Την έχουν ακουστά ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί πολεμικών τεχνών ως σύμβολο επίτευξης κάποιου αξιόλογου επιπέδου και ως κατάκτησης γνώσης. Αναφορές σε κάποιο πρόσωπο που τη διαθέτει συνοδεύονται από σεβασμό ή ακόμα και θαυμασμό και από την προσδοκία ότι ο κάτοχός της μπορεί να κάνει πράγματα που ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα και διαθέτει μια αντίληψη πολύ πέρα από αυτή των «απλών ανθρώπων». Και μέσα στα ντότζο των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών (και από κάποιο σημείο και πέρα, όχι μόνο αυτών) οι κάτοχοί της απολαμβάνουν μιας κάπως διαφορετικής συμπεριφοράς. Πρόκειται βεβαίως για τη μαύρη ζώνη, πιθανότατα το πιο παρεξηγημένο κομμάτι των πολεμικών τεχνών.
Όπως πολλές ιαπωνικές «παραδόσεις», η μαύρη ζώνη και γενικότερα το σύστημα «ντάνι» («段位») (ή πιο σωστά το σύστημα «νταν-κιού-ι-σέι»/«段級位制» δηλαδή της αξιολόγησης του επιπέδου γνώσης και ικανότητας στις πολεμικές τέχνες σε «τάξεις»/«κιου»/«級» και σε «βαθμίδες»/«νταν»/«段») είναι πολύ πρόσφατη επινόηση και ξεκινάει από την περίοδο Μέιτζι (1868-1912) όταν ο Τζίγκορο Κάνο (1860–1938), ο ιδρυτής του τζούντο υιοθέτησε και τροποποίησε το σύστημα βαθμολόγησης του παιχνιδιού στρατηγικής «Γκο» προκειμένου να οργανώσει καλύτερα τη μέθοδο που είχε δημιουργήσει και που έμελλε να εξελιχθεί στην πιο διαδεδομένη πολεμική τέχνη/μαχητικό άθλημα. Εδώ δε είναι που ξεκινάει η παρεξήγηση: οι μαύρες ζώνες δεν είναι κάποια «αρχαία παράδοση» της Ιαπωνίας αλλά μια σύγχρονη επινόηση, η ιστορία της οποίας είναι τόσο παλιά όσο και αυτή του ιαπωνικού μπέιζμπολ.
Ακόμα περισσότερο, η αρχική εφαρμογή του συστήματος ντάνι δε συμπεριελάμβανε κάποια χρωματιστή ζώνη και ειδικά μια ζώνη όπως αυτές που ξέρουμε σήμερα –αυτό ήρθε αρκετά αργότερα, όταν ο Τζίγκορο Κάνο δημιούργησε τις φόρμες εξάσκησης που σήμερα ονομάζουμε «τζουντόγκι» και τις απλές και χοντρές βαμβακερές ζώνες που χρησιμοποιούνται για να το κρατούν κλειστό. Οι ζώνες αυτές αρχικά ήταν λευκές όμως καθώς το Κόντοκαν, το ντότζο του Κάνο μεγάλωνε και οι μαθητές του πλήθαιναν, παρουσιάστηκε η ανάγκη για κάποιο διακριτικό ώστε οι δάσκαλοι να μπορούν να ξεχωρίζουν σχετικά εύκολα ποιοι ήταν οι αρχάριοι και ποιοι οι προχωρημένοι∙ ο απλούστερος τρόπος ήταν οι προχωρημένοι να φορούν μια διαφορετικού χρώματος ζώνη και το χρώμα που ξεχωρίζει καλύτερα επάνω στο λευκό είναι, φυσικά, το μαύρο!
Λευκές ζώνες για τους κατόχους βαθμών κίου και μαύρες ζώνες για τους κατόχους βαθμών νταν –το σύστημα αυτό ήταν αρκετό για τον Τζίγκορο Κάνο και για τους ασκούμενους στο τζούντο για περίπου μισό αιώνα. Η ταύτιση των χρωματιστών ζωνών με τους βαθμούς κίου ήρθε λίγο πριν το τέλος της ζωής του ιδρυτή του τζούντο αλλά δεν ήταν δική του επινόηση∙ τις εισηγήθηκε ο Καβαΐσι Μικονοσούκε (1899–1969) ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για τη διάδοση του τζούντο στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Φοβούμενος ότι οι μη-ιάπωνες ασκούμενοι στο τζούντο και ειδικά οι νεαρότεροι σε ηλικία δε θα είχαν την υπομονή να περιμένουν ως την κατάκτηση του πρώτου τους νταν, ο Καβαΐσι σκέφτηκε να συνοδεύσει κάθε αλλαγή επιπέδου με μια αντίστοιχη αλλαγή στο χρώμα της ζώνης –η ιδέα αποδείχθηκε αρκετά επιτυχημένη ώστε να εισαχθεί αργότερα και στην Ιαπωνία, να επικρατήσει και μάλιστα να εξαπλωθεί και σε άλλες πολεμικές τέχνες.
Αυτά περί της ιστορίας των χρωματιστών ζωνών. Εκείνο που προκαλεί έκπληξη, ωστόσο, είναι η σημασιοδότησή τους ως σύμβολα υψηλής επίτευξης όχι μόνο εντός των ορίων της εκάστοτε τέχνης αλλά γενικότερα –με πιο απλά λόγια, η αναγωγή τους σε σύμβολα αντίστοιχα με τους πανεπιστημιακούς τίτλους «μάστερ» ή «ντοκτορά». Και παρότι αυτή η αναγωγή έγινε εκτός Ιαπωνίας, με το πέρασμα του χρόνου κατάφερε να εισαχθεί στη χώρα που γέννησε το σύστημα και να αποκτήσει και σ’ αυτή μια αξία πολύ μεγαλύτερη από την αρχική της∙ σε σημερινές συζητήσεις στην Ιαπωνία, ακούει κανείς αρκετά συχνά την έκφραση «ο Τάδε έχει μαύρη ζώνη» φορτισμένη με την αξία που συναντά κανείς και στη Δύση (ευτυχώς, οι περιπτώσεις αυτές είναι αρκετά λιγότερες από ό,τι είναι στη Δύση και, ευτυχώς, περιορίζονται στους ανθρώπους εκτός του κύκλου των πολεμικών τεχνών).
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, στην Ιαπωνία η απόκτηση του πρώτου νταν και, συνεπώς, του δικαιώματος να φορά κανείς μαύρη ζώνη την ώρα της προπόνησης δε συνεπάγεται και απόλυτη γνώση του αντικειμένου –στις περισσότερες σύγχρονες ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και μαχητικά αθλήματα, το πρώτο νταν δίνεται μετά από 2-3 χρόνια εξάσκησης με συχνότητα 2-3 ωριαίες προπονήσεις κάθε εβδομάδα. Μεταφράζεται δηλαδή σε μια βασική γνώση του αντικειμένου και στην έναρξη της «σοβαρής» κατανόησης της τέχνης, πιο κοντά σε ένα απολυτήριο γυμνασίου ή σε ένα δίπλωμα οδήγησης αυτοκινήτου∙ το ουσιαστικό δικαίωμα που δίνει στον ασκούμενο, είναι η δυνατότητα παρακολούθησης πιο προχωρημένων μαθημάτων και άρα η έναρξη της πορείας προς τα ψηλότερα επίπεδα της τέχνης, κάτι που αρχίζει να θεωρείται δεδομένο μετά το 3ο ή το 4ο νταν. Σε ό,τι αφορά δε τη δυνατότητα διδασκαλίας, αυτή έρχεται κατ’ ελάχιστο περί το 5ο νταν τουλάχιστον στην Ιαπωνία.
Τα παραπάνω δίνουν την ικανοποιητικότερη απάντηση γιατί εκτός Ιαπωνίας η «μαύρη ζώνη» (δηλαδή το πρώτο νταν) έχει επικρατήσει να θεωρείται κάτι εξαιρετικό: αν σε μια χώρα ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζει, φερ’ ειπείν, καράτε έχει το βαθμό του πρώτου ή του δεύτερου νταν (όπως συνέβη με πολλούς αμερικανούς που έμαθαν πολεμικές τέχνες την περίοδο της αμερικανικής κατοχής, 1945-1952 και στη συνέχεια επέτρεψαν στη χώρα τους και άρχισαν να διδάσκουν εκεί), είναι λογικό ο βαθμός να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία καθώς αποτελεί τη μόνη διαφοροποίηση μεταξύ κάποιου που «ξέρει καράτε» και όλων των υπολοίπων που «δεν ξέρουν καράτε». Επίσης, και αυτό δεν πρέπει να παραβλεφθεί, είναι επίσης λογικό ο άνθρωπος αυτός να παρατείνει το χρόνο παραμονής των μαθητών του στην «προ-μαύρης ζώνης φάση», είτε επειδή δε διαθέτει αρκετές γνώσεις και εμπειρία ώστε να τους προχωρήσει γρήγορα, είτε προκειμένου να προλάβει να αποκτήσει ο ίδιος τη βαθμολογική απόσταση που (πιστεύει ότι) πρέπει να υπάρχει μεταξύ δασκάλου και μαθητών –για λόγους άλλοτε αγαθούς και άλλοτε λιγότερο αγαθούς!
Η ανισορροπία που προκαλείται από μια τέτοια κατάσταση είναι ένα από τα προβλήματα που μαστίζουν το χώρο των πολεμικών τεχνών –όμως σ’ αυτό θα αναφερθώ στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου. Στο πρώτο αυτό κείμενο ήθελα απλώς να παρουσιάσω στον αναγνώστη την πραγματικότητα της «μαύρης ζώνης» όπως τη γνωρίζουν όσοι ασκούνται στις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες: δεν είναι παρά ένα σύμβολο διαχωρισμού μεταξύ των απολύτως αρχαρίων και των κάπως πιο προχωρημένων∙ δε λέει τίποτα για το «πόσο» προχωρημένος είναι ο ασκούμενος και σίγουρα δεν αποτελεί ένδειξη ή απόλυτο διαπιστευτήριο πλήρους γνώσης του αντικειμένου. Και όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούν αυτό οι εκτός πολεμικών τεχνών (και, ίσως, και αρκετοί εντός) τόσο καλύτερα θα κατανοήσουν πώς λειτουργούν οι πολεμικές τέχνες και τι προσδοκίες μπορεί να έχει κανείς από τον εαυτό του (και από τους άλλους) σ’ αυτές.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης