Ντο/道: Η διαδρομή ενός... δρόμου

εικόνα άρθρου

Είναι δύσκολο να εμπλακεί κανείς με τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες –ή, εδώ που τα λέμε, με οποιαδήποτε διάσταση του ιαπωνικού πολιτισμού- και να μη διασταυρωθεί με μια έννοια που μοιάζει να είναι πανταχού παρούσα, να διέπει και να χαρακτηρίζει κάθε όψη των τεχνών αυτών και να προσδιορίζει τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενό τους. Αναφέρομαι, βεβαίως, στην έννοια «ντο» (στα ιαπωνικά και τα κινεζικά γράφεται με το ιδεόγραμμα «道») η οποία συνήθως αποδίδεται στα ελληνικά με τη λέξη «δρόμος» ή, αν ο ομιλητής/γράφων είναι κάπως πιο ευφάνταστος, ελληνολάτρης ή ενίοτε... πομπώδης με τη λέξη «ατραπός».

Χρειάζεται ένα ακόμα κείμενο για το «ντο» και μάλιστα σε ένα σάιτ για τις πολεμικές τέχνες; Θα απαντούσα απερίφραστα, «ναι»! Όχι επειδή το θέμα δεν έχει καλυφθεί ήδη αλλά επειδή πολύ συχνά, άλλοτε ακούσια και άλλοτε εκούσια, οι γράφοντες πέφτουν στην παγίδα του άκρατου ρομαντισμού που πηγάζει είτε από οριενταλισμό (δηλαδή τυφλή λατρεία όλων όσων προέρχονται από την Άπω Ανατολή), είτε από εσφαλμένη αντίληψη του πώς λειτουργεί το ντο στον ιαπωνικό πολιτισμό. Ελπίζοντας ότι δε θα πέσω στην ίδια παγίδα, οφείλω να ξεκινήσω, όπως και πολλά πράγματα που χαρακτηρίζουν τον ιαπωνικό πολιτισμό, από την Κίνα.

Η έννοια του «ντο» (στα κινέζικα «ταό» ή «νταό», αναλόγως του συστήματος προφοράς) βρίσκεται στη βάση του ομώνυμου φιλοσοφικού συστήματος που αποκρυσταλλώνεται στο κείμενο «Ταό Τε Τσινγκ» (道德經) του Λάο Τσε (老子 ~6ος π.Χ. αιώνας)· εκεί το ταό θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της συμπαντικής τάξης, η φύση των πραγμάτων όπως έχουν και ταυτόχρονα ο τρόπος για να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση αυτή. Στο κείμενο, ο συγγραφέας (ή οι συγγραφείς –η πατρότητα του «Ταό Τε Τσινγκ» και ακόμα και αυτή η ύπαρξη του Λάο Τσε είναι περισσότερο θέματα πίστης παρά αδιάσειστων ιστορικών δεδομένων) δίνουν μια σειρά από νουθεσίες για το πώς ζει τη ζωή του ο σοφός άνθρωπος, υπαινισσόμενοι βεβαίως ότι το παράδειγμά τους οφείλει να ακολουθήσει όποιος θέλει να ζήσει μια αντίστοιχη ζωή. Μια ακόμα και επιπόλαια ανάγνωση του έργου (μπορεί κανείς να το βρει ολόκληρο σε διάφορα σημεία στο Ίντερνετ, όπως π.χ. στο WikiSource της Wikipedia http://en.wikisource.org/wiki/Tao_Te_Ching) δείχνει ότι πρόκειται για ένα κείμενο, ή πιο σωστά μια συλλογή κειμένων, που προσπαθεί να καλύψει κάθε διάσταση της ανθρώπινης ζωής –από την κοσμογονία και τη θρησκεία ως την πολιτική και ως την καθημερινή ζωή- όλα μέσα από το πρίσμα μιας ενοποιού δύναμης, του ταό.

Η Κίνα της κλασσικής εποχής αποτελούσε για τους ιάπωνες βασική πηγή άντλησης πολιτισμικών στοιχείων· δεν είναι περίεργο λοιπόν που η έννοια «ταό» βρήκε το δρόμο της στην παλιά Ιαπωνία, μέσω μιας κάπως περίεργης διαδρομής: από τις περιόδους Ασούκα (τέλη του 6ου αιώνα-αρχές του 8ου) και Νάρα (8ος αιώνας), υιοθετήθηκε ένα νομοθετικό σύστημα βασισμένο στο αντίστοιχο κινέζικο και στον Κομφουκιανισμό. Το σύστημα αυτό, γνωστό ως Ριτσουριόου-σέι (律令制) όριζε όχι μόνο τους όρους της νομοθετικής εξουσίας αλλά και της εκτελεστικής, ήταν δηλαδή ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σύστημα το οποίο δεν παρέλειπε να αναφερθεί εκτενώς και σε θέματα παιδείας. Και μέσα στο πλαίσιο της παιδείας, η μελέτη διάφορών αντικειμένων όπως, μεταξύ άλλων τα μαθηματικά, το γράψιμο (με την έννοια της καλλιγραφίας), η αστρονομία και η ιατρική εμφανίζονται ως «ντο» –«σάντο» (算道), «σόντο» (書道), «τενμονντό» (天文道) και «ίντο» (医道) αντίστοιχα.

Είναι προφανές ότι στην περίπτωση των κλάδων ενός εκπαιδευτικού συστήματος (με «έδρα» του το αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο του Κιότο, Νταϊγάκου-ρίοου/大学寮) η χρήση του «ντο» είναι πολύ λιγότερο μεταφυσική και πολύ περισσότερο πρακτική –αναφέρεται δηλαδή στα διάφορα τμήματα/γνωστικά αντικείμενα που το πανεπιστήμιο μελετούσε και δίδασκε. Όταν κάποιος μελετούσε, ας πούμε «σόντο» (書道), την τέχνη της καλλιγραφίας (μια τέχνη που διδάσκεται ως σήμερα τόσο στην Ιαπωνία όσο και στην Κίνα), μελετούσε το σύνολο των γνώσεων που σχετίζονται με τη γραφή: από τη μορφή των εργαλείων (πινέλο, μελάνι, χαρτί) ως την καταγωγή και την προέλευση των ιδεογραμμάτων και ως τις διάφορες τεχνικές της ίδιας της γραφής –σήμερα υπάρχουν πέντε τέτοιες τεχνικές. Μ’ άλλα λόγια, ο ασκούμενος στο σόντο, αφιέρωνε (και ακόμα αφιερώνει) ένα σημαντικό μέρος του χρόνου του επί πολλά χρόνια ώστε να αποκτήσει μια όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη εικόνα του αντικειμένου.

Από τα παραπάνω θα είναι φανερή, πιστεύω, στον αναγνώστη, η σύνδεση μεταξύ του κινεζικού «ταό» (ως το σύνολο των πραγμάτων που καθορίζουν το ίδιο το σύμπαν και τη ζωή του ανθρώπου) και του παλαιού ιαπωνικού «ντο» (ως το σύνολο τω πραγμάτων που καθορίζουν ένα γνωστικό αντικείμενο) –παρεμπιπτόντως και μόνο η ανάγνωση του ιδεογράμματος 道 με την κινεζική προφορά του (η προφορά του στα ιαπωνικά είναι «μίτσι») αρκεί για να δείξει την κινεζική επιρροή. Από τη βιβλιογραφία που έχω στα χέρια μου, δεν έχω αρκετά στοιχεία για το πότε ακριβώς ο όρος επικράτησε και ακόμα περισσότερο πότε διευρύνθηκε ώστε να καλύπτει και άλλους τομείς δραστηριότητας, όμως αν λάβει κανείς υπόψη ότι η παραδοσιακή ανιμιστική θρησκεία της Ιαπωνίας λέγεται «Σίντο» (神道 –ή «ο δρόμος των θεών») και ότι η ονομασία αυτή επίσης αρχίζει να διαδίδεται την ίδια περίοδο (τέλη του 7ου αιώνα), νομίζω ότι είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι από την περίοδο εκείνη και μετά, οι ιάπωνες (ή τουλάχιστον οι μορφωμένοι και καλλιεργημένοι ιάπωνες) άρχισαν να αντιλαμβάνονται και να χρησιμοποιούν το «ντο» ως μια γενικότερη έννοια που καλύπτει το σύνολο των γνώσεων γύρω από κάτι.

Έγραψα παραπάνω «οι μορφωμένοι και καλλιεργημένοι ιάπωνες» και νομίζω ότι το σημείο αυτό αξίζει μιας περαιτέρω σημείωσης: η αυτοκρατορική αυλή, αποτελούσε επί σειρά αιώνων (τουλάχιστον ως τις αρχές του 17ου) την πηγή του πολιτισμού στην Ιαπωνία –αυτός είναι και ο λόγος που το Κιότο, ως έδρα της αυλής ως το 1866, φέρει μέχρι και σήμερα τον άτυπο τίτλο της «πολιτισμικής πρωτεύουσας» της χώρας. Είναι λοιπόν επόμενο, ο όρος «ντο» (πάντα ως το σύνολο των γνώσεων γύρω από ένα αντικείμενο) να επεκταθεί πέραν των πανεπιστημιακών αντικειμένων και σε κάθε δραστηριότητα με την οποία ενεπλέκονταν οι αριστοκράτες της αυλής· εκεί μάλλον μπορεί να αναζητήσει κανείς την αναγωγή της τέχνης της ανθοδετικής, της προετοιμασίας του τσαγιού και των πολεμικών τεχνών σε «ντο» (αντίστοιχα κάντο/花道 ή ικεμπάνα/生け花, σάντο/茶道 και μπούντο/武道).

Ακόμα και αν οι καλλιεργημένοι αριστοκράτες της αυλής του Κιότο χρησιμοποιούσαν τις λέξεις αυτές για να περιγράψουν τις ενασχολήσεις τους –οι οποίες μερικές φορές ξέφευγαν αρκετά από αυτό που έχουμε συνηθίσει να περιμένουμε: για παράδειγμα, η πολύ συνηθισμένη παιδεραστία (κατά το αρχαιοελληνικό πρότυπο) μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων σε ηλικία πολεμιστών/σαμουράι λεγόταν «σούουντο» (衆道), μια σύντμηση της λέξης «ουακασούουντο» (若衆道) δηλαδή «ο δρόμος των νεαρών αγοριών»- η λέξη ήρθε σε ευρεία χρήση, ιδιαίτερα στον κόσμο των πολεμικών τεχνών, κατά την περίοδο του εκμοντερνισμού της Ιαπωνίας από τον αυτοκράτορα Μέιτζι (1868-1912).

Τότε, στο πλαίσιο μιας νέας ανάγνωσης των παλιών αρχών και συνηθειών (και συχνά με μια ιδιαίτερα κριτική ματιά απέναντί τους καθώς η κυρίαρχη τάση ήταν η υιοθεσία του δυτικού μοντέλου), καθιερώθηκε η ονομασία «ντο» για τις περισσότερες από τις πολεμικές τέχνες που γνωρίζουμε σήμερα, με πρώτη, πιθανότατα το τζούντο –θα ακολουθούσαν το κιούντο, το κέντο, το ιάιντο, το τζόντο, το καράτε-ντο, το αϊκίντο και το τζούκεντο. Ακόμα, τότε άρχισε να διαδίδεται όλο και περισσότερο ο συνολικός όρος «μπούντο» για να περιγράψει τις τέχνες αυτές –ως τότε, χρησιμοποιούνταν διάφορες άλλες λέξεις όπως «μπουγκέι»/武芸, χέιχο/兵法μπουτζούτσου/武術 κ.α.).

Οι άνθρωποι της εποχής του Μέιτζι ήθελαν με τη χρήση του «ντο» να δείξουν ότι οι πολεμικές τέχνες ήταν κάτι πέρα από την εκμάθηση τεχνικών και οδηγούσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου –κάπου εκεί θα πρέπει να αναζητήσει κανείς τις πρώτες ενδείξεις φορτώματος της λέξης με έξωθεν... αποσκευές. Και εν πολλοίς το πέτυχαν με αποτέλεσμα από τα τέλη του 19ου αιώνα και ως τα μέσα του 20ου, η ενασχόληση με τις τέχνες «ντο» να θεωρείται βασική προϋπόθεση προκειμένου να θεωρηθεί κανείς καλλιεργημένος. Όμως αυτή η καλλιέργεια άρχισε από τη δεκαετία του 1920 και μετά να παίρνει και μια έντονα εθνικιστική χροιά η οποία ενίσχυσε τη μιλιταριστική και επεκτατική ιδεολογία της κυβέρνησης του αυτοκράτορα Σόουα (Χιροχίτο) με τα γνωστά αποτελέσματα.

Το πιο ενδιαφέρον –για τις ανάγκες αυτού του άρθρου τουλάχιστον- στοιχείο αυτής της φάσης της ιστορίας, είναι ότι όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε και οι ιάπωνες προσπάθησαν να εξαπλώσουν τις τέχνες τους παρά το δυσάρεστο φορτίο στο οποίο είχαν εξελιχθεί οι ιδεολογικές περιπλανήσεις της περιόδου Μέιτζι και με το οποίο τις είχαν επιβαρύνει για σχεδόν έναν αιώνα, μια από τις μεθόδους που ακολούθησαν ήταν να τονίσουν ακόμα περισσότερο τον «πνευματικό» χαρακτήρα των τεχνών ντο. Αφενός γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο πληρούταν καλύτερα και το στερεότυπο των δυτικών περί «ανατολικής σοφίας» και αφετέρου γιατί έτσι πλησίαζαν το δυτικό, ολυμπιακό ιδεώδες του αθλητισμού –ας μην ξεχνάμε ότι ο Κάνο Τζίγκορο, ο ιδρυτής του τζούντο υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής από το 1909 ως το θάνατό του το 1938.

Έχοντας δει την πορεία του ντο τα τελευταία 2500 χρόνια, δεν μπορούμε παρά να φτάσουμε σε ένα κάπως πιο καίριο ερώτημα: τι σημαίνει «ντο» στη σημερινή ιαπωνική κουλτούρα· και ακόμα περισσότερο, τι σημαίνει για όλους εμάς που προερχόμαστε από άλλους πολιτισμούς και με άλλες προσλαμβάνουσες παραστάσεις; Οι προσωπικές μου παρατηρήσεις, αλλά και όσα έχω διαβάσει, με οδηγούν στην άποψη ότι όταν οι ιάπωνες αναφέρουν ότι ασχολούνται με κάποιο «ντο», αυτό σημαίνει ότι μελετούν κάτι σε βάθος και χωρίς χρονικό ορίζοντα· αναγνωρίζουν ότι η τεχνική γνώση ενός αντικειμένου είναι πεπερασμένη, όμως αναγνωρίζουν παράλληλα και ότι καθώς ο άνθρωπος αλλάζει, αλλάζει και η αντίληψή του για το αντικείμενο, και άρα, η ενασχόληση δε σταματάει ποτέ.

Το παραπάνω, ωστόσο, δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι επενδύουν κατ’ ανάγκη το αντικείμενο με στρώματα βαριάς θεωρίας –ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ιαπώνων είναι ότι είναι ιδιαίτερα πρακτικοί. Απλώς, αναγνωρίζουν ότι προκειμένου να μάθει κανείς μια τέχνη κάτι οφείλει να της δώσει ένα κομμάτι από τον εαυτό του και ότι το κενό που θα αφήσει αυτό το κομμάτι θα πρέπει να γεμίσει από κάτι άλλο, δηλαδή με ένα κομμάτι από την τέχνη που μαθαίνει. Μ’ άλλα λόγια, όταν κανείς αποφασίζει να μάθει σοβαρά κέντο, από κάποιο σημείο και ύστερα, το κέντο γίνεται κομμάτι της ζωής του· ή αλλιώς, γίνεται ο ίδιος «κέντο». Και κατά τη γνώμη μου, αυτό πηγαίνει κάπως πιο πέρα από την ιδέα του δρόμου: το ντο δεν είναι κάτι που βαδίζεις –είναι κάτι που είσαι.

Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι