους στην επόμενη γενιά.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φιλοσοφία του Βουδισμού Ζεν και Μίκιο, εσωτερικού Βουδισμού, που έπαιξε ρόλο στην καθημερινή ζωή πολλών σαμουράι. Oι πιο ευσεβείς εξάσκησαν τις πολεμικές τέχνες σε συνδυασμό με μια πνευματικότητα. Η άσκηση του Σάντο-της τελετής τσαγιού, της καλλιγραφίας, της ζωγραφικής και του Θεάτρου Νο ήταν επίσης κλάδοι που επέτρεψαν σε αυτούς τους πολεμιστές να ακονίσουν τα πνεύματά τους όπως επίσης και να ανακαλύψουν νέους ορίζοντες εφαρμόσιμους στην άσκηση των πολεμικών τεχνών. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε τους εξαιρετικούς πίνακες του Μιγιαμότο Μουσάσι (1548-1645), την καλλιγραφία του Καμιιζούμι Ισε νοκάμι (1508-1577) ή του Γιαγκίου Σεκιτσουσάι (1527-1606), χωρίς να ξεχνάμε τον Γιαγκίου Μουνενόρι (1571-1646) ο οποίος ήταν πολύ επιδέξιος στο Νο και την καλλιγραφία. Επίσης μπορούμε να πούμε αναμφισβήτητα πως το πνεύμα των σαμουράι θα συνέχιζε να επηρεάζει τον ιαπωνικό πολιτισμό για επτά αιώνες και θα εμπλούτιζε πολλές πτυχές.
Το σεπούκου, επίσης γνωστό κοινώς ως χάρα-κίρι, είναι μια άλλη ελκυστική πτυχή της φιλοσοφίας και των τελετουργιών των σαμουράι . Ήταν η τελετουργική αυτοκτονία που έκανε ο σαμουράι για να διασώσει την τιμή του. Αυτός είναι, τουλάχιστον, ο πιο συνηθισμένος ορισμός. Στην πραγματικότητα η συστηματοποίηση αυτής της τελετουργίας έγινε αργότερα και από τις πηγές φαίνεται πως μόνο υψηλά ιστάμενοι πολεμιστές την εφάρμοζαν. Οργανώθηκε συστηματικά στα μέσα της περιόδου Έντο, π.χ. όταν ένας άρχοντας πέθαινε ολόκληρη η αυλή του όφειλε να τον ακολουθήσει στο θάνατο. Η προπαγάνδα του εθνικού στρατού χρησιμοποιήσε αρκετούς αιώνες αργότερα αυτήν την τελετουργία μαζί με τον κώδικα Μπουσίντο για να ηλεκτρίσει τους στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια σημαντική αλλαγή:
Ο Χιντεόσι, ο δεύτερος που ενοποίησε την Ιαπωνία μετά τον Όντα Νομπουνάγκα, επιχείρησε να υποτάξει τους πολεμιστές, να δημιουργήσει ένα είδος απόλυτης μοναρχίας, όπως και να αφοπλίσει τους χωρικούς. Με όλες τις μεταρρυθμίσεις που έθεσε σε εφαρμογή ο Χιντεόσι, η τάξη των πολεμιστών ήταν προσβάσιμη μόνο μέσω της γέννησης σε αυτή. Από εδώ και στο εξής ο σαμουράι θα αποτελεί το ανώτερο στρώμα της κοινωνίας πάνω από τους χωρικούς, τους καλλιτέχνες και τους έμπορους. Ωστόσο υπό το καθεστώς των Tοκουγκάουα με την επικράτηση της ειρήνης κατά την περίοδο Έντο (1603-1868) οι σαμουράι μεταμορφώθηκαν σιγά σιγά σε γραφειοκράτες που ως επί το πλείστον ήταν μορφωμένοι και ικανοι. Οι σαμουράι εξαναγκασμένοι από τους κυρίους τους εγκαθίσταντο σε περιόδους ειρήνης σε πόλεις στους πρόποδες κάστρων διεκπεραιώνοντας εποπτικά και διοικητικά καθήκοντα, τα οποία παρείχαν οικονομικές απολαβές. Η πιο περιζητητή θέση για τους πιο επιδέξιους ήταν εκείνη του εκπαιδευτή πολεμικών τεχνών. Κάποιοι, όπως ο Γιαγκίου Μουνενόρι, ανήλθαν στα ανώτατα στρώματα της ιεραρχίας: πέρα από το αξίωμα του εκπαιδευτή της οικογένειας του Τοκουγκάουα Σογκούν και των σημαντικότερων υποτελών του, έλαβε τον τίτλο του Σομέτσουκε, του επικεφαλής του δικτύου κατασκοπίας και παρακολούθησης του σογκούν. Επομένως, ήταν εφικτό για σαμουράι εξαιρετικών ικανοτήτων να αποκτήσουν θέσεις, αν και αυτή η περίπτωση ήταν σπάνια.
Η μεταμόρφωση των σαμουράι κατά την περίοδο 1570-1620 από ειδικούς στον πόλεμο και σε όλες τις μορφές μάχης σε ειδικούς στη διοίκηση ήταν χωρίς αμφιβολία μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών και της ίδιας της Ιαπωνίας. Αυτή η αλλάγη δεν εμπόδισε τους σαμουράι από το να συνεχίσουν να συνδέονται με τον τρόπο του πολεμιστή, συνεχίζοντας όλο αυτό το διάστημα να μελετούν τις διάφορες πολεμικές εξειδικεύσεις. Ωστόσο, στις αρχές του 18ου αιώνα «ο τρόπος του πολεμιστή», το διάσημο Μπουσίντο, θα μετασχηματιζόταν σε ένα είδος ηθικής πολεμιστών σε μια εποχή που ήδη οι σαμουράι δεν υπήρχαν πια.
Αρκετοί δεν είχαν τις απαραίτητες δεξιότητες για να γίνουν γραφειοκράτες στην υπηρεσία του Σογκούν ή απλώς δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στις αλλαγές. Μια μεγάλη πλειοψηφία τους κατέφυγε στη ληστεία, ανακάλυψε ξανά τις γεωργικές εργασίες, νοικίασε τις υπηρεσίες της ή άνοιξε ένα ντότζο. Η αναγέννηση των ντότζο και ακόμη και η δημιουργία σχολών μπουζούτσου έφτασε στο αποκορύφωμά της στα μέσα της περιόδου Έντο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου διαπιστώνουμε ένα είδος δημοκρατικοποίησης της άσκησης των πολεμικών τεχνών, που είθισται να είναι αποκλειστικό προνόμιο των ελίτ πολεμιστών. Ως αποτέλεσμα η έκδοση ακριβών διπλωμάτων, οι πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές και η συγγραφή ολοένα και πιο λεπτομερών χειρογράφων κ.ο.κ γνώρισαν μια ραγδαία ανάπτυξη. Επίσης πραγματοποιήθηκε μια μετατόπιση από την ποιοτική μετάδοση προοριζόμενη για ένα μοναδικό διάδοχο προς τη μαζική διδασκαλία.
Στις αρχές του 1850, με τη Δυτική απειλή να γίνεται ολοένα και πιο πιεστική, η Ιαπωνία αναγκάστηκε να κάνει πιο ανοικτή τη διακυβέρνησή της. Κάποιοι πολεμιστές απέκτησαν τεχνικές από τη Δύση ενώ άλλοι, όπως εκείνοι που κατείχαν τα ηνία, αγνόησαν τις Δυτικές δυνάμεις. Για αυτούς τους αντιφρονούντες πολεμιστές, ο εκσυγχρονισμός και το άνοιγμα προς την τεχνογνωσία της Ευρώπης και της Αμερικής, που θα οδηγούσαν σε λαμπρές καριέρες που δεν στηριζόταν στο βαθμό αλλά στην αξία, φαινόταν να είναι ένα επαναστατικό μέσο για να απαλλακτούν ολοκληρωτικά από την εξουσία που ήδη είχε αρχίσει να φθίνει. Έγιναν αρκετές μάχες ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες, εκείνης που ήταν υπέρ του ανοίγματος της χώρας και της αποκατάστασης της εξουσίας του αυτοκράτορα και εκείνης που ήταν πιστή στην οικογένεια του Τοκουγκάουα Σογκούν. Η ήττα της τελευταίας θα γεννήσει την περίοδο Μεϊτζι το 1868. Καταργήθηκαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και αφαιρέθηκε από τους σαμουράι η υψηλή κοινωνική τους θέση συμπεριλαμβανομένων του προνομίου τους να φέρουν τα δυο σπαθιά και να διατηρήσουν το χτένισμά τους. Αυτή είναι η περίοδος που απεικονίζει η ταινία Ο Τελευταίος Σαμουράι με τον Toμ Κρούζ.
Εκείνοι που αποδείχθηκαν ανίκανοι να προσαρμοστούν, αρνήθηκαν την πρόοδο και συνδέθηκαν με άλλους αντιφρονούντες ο πιο διάσημος των οποίων ήταν ο Σάιγκο Τακαμόρι (1827-1877). Πέθανε τελώντας επιτυχώς την τελετουργία του σεπούκου μετά από την ήττα του σε μάχη εναντίον του νέου αυτοκρατορικού στρατού. Πραγματοποήθηκε μια άνιση μάχη μεταξύ παρωχημένων όπλων και τακτικών εναντίον βαρέως οπλισμού καινούριου για την Ιαπωνία. Εκείνοι που μπόρεσαν να προσαρμοστούν, καθώς η τέχνη της προσαρμογής ήταν το κλειδί στην προγονική εξάσκηση των πολεμικών τεχνών και των σαμουράι, έγιναν υψηλά ιστάμενοι κρατικοί υπάλληλοι, ειδικοί ή ακόμη και καπιταλιστές. Δεν είχαν πια την ανάγκη να ταυτίζονται με το παλαιό καθεστώς των πολεμιστών. Καθιερώθηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα σε αυτήν τη νέα κοινωνία μαζί με τους αστούς και τους πλούσιους χωρικούς.
Οι σαμουράι σήμερα:
Είναι δύσκολο να πει κανείς πως υπάρχουν ακόμη σήμερα σαμουράι με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, δηλαδή ένα άτομο στην υπηρεσία μιας επικράτειας, που εκτός από την καλλιέργεια της γης και άλλες αρμοδιότητες, χρησιμοποιεί όπλα για να προστατεύσει την επικράτεια και την οικογένειά του. Η ομοφυλοφιλία που ήταν της μόδας κυρίως κατά το Μεσαίωνα, πιο συγκεκριμένα μια προτίμηση των πολεμιστών για νεαρότερα αγόρια, η ζωή επαγγελματίων πολεμιστών, η αποδοχή της τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που πεθάνει ο κύριος κάποιου ή απλώς κατ’ εντολή του, είναι καταστάσεις αδιανότητες στις μέρες μας.
Φυσικά πάντοτε υπήρχε ομοφυλοφιλία σε όλες τις ομάδες πολεμιστών ανά τους αιώνες, αν και αρκετοί έχουν την τάση να πιστεύουν πως ο σαμουράι ήταν κάτι σαν εκδικητής ή υπερασπιστής χήρων και ορφανών, παντρεμένος με μια μόνο γυναίκα. Ωστόσο, ήδη από την περίοδο Έντο η μεγάλη πλειοψηφία της πολυάριθμης κατώτερης τάξης των σαμουράι φημίζονταν για την αγένεια, την αμάθειά τους και διατηρούσαν το κύρος τους ως σαμουράι σκοτώνοντας οποιονδήποτε τολμούσε να τους προσβάλει. Πολυάριθμα είναι τα ιστορικά χρονικά και ανέκδοτα όπου περιγράφονται λεπτομερώς οι εκβιασμοί και άλλα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από αυτούς τους πολεμιστές. Επίσης πρέπει να ερωτηθούμε ξανά τι σημαίνει να είσαι σαμουράι σήμερα. Είναι απλώς ο αναχρονισμός του να θέλεις να ζεις στο παρελθόν, γεγονός αντίθετο στη βασική αρχή που βρίσκεται στην καρδιά της γέννεσης των σαμουράι και των πολεμικών τεχνών, την αρχή της προσαρμοστικότητας και επιβίωσης. Αυτό είναι το πλαίσο μέσα στο οποίο πρέπει να καταλάβουμε μια από τις φράσεις από το Χαγκάκουρε «ο τρόπος του πολεμιστή αποτελείται από τη συνάντησή του με το θάνατο». Αυτή η πρόταση μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους, όπως ο θάνατος του εγώ, αλλά η πρώτη σημασία παραμένει χωρίς αμφιλογία εκείνη της επιβίωσης, της επιβίωσης της φυλής, του ονόματος, της επικράτειας. Με άλλα λόγια το να μην ενδίδεις στο θάνατο προκειμένου να συνεχίσεις να πολεμάς. Αυτό είναι το κόστος της επιβίωσης. Αυτό είναι το πνεύμα της απάρνησης, της εγκαρτέρησης, της επιθυμίας να ασκηθείς και να μάθεις από ορισμένους υψηλά ιστάμενους πολεμιστές και ιδρυτές σχολών, το οποίο είναι σήμερα εξακολουθεί να είναι παρών στη μαθητεία των πολεμικών τεχνικών που μεταδίδονται σήμερα.
Κάθε περίοδος φέρνει τη δικιά της αλλαγή. Μπορούμε εύκολα να πούμε πως ακόμη υπάρχουν άντρες που εξασκούν τις ιδίες πολεμικές τεχνικές ,που δημιούργησαν αυτοί οι πολεμιστές, και προσπαθούν να διατηρήσουν μια παραδοσιακή μορφή της τέχνης της κίνησης καθώς άλλωστε και να προσπαθήσουν να καταλάβουν τον κόσμο μέσω ενός τρόπου όπου ο καθένας επιδιώκει να κατευθυνθεί προς την τελειότητα ή ενός ιδανικού παρόμοιο με τους παλαιούς σαμουράι αλλά με διαφορετικούς στόχους. Επομένως ανεξαρτητα από την άσκηση ή την περίοδο, το ουσιώδες στοιχείο έγκειται στο πνεύμα και την εφαρμογή του στην παρούσα στιγμή.
Κασέμ Ζουγκάρι
Διαβάστε το πρώτο μέρος του άρθρου
«Οι Σαμουράι: Μύθος και Πραγματικότητα»