Όπως ο Τζίγκορο Κάνο του τζούντο, ο Ουεσίμπα Μοριχέι του αϊκίντο και ο Φουνακόσι Γκιτσίν του καράτε, υπήρξε κι αυτός τέκνο της πολυτάραχης περιόδου Μέιτζι (1868-1912), της εποχής που σήμανε το τέλος της φεουδαρχίας, της κατάργησης του τετραπλής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας (και άρα το τέλος της τάξης των σαμουράι), της ουσιαστικής παλινόρθωσης της μοναρχίας, της δημιουργίας του εθνικού ιαπωνικού κράτους και της αρχής της πορείας προς τη σύγχρονη εποχή∙ αν είναι κανείς κάπως κυνικός θα σπεύσει να προσθέσει στα παραπάνω την ταυτόχρονη γέννηση του ιαπωνικού εθνικισμού και τα πρώτα δείγματα ιμπεριαλισμού που θα οδηγούσαν λίγο αργότερα στην εμπλοκή της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη συντριβή της και την αναγέννησή της σαν ένα σύγχρονο κράτος. Ο Νακαγιάμα Χακούντο, ίσως ο μεγαλύτερος ξιφομάχος του 20ου αιώνα έζησε ολόκληρη αυτή την εποχή εγκαταλείποντας τον κόσμο το 1958, σε ηλικία 86 ετών.
Γεννημένος μόλις τέσσερα χρόνια μετά την άνοδο στο θρόνο του αυτοκράτορα Μέιτζι, το 1872, ο Νακαγιάμα Οτσουγιόσι (τότε –αργότερα θα άλλαζε το όνομά του σε «Χακούντο») πέρασε την πρώτη 20ετία της ζωής του δουλεύοντας στην κουζίνα ενός πανδοχείου στο Νάκατσο του νομού Τογιάμα στο δυτικό Χονσού∙ η κουζίνα ήταν από μια άποψη φυσικός χώρος για τον Οτσουγιόσι καθώς ο πατέρας του είχε σουβλατζίδικο (κυριολεκτικά: είχε εστιατόριο που σέρβιρε «γιακιτόρι» δηλαδή σουβλάκια από κοτόπουλο, ένα από τα πολύ διαδεδομένα μέχρι και σήμερα φαγητά στην Ιαπωνία). Κάπως κινηματογραφικά, ένας από τους πελάτες του πανδοχείου τον είδε μια μέρα να παίζει με ένα μπόκουτο, θεώρησε ότι ο νεαρός είχε ταλέντο, του πρότεινε να ξεκινήσει να ασχολείται με τις τέχνες του ξίφους και έτσι ο Οτσουγιόσι ξεκίνησε την πορεία του μαθαίνοντας Γιαμαγκούτσι-χα Ίτο Ρίου, ένα από τα πολλά παρακλάδια της διάσημης σχολής ξιφομαχίας.
Λίγο καιρό μετά, μια δεύτερη κινηματογραφική συγκυρία θα καθόριζε το μέλλον του: ένας άλλος πελάτης του πανδοχείου, ξιφομάχος της Σίντο Μούνεν Ρίου και μαθητής του Νεγκίσι Σίνγκορο στο διάσημο ντότζο «Γιούσινκαν» του Τόκιο, τον παρακίνησε να πάει στη μεγάλη πόλη και να διδαχτεί από το σημαντικό δάσκαλό του∙ ένα κομμάτι της ιδιοφυΐας του Νεγκίσι, ενός από τους τελευταίους ξιφομάχους που χρησιμοποίησαν τα όπλα τους στο πεδίο της μάχης του εμφυλίου πολέμου Μπόσιν του 1868-1869, σώζεται ακόμα στα δέκα κάτα που διδάσκονται στο κέντο παράλληλα με τον ελεύθερο αγώνα: ο Νεγκίσι, υπήρξε ένα από τα πέντε μέλη της επιτροπής που σχεδίασε αρχικά τα κάτα αυτά για λογαριασμό του Ντάι Νίπον Μπουτοκουκάι, του οργανισμού που ουσιαστικά διοικούσε τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες από το 1895 ως το 1946.
Έχοντας ήδη συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον του βρίσκεται στις τέχνες του ξίφους, ο 19χρονος τότε Οτσουγιόσι πηγαίνει στο Τόκιο, γράφεται στο Γιούσινκαν και από εκεί και μετά ξαναγεννιέται (εξ ου και η αλλαγή του ονόματος) σαν ένας άνθρωπος των πολεμικών τεχνών: ακολουθώντας τις οδηγίες του δασκάλου του μελετάει όσες περισσότερες ρίου μπορεί πέρα από τη Σίντο Μούνεν Ρίου, συμμετέχει σε αγώνες εναντίον ξιφομάχων άλλων σημαντικών σχολών όπως η Χόκουσιν Ίτο Ρίου και τους νικάει, επιδίδεται σε διάφορους αυτοσχεδιασμούς όπως το να προπονείται κρεμώντας πέτρες στη μέση του ώστε να κρατάει το κέντρο βάρους του χαμηλά και τελικά, σχεδόν μια δεκαετία μετά, καταφέρνει να γίνει ο διάδοχος του Νεγκίσι Σίνγκορο στο Γιούσινκαν και στη ρίου και, κατά μία έννοια, γιος του καθώς παντρεύτηκε την κόρη του.
Δάσκαλος πλέον, ο Νακαγιάμα Χακούντο ξεκινάει από το σημείο αυτό και μετά μια διακεκριμένη πορεία τόσο μελέτης σχεδόν όλων των μεγάλων σχολών ξιφομαχίας (Ίτο Σόντεν Μούτο Ρίου, Όνο-χα Ίτο Ρίου, Χόκουσιν Ίτο Ρίου, Νεν Ρίου, Σινκάγκε Ρίου, Τζίγκεν Ρίου, Μούσο Σίντεν Έισιν Ρίου) και μερικών άλλων όπλων (με πιο κύρια τη Σίντο Μούσο Ρίου του τζόντο) όσο και εμπλοκής με τα τεκταινόμενα των πολεμικών τεχνών και με τους διάφορους φορείς τους όπως το Νίπον Μπουτοκουκάι, η στρατιωτική ακαδημία Τογιάμα (συμμετέχοντας ενεργά στη δημιουργία των κάτα της, τα οποία αργότερα θα γίνονταν η βάση της σχολής Τογιάμα Ρίου) ή το Νόμα Ντότζο. Παράλληλα, οι προσωπικές του αναζητήσεις κυρίως σε σχέση με το ιάι και τις διάφορες γραμμές και γενεαλογίες της Έισιν Ρίου, της σχολής που ιδρύθηκε από τον άνθρωπο που φέρεται να ίδρυσε πρώτος την ίδια την τέχνη, του Χαγιασιζάκι Τζινσούκε Σιγκενόμπου οδηγούν σιγά-σιγά στη δημιουργία του δικού του στιλ ιάι, του Μούσο Σίντεν Ρίου, το οποίο επιδεικνύει για πρώτη φορά το 1930.
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να κάμπτονται μετά τα 50, η δεύτερη φάση της ζωής του Νακαγιάμα Χακούντο –από την επίσημη ίδρυση του Μούσο Σίντεν Ρίου ως το 1958- μοιάζει να είναι η πιο έντονη: είναι ο πρώτος άνθρωπος που παίρνει τον τίτλο του «Χάνσι/μεγάλου δασκάλου των τριών Δρόμων» (κέντο, ιάιντο και τζόντο) από το Μπουτοκουκάι, ταξιδεύει σε όλη τη χώρα, διδάσκει χιλιάδες μαθητές, γράφει βιβλία, δοκιμάζει ξίφη και γνωμοδοτεί για την κατασκευή τους, κάνει αμέτρητες επιδείξεις (μεταξύ άλλων και μπροστά στον αυτοκράτορα) και κατά τη διάρκεια της Κατοχής των Συμμάχων καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την αποκατάσταση των πολεμικών τεχνών (η δημόσια διδασκαλία τους είχε απαγορευτεί από την αμερικανική διοίκηση του στρατηγού Μακάρθουρ) και συμμετέχει στην ίδρυση της Παν-Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Κέντο το 1952.
Θρυλική υπήρξε και η θέση του απέναντι στους αμερικανούς μετά την ήττα της χώρας του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: αντίθετα από τους περισσότερους ανθρώπους των πολεμικών τεχνών που υποστήριξαν άμεσα ή έμμεσα τις εθνικιστικές-μιλιταριστικές προπολεμικές τάσεις, ο Νακαγιάμα εκφράστηκε ανοιχτά για την ανάγκη της αλλαγής αντίληψης μετά από μια ήττα, για την αναγνώριση των νέων συνθηκών και για τη σπουδαιότητα της δημιουργίας νέων συμμαχιών. Και για να γίνει ακόμα πιο πειστικός απέναντι στους ομότιμούς του, συνόδευσε τις δηλώσεις του από το σχόλιο «ένας σαμουράι δε μιλάει ποτέ άσχημα για κάτι που έγινε και τελείωσε […] αν συνεχίσουμε να βλέπουμε τους χθεσινούς μας εχθρούς σαν εχθρούς δεν κατανοούμε το πνεύμα του Μπουσίντο».
Ο Νακαγιάμα Χακούντο δεν πρόλαβε να δει το κέντο, το ιάιντο και το τζόντο να αποκτούν παγκόσμια απήχηση∙ υπήρξε ωστόσο ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την εξέλιξή τους αυτή. Και παρόλο που υπήρξε ίσως ο πιο διάσημος ξιφομάχος της προπολεμικής περιόδου, έφυγε από τη ζωή πριν προλάβει να μεταφέρει το σύνολο της γνώσης του παρά σε πολύ λίγους ανθρώπους, ένας εκ των οποίων ο γιος του, Νακαγιαμά Ζέντο, ο οποίος υπήρξε και ο συνεχιστής του διάσημου Γιούσινκαν. Η κληρονομιά του ωστόσο υπήρξε τεράστια και η επιρροή του ως δασκάλου και ως φίλου στη ζωή μερικών από τους σημαντικότερους μεταγενέστερους δασκάλων πολεμικών τεχνών (όπως οι ξιφομάχοι Νακακούρα Κιγιόσι, Νακατζίμα Γκόζορο, Χάγκα Τζουνίτσι ή ο ιδρυτής του αϊκίντο, Ουεσίμπα Μοριχέι), ανεκτίμητη.
Μια από τις μεγάλες απώλειες για τους σημερινούς ανθρώπους των πολεμικών τεχνών είναι ότι το οπτικό υλικό του που υπάρχει διαθέσιμο είναι πολύ λίγο: τα ιαπωνικά κινηματογραφικά μέσα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα ήταν και λίγα και αρκετά πρωτόγονα για να καταφέρουν να συλλάβουν το μεγάλο ξιφομάχο σε πραγματική δράση. Από τα λίγα που κυκλοφορούν ωστόσο, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη δαιμονική ενέργεια του μικροκαμωμένου άντρα με το μεγάλο μουστάκι-τυπικό δείγμα της περιόδου Μέιτζι και τα λευκά ρούχα, είτε πρόκειται για ιάιντο, είτε για τζόντο. Όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους προηγούμενων εποχών συχνά λέμε καθ’ υπερβολή ότι «τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν σήμερα»∙ η περίπτωση του Νακαγιάμα Χακούντο είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η φράση αυτή ίσως να κρύβει κάποια αλήθεια.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Διαβάστε το πρώτο άρθρο της σειράς :
Κοΐτσι Τοχέι: Ο πρωταθλητής του αϊκίντο