Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν ο «υπερασπιστής» του αϊκίντο στον έξω κόσμο, αυτός που αντιμετώπιζε όλες τις προκλήσεις όταν κάποιος ερχόταν στο κεντρικό ντότζο της οικογένειας Ουεσίμπα στο Τόκιο με ύποπτες διαθέσεις (ο Ουεσίμπα Μοριχέι ήταν ήδη αρκετά μεγάλος και αποτραβηγμένος στο αγρόκτημά του στην Ιουάμα). Ήταν αυτός που πρωτοστάτησε στη διάδοση της τέχνης στις ΗΠΑ, μέσω της Χαβάης, το δημόσιο πρόσωπό της, η γέφυρά της με τον κόσμο πέρα από τον Ειρηνικό Ωκεανό και τη Θάλασσα της Ιαπωνίας. Δέκατο νταν κατευθείαν από το χέρι του ιδρυτή, συγγραφέας μερικών από τα δημοφιλέστερα βιβλία γύρω από την τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του, γοητευτικός στην εμφάνιση, χαρισματικός στην επικοινωνία και, κατά δήλωση όσων στάθηκαν απέναντί του, ακαταμάχητος αϊκιντόκα –ο Τοχέι Κοΐτσι ήταν ίσως η μεγαλύτερη προσωπικότητα του μεταπολεμικού αϊκίντο.
Γεννημένος στο Τόκιο το 1920, ο Τοχέι είχε μια ιστορία σχεδόν στερεοτυπική για τον κόσμο των πολεμικών τεχνών: ένα φιλάσθενο, αδύναμο παιδί που κατευθύνθηκε από την οικογένειά του σε ένα ντότζο πολεμικών τεχνών ώστε να δυναμώσει∙ η πολεμική τέχνη ήταν το τζούντο το οποίο ο Τοχέι ακολούθησε όσο πήγαινε σχολείο και αργότερα, στο πανεπιστήμιο. Μια πλευρίτιδα τον ανάγκασε να σταματήσει και να βάλει τη ζωή του και την πορεία του κάτω από το μικροσκόπιο και η συνειδητοποίηση ότι ήθελε κάτι περισσότερο, τον έστειλε στο ντότζο Ιτσικουκάι, ένα περίεργο κέντρο εκπαίδευσης που συνδύαζε το βουδιστικό ζαζέν με τις σιντοϊστικές τελετές εξαγνισμού μισόγκι αλλά σε ακραίο βαθμό: δεκάωρα καθίσματα και ψαλμωδίες μυστικιστικών μάντρα που υπόσχονταν «κινητοποίηση της εσωτερικής ενέργειας». Αν στη γενεαλογία του ντότζο δεν είχε υπάρξει ο μεγάλος ξιφομάχος του τέλους της περιόδου Έντο, Γιαμαόκα Τέσου (1836-1888) πιθανότατα ο –ρεαλιστής- Τοχέι αλλά και πολλοί άλλοι άνθρωποι των πολεμικών τεχνών μάλλον δε θα είχαν σχέσεις με το ντότζο.
Ο νεαρός τζουντόκα ωστόσο, εκτίμησε την ένταση της εκπαίδευσης και σκληραγωγήθηκε αρκετά ώστε να αναζητήσει κάτι ακόμα. Και όταν το 1940, ο εκπαιδευτής του στο τζούντο του πρότεινε να πάει να δει το δάσκαλο Ουεσίμπα Μοριχέι και το αϊκίντο του πήγε, έτοιμος να δοκιμάσει τον 57χρονο δάσκαλο. Όπως συχνά συνέβαινε εκείνη την εποχή, ο Ουεσίμπα του απέδειξε με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι είχε κάτι να του δείξει, ο Τοχέι γράφτηκε στο θρυλικό προπολεμικό «Κόμπουκαν» και ξεκίνησε να μαθαίνει το «Αϊκί Μπούντο» που διδασκόταν τότε –η ονομασία «αϊκίντο» θα ερχόταν δύο χρόνια αργότερα, το 1942, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποχώρηση του Τοχέι για το στρατό και για την Κίνα. Θα περνούσαν τέσσερα χρόνια μέχρι να επαναπατριστεί και να ξεκινήσει τη μελέτη του με τον Ουεσίμπα αλλά και με έναν άλλο δάσκαλο στις παρυφές του μπούντο: τον Νακαμούρα Τέμπου (1876-1968), κατά κάποιους ιδρυτή της ιαπωνικής γιόγκα.
Ο Νακαμούρα ήταν μια αινιγματική φυσιογνωμία: στενός φίλος μερικών από τους πιο φανατικούς ακροδεξιούς της προπολεμικής εποχής, μέλος της «Γκενγιόσα» της μισό-πολιτικής, μισό-τρομοκρατικής οργάνωσης του Τογιάμα Μιτσούρου (1855-1944) και ικανός ξιφομάχος ήταν παράλληλα και ο πρώτος άνθρωπος από τον κόσμο των πολεμικών τεχνών που μελέτησε τις ινδικές παραδόσεις γυμναστικής και αναπνοής και δημιούργησε το μοντέλο «Σιν-σιν Τόιτσου Ντο» (Δρόμος της Ένωσης Νου και Σώματος) και έδωσε έμφαση στο κι (τη «ενέργεια» που εμφανίζεται σχεδόν σε όλη την Άπω Ανατολή) και στις μεθόδους καλλιέργειάς της. Ο Τοχέι υπήρξε από τους πιο αφοσιωμένους μαθητές του ντότζο του Νακαμούρα και η επιρροή του τελευταίου επάνω του ήταν, ίσως , εξίσου σημαντική με αυτή του Ουεσίμπα.
Παρόλα αυτά, η ταχύτατη άνοδός του στις τάξεις της νεότευκτης οργάνωσης Αϊκικάι ήταν αυτή που ευθύνεται για την αναγνωρισιμότητα και τη δημοτικότητά του. Από το 1946 και για τα επόμενα σχεδόν τριάντα χρόνια, ο ρόλος του στην οργάνωση αλλά και στο ίδιο το κεντρικό ντότζο, το Αϊκικάι Χόμπου ήταν, όσο βλάσφημο κι αν ακουστεί αυτό, σχεδόν ισότιμος με αυτόν του ίδιου του Μοριχέι και σίγουρα πιο προβεβλημένος από αυτόν του γιου του Μοριχέι, Κισομάρου∙ το γεγονός ότι ο ιδρυτής του αϊκίντο επέμεινε (και, βεβαίως, κατάφερε) ο γιος του να παντρευτεί την αδερφή της γυναίκας του Τοχέι, δημιουργώντας έστω και εξ αγχιστείας μια οικογενειακή σχέση μαζί του δείχνει ότι ίσως έχουν δίκιο πολλοί (μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Τοχέι) που υποστηρίζουν ότι ο Μοριχέι προόριζε αυτόν για διάδοχό του αντί για τον Κισομάρου.
Ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960, ο Τοχέι ήταν ο αρχί-εκπαιδευτής του Χόμπου ντότζο –μ’ άλλα λόγια, και άσχετα από το αν οι ίδιοι επιλέγουν για εύκολα εξηγήσιμους λόγους να το ξεχνούν ή να αποφεύγουν να το αναφέρουν- αυτός ήταν ο πραγματικός δάσκαλος όλων των μεταπολεμικών μαθητών, των σίχαν δηλαδή που σήμερα αποκαλούμε «μαθητές του ιδρυτή». Με μόνη πιθανή εξαίρεση τον Σάιτο Μοριχίρο (1928-2002) που ουσιαστικά ζούσε μαζί με τον Μοριχέι στην Ιουάμα, το ντότζο του Τόκιο και έδρα της τέχνης ήταν υπό την τεχνική εποπτεία του Τοχέι –το βιβλίο που έκανε διάσημο το αϊκίντο, το «Aikido and the Dynamic Sphere» των Ουέστμπρουκ και Ράτι, το αποδεικνύει αυτό περίτρανα, όπως το αποδεικνύουν και οι διδασκαλίες περί κι που ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο του Τοχέι και της μαθητείας του στο Ιτσικουκάι και στο Τέμπουκαϊ του Νακαμούρα.
Αυτό ακριβώς το σημείο, αλλά ακόμα περισσότερο, η πληθωρική (με κάθε καλή και κακή έννοια της λέξης) προσωπικότητά του ήταν ο λόγος που πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Μοριχέι, ο Κοΐτσι Τοχέι έφυγε από το Αϊκικάι για να δημιουργήσει κάτι δικό του. Επικαλούμενος βαθιές φιλοσοφικές διαφωνίες με τον Ουεσίμπα Κισομάρου τις οποίες εξέθεσε σε μια πεντασέλιδη επιστολή που έκανε το γύρο του κόσμου του αϊκίντο και παίρνοντας μαζί του μια ομάδα πιστών σ’ αυτόν δασκάλων και δεκάδες ντότζο στις ΗΠΑ, ξεκίνησε μια πορεία με σημαία το «Σιν-σιν Τόιτσου Ντο/Αϊκίντο» που διήρκεσε σχεδόν σαράντα χρόνια και που σε πολλά μέρη του κόσμου, ανταγωνίστηκε επάξια την κεντρική γραμμή των διαδόχων του Μοριχέι. Και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη διαδρομή, με σχεδόν όλους τους αρχικούς δασκάλους να επαναλαμβάνουν την ιστορία φεύγοντας και δημιουργώντας δικές τους οργανώσεις, το «Κι νο Κένκιου-κάι», το «Ίδρυμα για τη Μελέτη του Κι», συνεχίζει να υπάρχει μέχρι και μετά το θάνατό του το 2011.
Όπως όλοι οι μεγάλοι, ο Τοχέι υπήρξε (και παραμένει) αμφιλεγόμενος. Οι επικριτές του, του προσάπτουν μεταξύ άλλων ασέβεια προς τον Ουεσίμπα Μοριχέι για σχόλια που έχει κάνει γι αυτόν σε συνεντεύξεις του, μακιαβελισμό ως προς το πώς χειρίστηκε την αποχώρησή του από το Αϊκικάι, απάτη επειδή στήριξε τη «δική του» διδασκαλία στη σύνθεση του έργου του Ουεσίμπα και του Νακαμούρα και ακραίο σύμπλεγμα ανωτερότητας καθώς από κάποιο σημείο και πέρα, το «Κι νο Κένκιου-κάι» λειτουργούσε –περίπου- σαν θρησκευτική σέχτα φτάνοντας σε σημείο να πουλάει πέτρες «ευλογημένες» από τον ίδιο. Και ίσως και να έχουν δίκιο: όταν κανείς είναι ο πρώτος στον κόσμο (ακόμα και αν αυτός ο κόσμος είναι ο μικρόκοσμος του αϊκίντο) σχεδόν αναπόφευκτα τα προτερήματά του θα αντισταθμίζονται από ελαττώματα και όσο μεγάλα είναι τα πρώτα, τόσο μεγάλα θα είναι και τα δεύτερα∙ μια ματιά στα βίντεο που υπάρχουν από την εποχή της δόξας αρκεί για να αντιληφθεί κανείς πόσο πραγματικά μεγάλα ήταν τα πρώτα.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης