Πρότυπα των Πολεμικών Τεχνών: Κιότζιν, Τάιχο, ταμάγκο-γιάκι

εικόνα άρθρου
Ήταν από τα πιο συγκινητικά θεάματα που μπορεί να δει κανείς: οι παλαιστές του σούμο, οι άνθρωποι που θεωρούνται (και που κάθε δυο μήνες αποδεικνύουν στα πρωταθλήματα ότι πράγματι είναι) οι πιο σκληροί αθλητές της Ιαπωνίας, η ενσάρκωση για τους Iάπωνες του πνεύματος των πολεμικών τεχνών να στέκονται σιωπηλοί και δακρυσμένοι και, όταν καταφέρνουν να μιλήσουν, από τα χείλη τους να βγαίνουν μισόλογα και ψελλίσματα. Ακόμα και ξαπλωμένος σε ένα ξύλινο φέρετρο, ο Τάιχο ο 48ος πρωταθλητής γιοκοζούνα κατάφερε να επιβληθεί στους πάντες, παρότι η τελευταία φορά που πάτησε το πόδι του στο στρογγυλό χωμάτινο ρινγκ ντόχιο ήταν τον Ιανουάριο του 1971, 42 ολόκληρα χρόνια πριν.

Ο Τάιχο Κόκι, γεννήθηκε ως «Νάγια Κόκι» στις 29 Μαίου του 1940 στη Σικούκα του νησιού Καραφούτο, στα βόρεια της Ιαπωνίας∙ ο τόπος γέννησής του θα έπαιζε μεγάλο ρόλο στην εξέλιξή του καθώς υπήρξε πάντα ένα από τα σημεία τριβής της Ιαπωνίας με τους προς βορρά συμμάχους της, τους Ρώσους. Όταν ο Τάιχο ήταν πέντε χρονών, η λήξη του πολέμου σήμανε και την πλήρη ενσωμάτωση του νησιού στη σοβιετική αυτοκρατορία (ως τότε ήταν διχοτομημένο μεταξύ Ρωσίας/ΕΣΣΔ και Ιαπωνίας), τη επίσημη μετονομασία του σε Σαχαλίνη και τη μετακίνηση σχεδόν του συνόλου του ιαπωνικού πληθυσμού σε διάφορα μέρη, μεταξύ των οποίων και το –σχετικά- γειτονικό Χοκάιντο. Σε όλη του την πορεία, ο Τάιχο θα χαρακτηριζόταν «γεννημένος στο Χοκάιντο» (η υπόθεση Σαχαλίνη είναι δυσάρεστο θέμα για τους Iάπωνες) και κανείς δεν ανέφερε ότι εκτός από «Κόκι Νάγια» λεγόταν και «Ιβάν Μπορίσκο» καθώς ο πατέρας του ήταν Oυκρανός.

Η μεταπολεμική Ιαπωνία ήταν δύσκολο μέρος για να μεγαλώσει ένα παιδί και ο νεαρός Τάιχο δεν ήταν εξαίρεση –ο λόγος για τον οποίο, όταν έγινε «Ο Τάιχο» αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του σε αγαθοεργίες, ήταν επειδή από πολύ μικρός αναγκάστηκε να δουλεύει για να συντηρήσει την οικογένειά του, μια οικογένεια –ουσιαστικά- προσφύγων σε μια χώρα διαλυμένη από τον πόλεμο. Συχνά έλεγε ότι τον αντιπροσώπευε το ιδεόγραμμα «νιν» (忍), γνωστό και ως πρώτο συνθετικό της λέξης «νίντζα» ή «νιντζούτσου». «Νιν» σημαίνει «ανθεκτικότητα» και «καρτερικότητα» όμως πέρα από την ίδια την έννοια, τα δύο ιδεογράμματα που το αποτελούν, το «刀» που σημαίνει «ξίφος» και το «心» που σημαίνει «καρδιά» εξέφραζαν για τον Τάιχο πώς έζησε τη ζωή του: με ένα ξίφος πάνω από την καρδιά του, μια Δαμόκλειο σπάθη που δεν του επέτρεπε να πάει παρά μόνο μπροστά.

Στον κόσμο του σούμο μπήκε το Σεπτέμβριο του 1956, σε ηλικία 16 ετών και μέσω του στάβλου Νισινοσέκι∙ το στάβλο διοικούσε ο θρυλικός οζέκι (δεύτερος τη τάξει «πρωταθλητής» στο σούμο) Σαγκανοχάνα, ένας άνθρωπος που το καλοκαίρι του 1949 νίκησε στο ίδιο πρωτάθλημα τέσσερις γιοκοζούνα. Αν και ψηλός (1,84), ο Τάιχο ζύγιζε μόνο 75 κιλά πράγμα που έκανε την προπόνησή του ακόμα πιο σκληρή –τόσο σκληρή που κατάφερε σε τρία χρόνια να μπει στην κατηγορία τζούριο, τη δεύτερη ψηλότερη κατηγορία του επαγγελματικού σούμο (τότε πήρε και το όνομα που θα τον συνόδευε για όλη του τη ζωή) και λιγότερο από ένα χρόνο μετά, τον Ιανουάριο του 1960 να φτάσει στην κορυφαία κατηγορία μακουούτσι. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου κέρδισε το πρώτο του πρωτάθλημα –στα χρόνια που ακολούθησαν θα κέρδιζε άλλα 31 και θα γινόταν ο πιο πετυχημένος ρικίσι (παλαιστής σούμο) όλων των εποχών.

Ο Σεπτέμβριος του 1961 εκτός από τα έκτα του «γενέθλια» στο σούμο, σημάδεψε το πρώτο του ρεκόρ: μόλις 21 έτους και τριών μηνών και με μόλις έξι χρόνια στο άθλημα, έγινε γιοκοζούνα ταυτόχρονα με τον κατά δύο χρόνια παλιότερό του στο σούμο Κασιουάντο. Τα οκτώ χρόνια στα οποία ο Τάιχο και ο Κασιουάντο μοιράζονταν την κορυφή του σούμο και κονταροχτυπιούνταν τις τελευταίες μέρες των πρωταθλημάτων (οι γιοκοζούνα αναμετρούνται πάντα τελευταίοι) αποκαλούνται από πολλούς και «εποχή Χακουχό», μια λέξη φτιαγμένο από το πρώτο ιδεόγραμμα στο όνομα του Κασιουάντο (που σημαίνει «δρυς» και διαβάζεται και «χάκου») και από το δεύτερο ιδεόγραμμα στο όνομα του Τάιχο (που σημαίνει το κινέζικο μυθικό πουλί «πενγκ») –η επιλογή από τον σημερινό γιοκοζούνα Χακουχό αυτού του ονόματος μάλλον δεν είναι τυχαία, αν και ο Χακουχό γράφει το «χάκου» με διαφορετικό ιδεόγραμμα.

Αν και δεν ήταν μόνος του στην κορυφή, η δεκαετία του 1960 έχει ουσιαστικά σφραγιστεί από την παρουσία του Τάιχο: 872 νίκες (746 από τις οποίες στην κορυφαία κατηγορία), 32 πρωταθλήματα, 8 από τα οποία ήταν απόλυτα, δηλαδή με 15 νίκες και καμία ήττα (ρεκόρ που μόλις φέτος έσπασε ο Χακουχό), δύο φορές νικητής σε 6 διαδοχικά πρωταθλήματα και από το 1968, όταν επέστρεψε από τραυματισμό, ως το 1969 νικητής σε 45 διαδοχικούς αγώνες –λέγεται ότι η αμφιλεγόμενη ήττα που έσπασε το σερί αυτό και ο θόρυβος που προκάλεσε στο κοινό, ήταν ο λόγος που πλέον στο σούμο ένας από τους κριτές παρακολουθεί τον αγώνα από οθόνη και τον καταγράφει σε βίντεο. Μπορεί ένας αγώνας, ενός ρικίσι να προκαλέσει μια τέτοια αλλαγή; Ναι, αν μιλάμε για τον Τάιχο –εκείνα τα χρόνια, στην Ιαπωνία λεγόταν ότι τρία πράγματα αρέσουν σε όλα τα παιδιά: Οι Κιότζιν (η ομάδα του μπέιζμπολ Yomiuri Giants), η ομελέτα και ο Τάιχο (ο τίτλος του άρθρου αυτού στον πανελλήνιο οδηγό πολεμικών τεχνών).

Παρά τη δημοτικότητά του, αποφάσισε να εγκαταλείψει πριν αρχίσει να φθείρεται –οι γιοκοζούνα είναι οι μόνοι ρικίσι που δεν μπορούν να εκπέσουν του βαθμού όμως υπάρχει η προσδοκία ότι θα αποσυρθούν όταν δεν μπορούν πια να υπερασπιστούν τον τίτλο τους. Ο Τάιχο εγκατέλειψε στα 31 του, έχοντας ένα ποσοστό νικών πάνω από 80% και αποχωρώντας του προσφέρθηκε η θέση του «τοσιγιόρι» («πρεσβύτερου») στο συμβούλιο της Ιαπωνικής Ένωσης Σούμο, του φορέα που διοικεί το άθλημα, χωρίς να χρειαστεί να πληρώσει –το μερίδιο που αγοράζει ένας ρικίσι για να γίνει τοσιγιόρι λέγεται ότι πλησιάζει τα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ και ο Τάιχο ήταν ένας από τους τέσσερις ρικίσι στους οποίους το μερίδιο αυτό χαρίστηκε (οι άλλοι τρεις ήταν οι, επίσης μεγάλοι γιοκοζούνα, Κιτανοούμι, Τακανοχάνα και Τσιγιονοφούτζι). Τη δέχτηκε, ξεκίνησε το δικό του στάβλο με το όνομά του και άρχισε να ζει τη φυσιολογική ζωή των ρικίσι μετά την απομάκρυνσή τους από το ντόχιο.

Δυστυχώς η ζωή αυτή θα άλλαζε μόλις πέντε χρόνια μετά: ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και μια αριστερή ημιπληγία θα τον έστελναν ξανά στο γυμναστήριο, αυτή τη φορά για φυσιοθεραπεία και παρότι επανήλθε σε μεγάλο βαθμό, ποτέ δεν επανήλθε απόλυτα, απόδειξη ότι από κάποιο σημείο και ύστερα κυκλοφορούσε με αναπηρικό καροτσάκι. Η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεψε να γίνει πρόεδρος της Ιαπωνικής Ένωσης Σούμο όμως παρέμεινε στα φώτα της δημοσιότητας καθώς συχνά μιλούσε για το σούμο, τονίζοντας πάντοτε την αξία της σκληρής προπόνησης και της προσπάθειας, του «νιν» που τόσο σημαντικό θεωρούσε. Και τον Ιανουάριο του 2013,ακριβώς πριν από έναν χρόνο, πέρασε για πάντα στην ιστορία καταφέρνοντας μια ακόμα νίκη: να αφήσει πίσω του ένα κενό που, παρά τα περισσότερα από 40 χρόνια απουσίας του από τα ντόχιο δεν είχε καταφέρει να καλύψει κανείς άλλος.

Εχθές, στο σταθμό του Σίμπασι, στο Τόκιο, ήταν παρκαρισμένο ένα φορτηγάκι κάποιας εθνικιστικής οργάνωσης και από την οροφή του ένας ηλικιωμένος άντρας έβγαζε ένα λόγο για την «κατάντια» της σημερινής Ιαπωνίας∙ το θέαμα είναι τόσο συχνό σε ορισμένους κεντρικούς σταθμούς του Τόκιο που κανείς δε δίνει σημασία. Ο άντρας χρησιμοποιούσε το σούμο ως μεταφορά για την Ιαπωνία και τη «δεινή» της θέση στην παγκόσμια κοινότητα αναφέροντας ότι το άθλημα άρχεται από ξένους –οι δύο νυν γιοκοζούνα Χακουχό και Χαρουμαφούτζι και ο προηγούμενος, ο Ασασορίου είναι Μογγόλοι. Και παρότι πριν τους Μογγόλους υπήρξαν πολύ μεγάλοι Ιάπωνες πρωταθλητές (όπως οι άλλοι τρεις επίτιμοι τοσιγιόρι που αναφέραμε παραπάνω), ο μόνος που μνημόνευσε ο ηλικιωμένος εθνικιστής ήταν ο μεγάλος Τάιχο, το σύμβολο ότι η Ιαπωνία στεκόταν ξανά στα πόδια της μετά την καταστροφή του μεγάλου πολέμου.

Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Διαβάστε το άρθρο της στήλης Πρότυπα των Πολεμικών Τεχνών: Ο «Άγιος του Ξίφους» Νακαγιάμα Χακούντo


×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι