Ο Καρλ Φράιντεϊ είναι καθηγητής ιαπωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια. Έκανε το πρώτο του μεταπτυχιακό (μάστερ) στις Γλώσσες και Πολιτισμούς της Ανατολικής Ασίας στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας και συνέχισε με ένα δεύτερο μάστερ και ένα διδακτορικό στο Στάνφορντ∙ παράλληλα έχει παρακολουθήσει μαθήματα και έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα στα Πανεπιστήμια Τσουκούμπα και Τόκιο στην Ιαπωνία και στα Πανεπιστήμια Γιονσέι και Έουχα στην Κορέα. Ξεκίνησε την εκπαιδευτική του καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, δίδαξε για έναν χρόνο σαν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαβάη και από το 1990 διδάσκει μόνιμα στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια ενώ το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει τα «Hired Swords», «Legacies of the Sword», «Samurai, Warfare, and the State in Early Medieval Japan», και το πιο πρόσφατο βιβλίο του «The First Samurai» –εκτός από τα βιβλία έχει υπογράψει μερικά εξαιρετικά άρθρα όπως τα «Bushido or Bull?», «Valorous Butchers», «Pushing Beyond the Pale: the Yamato Conquest of the Emishi and Northern Japan» και το πρόσφατο δοκίμιο «Lordship Interdicted» στο βιβλίο «Heian Japan: Centers and Peripheries».
Εκτός από την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, ο Δρ. Φράιντεϊ έχει να παρουσιάσει επιτεύγματα και στις ιαπωνικές και τις κορεατικές πολεμικές τέχνες διαθέτοντας τίτλο σίχαν/μένκιο καϊντέν (είναι δηλαδή και «εκπαιδευτής-υπόδειγμα» και «πλήρως πιστοποιημένος μαθητής») της Κάσιμα-Σίνριου καθώς και Κάιτσο (Πρόεδρος) και Κοκουσάι Κιόκουτσο (Επικεφαλής του Διεθνούς Γραφείου) της Ομοσπονδίας Πολεμικών Επιστημών Κάσιμα-Σινρίου, της ιαπωνικής οργάνωσης που επιβλέπει τη διδασκαλία της τέχνης. Το Samurai Archives μίλησε πρόσφατα με τον Καθηγητή Φράιντεϊ για τα περασμένα, τα νυν και τα μελλοντικά του πρότζεκτ σε μια συνέντευξη που υπερέβη κατά πολύ τις (ήδη ψηλές) προσδοκίες μας. Στο άρθρο που ακολουθεί «SA» είναι ο «Tatsunoshi» (ο Ράντι Σάντελ του Samurai Archives ) και «ΚΦ», βεβαίως ο Καρλ Φράιντεϊ. Ευχαριστούμε τα μέλη του φόρουμ «Owari No Utsuke» και «Bad Monk» για τις ερωτήσεις που υπέβαλλαν.
SA: Καθηγητά Φράιντεϊ, είναι τιμή για το Samurai Archives να φιλοξενεί έναν αναγνωρισμένο και ριζοσπάστη ιστορικό όπως εσείς. Εδώ στο φόρουμ έχουμε μέλη από κάθε εθνικότητα και υπόβαθρο καθώς και με πολλά διαφορετικά κίνητρα σχετικά με τη μελέτη της παλαιότερης ιαπωνικής ιστορίας. Τι ήταν αυτό που πυροδότησε το δικό σας ενδιαφέρον για τον τομέα των ιαπωνικών σπουδών και πώς φτάσατε να ειδικευθείτε στην περίοδο Χέιαν; ΚΦ: Ασχολήθηκα με τις ιαπωνικές σπουδές λίγο-πολύ συμπτωματικά –για την ακρίβεια εξαιτίας δύο συμπτώσεων. Όταν ξεκινούσα το δεύτερο έτος, πήγα να δηλώσω τα μαθήματα που με ενδιέφεραν και δύο από αυτά είχαν κλείσει∙ σκέφτηκα λοιπόν να δουλέψω λίγο τις ξένες γλώσσες που ήταν ούτως ή άλλως υποχρεωτικές. Ενδιαφερόμουν ήδη για την κινεζική φιλοσοφία λόγω ενός συνδυασμού του ενδιαφέροντός μου για τις πολεμικές τέχνες (τότε έκανα ήδη για ένα χρόνο Τανγκ Σου Ντο, μια παραλλαγή του Ταεκβοντό) και του πτυχίου φιλοσοφίας για το οποίο μελετούσα όμως αποφάσισα να αρχίσω να μαθαίνω ιαπωνικά και όχι κινέζικα γιατί κάποιος μου είχε πει (εσφαλμένα όπως έμαθα αργότερα!) ότι αν μάθεις να διαβάζεις ιαπωνικά μπορείς να διαβάσεις και κινέζικα –επίσης, εκείνη την εποχή δεν μπορούσε κανείς να ταξιδέψει στην ηπειρωτική Κίνα οπότε σκέφτηκα ότι τα σύγχρονα ιαπωνικά θα μου ήταν πιο χρήσιμα.
Ως το τέλος του δευτέρου εξαμήνου είχα μπει για τα καλά στα ιαπωνικά όμως ανακάλυψα ότι το μάθημα ιαπωνικών του δεύτερου έτους που ξεκινούσε το φθινόπωρο θα έπεφτε πάνω σε κάποια άλλα μαθήματα που χρειαζόμουν για το πτυχίο μου. Για να αποφύγω το πρόβλημα, αποφάσισα να κάνω όλο το μάθημα ιαπωνικών του δευτέρου έτους στο εντατικό θερινό πρόγραμμα που είχε το Πανεπιστήμιο του Κάνσας και στο τέλος του καλοκαιριού συνειδητοποίησα ότι είχα σχεδιάσει να πάρω τα περισσότερα μαθήματα που θα χρειαζόμουν για πτυχίο Ιαπωνικών οπότε άλλαξα το πτυχίο μου από τη φιλοσοφία στα ιαπωνικά.
Στην ιστορία δεν εστίασα παρά όταν έφτασα στο διδακτορικό μου –πιο πριν βασικά παρακολουθούσα γενικά μαθήματα ιαπωνικών σπουδών και σπουδών Ανατολικής Ασίας και είχα στήσει την εργασία για το μεταπτυχιακό μου κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί να πάει τόσο προς την ιστορία όσο και προς τη λογοτεχνία. Ωστόσο, όταν τελείωσε η εργασία εκείνη, κατάλαβα ότι η ιστορία με ενδιέφερε περισσότερο –η κουλτούρα και οι θεσμοί των σαμουράι ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντός μου από την αρχή και επίσης αισθανόμουν μια ιδιαίτερη έλξη για την περίοδο Χέιαν. Τελικά, αποφάσισα να ειδικευθώ στην προ-σύγχρονη (premodern) περίοδο και όχι στην πρώιμη σύγχρονη (δηλαδή την περίοδο Τοκουγκάουα) κυρίως επειδή έκανα την (αφελή και βλακώδη όπως αποδείχθηκε στην πορεία) υπόθεση ότι μια και στον χώρο της περιόδου πριν το 1600 υπήρχαν λιγότεροι μελετητές, θα υπήρχαν και περισσότερες ευκαιρίες για επαγγελματική σταδιοδρομία.
Όταν πήγα στο Στάνφορντ, η αρχική μου ιδέα ήταν να κάνω τη διατριβή μου σε κάποια διάσταση της σχέσης Ιαπωνίας-Κορέας ή στη συγκριτική ιστορία όμως αργότερα αποφάσισα να εργαστώ αντίθετα στις απαρχές των σαμουράι –να αρχίσω από την αρχή που λένε. Όταν σχεδίασα το πρότζεκτ, περίμενα ότι θα επικέντρωνα την προσοχή μου στην περίοδο Χέιαν και θα περιλάμβανα στην εισαγωγή ή κάπου αλλού και κάποια συνοπτική αναφορά σχετικά με τον στρατό στο πλαίσιο του συστήματος ριτσουριό και με την κατάρρευσή του όμως καθώς προχωρούσα στην έρευνά μου, συνειδητοποίησα ότι οι επικρατούσες απόψεις σχετικά με τη προέλευση των σαμουράι ήταν λάθος και ότι το πραγματικό θέμα ήταν η εξέλιξη του συστήματος ριτσουριό και το στρατιωτικό και αστυνομικό σύστημα του κράτους.
Αυτή ήταν και η μόνη φορά –πέρα από ένα μικρό πρότζεκτ-συνέχεια με αντικείμενο τους «ειρηνευτικούς» πολέμους εμίσι των τελών του 8ου αιώνα- που ασχολήθηκα πιο πολύ με την περίοδο Νάρα –το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μου έκτοτε ήταν και είναι στις περιόδους Χέιαν και Καμακούρα.
SA: To «Hired Swords: The Rise of Private Warrior Power in Early Japan» ήταν το πρώτο σας βιβλίο και εκεί παρουσιάστηκε το θέμα που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του έργου σας: ότι η αυτοκρατορική αυλή των περιόδων Νάρα/Χέιαν, όχι απλώς δεν είχε γίνει αδύναμη και αναποτελεσματική (χάνοντας την ισχύ της έναντι της τάξης των πολεμιστών) αλλά αντίθετα ανέθεσε την πολεμική δράση στους «επαγγελματίες» και υπήρξε αρκετά αποτελεσματική στο να τους ελέγξει. Ποιοι ήταν οι κύριοι λόγοι που έκαναν την κυβέρνηση να εγκαταλείψει τη στρατολόγηση που όριζαν οι κώδικες ριτσουριό του 8ου αιώνα;ΚΦ: Η ιδέα ότι η πολιτική συγκρότηση με κέντρο την αυλή δεν αποδυναμώθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου Χέιαν δεν ξεκίνησε ούτε τελείωσε με τη δική μου δουλειά: υπήρξε ένα γενικό θέμα που οι ειδικοί προωθούσαν ήδη από τη δεκαετία του ’70∙ στην πραγματικότητα, το μόνο που πρόσθεσα εγώ ήταν μια πιο προσεκτική ματιά ως προς το πού και πώς μπαίνουν στη συζήτηση οι σαμουράι.
Μέχρι πριν από περίπου μια γενιά, η περίοδος Χέιαν παρουσιαζόταν παραδοσιακά σαν μια εποχή τεράστιας πολιτισμικής άνθισης και ταυτόχρονα σαν μια εποχή θεσμικής κατάρρευσης καθώς οι θεσμοί του κράτους ριτσουριό εγκαταλείπονταν σταδιακά∙ η εικόνα αυτή προέρχεται από τρία σημεία: πρώτον, οι μελετητές είχαν εκμαυλιστεί από τις φαινομενικές ομοιότητες μεταξύ μεσαιωνικής Ιαπωνίας και Ευρώπης και από προσδοκίες χρωματισμένες από επινοήσεις σχετικά με το πώς προέκυψαν οι ευρωπαίοι ιππότες και άρχοντες. Δεύτερον, επειδή οι πιο προσιτές πηγές πληροφοριών για την αυλή Χέιαν ήταν κλασικά λογοτεχνικά έργα όπως η «Ιστορία του Γκέντζι» της Μουρασάκι Σικίμπου, οι ακαδημαϊκοί διαμόρφωσαν την τάση να παίρνουν τις περιγραφές της αυλής και της ζωής των αυλικών σαν κυριολεκτικές. Και τρίτον, ελλείψει λεπτομερών μελετών σχετικά με τις απαρχές και τη λειτουργία των τριών σογκουνάτων (των καθεστώτων Καμακούρα, Μουρομάτσι και Τοκουγκάουα) οι ιστορικοί απλώς υπέθεσαν ότι και τα τρία ήταν «στρατιωτικές κυβερνήσεις» που έπαιξαν παρόμοιους ρόλους στη διακυβέρνηση της χώρας, εξίσωσαν τη δημιουργία ενός σογκουνάτου με την ύπαρξη ενός «φεουδαρχικού» κράτους που κυβερνιόταν από πολεμιστές και θεώρησαν δεδομένο ότι ο Πόλεμος Γκέμπεϊ (1180-1185) και η ίδρυση του σογκουνάτου της Καμακούρα υπήρξε το τέλος της πραγματικής εξουσίας από την αυλή και η απαρχή μιας «φεουδαρχικής» μεσαιωνικής εποχής.
Βεβαίως μια αλλαγή καθεστώτος τόσο βαθιά δεν μπορεί να συμβεί εν μια νυκτί –φανταστείτε ότι η Microsoft και η Google διεξάγουν έναν επιχειρηματικό «πόλεμο» και στο τέλος ο νικητής εμφανίζεται σαν η πραγματική κυβέρνηση των ΗΠΑ- οπότε οι ιστορικοί κοίταξαν προς τα πίσω, στην περίοδο Χέιαν αναζητώντας τις εξελίξεις που προμήνυαν την ίδρυση ενός καθεστώτος πολεμιστών. Στην αναζήτησή τους αυτή ανέπτυξαν την εικόνα μιας εξασθενημένης και παρηκμασμένης ειδυλλιακής αριστοκρατίας απορροφημένης με την τέχνη, τη μόδα και τις ρομαντικές σχέσεις και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη διακυβέρνηση (ειδικά με τη διακυβέρνηση εκτός της πρωτεύουσας) ενώ μια σκληραγωγημένη τάξη ένοπλων γαιοκτημόνων κατακτούσε την επαρχία, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι αυτή και όχι οι αυλικοί της πρωτεύουσας στην πραγματικότητα έλεγχαν τη χώρα και στη συνέχεια παραμέρισαν εντελώς την αυλή. Οι ιστορικοί υπέθεσαν ότι όλες αυτές οι αλλαγές προέκυψαν από την αποτυχημένη απόπειρα της Ιαπωνίας τον 7ο αιώνα να μεταμορφωθεί σε μια μικρογραφία της Κίνας, υιοθετώντας ασυλλόγιστα κινεζικούς θεσμούς διακυβέρνησης που παραήταν επιτηδευμένοι για την Ιαπωνία της εποχής.
Όμως η μελέτη της παραδοσιακής Ιαπωνίας αναπτύχθηκε θεαματικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες τόσο από άποψη εξέλιξης όσο και από άποψη όγκου∙ αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στη Δύση όπου ένας χωρίς προηγούμενο αριθμός ερευνητών ειδικευμένων στην προ-σύγχρονη και την πρώιμη σύγχρονη περίοδο μπήκε στο χώρο. Η νέα έρευα σηματοδοτείται από μια αλλαγή στη μεθοδολογία, από την εξάρτηση από τις λογοτεχνικές και αφηγηματικές πηγές στη στήριξη στα ντοκουμέντα, από μια αλλαγή εστίασης από την πολιτική και πολιτισμική ιστορία των ελίτ σε μια ευρύτερη εξέταση των κοινωνικών δομών και από μια αναλυτική επανεξέταση (και απόρριψη) πολλών από τα βασικά δόγματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν κοινός τόπος.
Αρχής γενομένης από τον Τζον Χολ στη δεκαετία του ’60 και συνεχίζοντας με τους Τζεφ Μας, Κάπι Χερστ, Νιλ Κίλεϊ, Κεν Γκρόσμπεργκ, Πίτερ Αρνέσεν, Μπομπ Μπόργκεν και άλλους στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οι ιστορικοί διαμόρφωσαν μια σημαντικά διαφορετική εικόνα για τις περιόδους Νάρα, Χέιαν και Καμακούρα. Οι ιδέες ότι το σύστημα ριτσουριό ήταν μια αποτυχία, ότι οι αυλικοί ήταν ξιπασμένοι δανδήδες που δεν εμπλέκονταν με την εξουσία και ότι οι σαμουράι κατάφεραν να αναπτύξουν έναν σχεδόν ανεξάρτητο έλεγχο της επαρχίας ως τα τέλη της περιόδου Χέιαν ανατράπηκαν∙ μετά από πιο προσεκτική εξέταση πιο αξιόπιστων πηγών, έγινε σαφές ότι η αυλή κατάφερε να διατηρήσει πολύ καλό έλεγχο των πολιτικών και οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλη τη διάρκεια της περιόδου Χέιαν και ότι οι πολεμιστές από την επαρχία μπόρεσαν να αρχίσουν να ξεφεύγουν από τον έλεγχο αυτό μόλις κατά την περίοδο Καμακούρα.
Το περίεργο σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι μέχρι που ο Γουέιν Φάρις κι εγώ πέσαμε πάνω στο θέμα (εντελώς ανεξάρτητα αλλά συμπτωματικά ακριβώς την ίδια στιγμή) κανείς δεν είχε πάει προς τα πίσω για να επανεξετάσει την εξέλιξη των στρατών των περιόδων Νάρα και Χέιαν και να ανακαλύψει από πού προήλθαν οι σαμουράι. Η δική μου θέση ήταν ότι οι αλλαγές στο στρατιωτικό σύστημα που δημιούργησε (τελικά) τους σαμουράι ήταν πολύ κοντά στη γενικότερη εξέλιξη των συστημάτων διακυβέρνησης στην Ιαπωνία μεταξύ της ίδρυσης του κράτους ριτσουριό στα τέλη του 7ου αιώνα και στα μέσα της περιόδου Χέιαν. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε δύο σχετικές τάσεις: η πρώτη ήταν ότι η αυλή μετρίασε την αρχική της εμμονή με τον άμεσο έλεγχο όλων των λειτουργιών της κυβέρνησης σε όλη τη χώρα και στράφηκε στη διατήρηση μιας κεντρικής εξουσίας αναθέτοντας αλλού την ευθύνη για πολλές από τις καθημερινές λειτουργίες της διοίκησης. Η δεύτερη, συνήθως συνοψίζεται σαν ιδιωτικοποίηση των λειτουργιών της κυβέρνησης ή, για την ακρίβεια, σαν θόλωμα των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ της κρατικής και της ιδιωτικής εικόνας (persona) αυτών που εκτελούσαν τις υπηρεσίες διακυβέρνησης. Βασικά, οι κυβερνητικές θέσεις (και οι αρμοδιότητες με τις οποίες αυτές ήταν επιφορτισμένες) συνδέθηκαν στενά με συγκεκριμένους οίκους και αρκετές αποφασιστικής σημασίας κυβερνητικές λειτουργίες άρχισαν να εκτελούνται μέσω προσωπικών και όχι επίσημων δημοσίων διαύλων –τα παραπάνω κάνουν πολύ δύσκολο τον διαχωρισμό μεταξύ «δημόσιων» και «ιδιωτικών» δικαιωμάτων και ευθυνών.
Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τι συνέβη στο στρατό του συστήματος ριτσουριό πρέπει να θυμηθεί από πού προήλθε αυτός –και γιατί. Ο συγκεντρωτισμός και η αναδιοργάνωση του στρατού υπήρξε στοιχείο μείζονος σημασίας της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της πολιτείας η οποία διαδικασία ήταν με τη σειρά της προϊόν των προσπαθειών μιας ανερχόμενης αυλής να ισχυροποιήσει τη εξουσία της πάνω στους, κατά πολύ αυτόνομους, τοπικούς πολέμαρχους που έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Ένα από τα πράγματα που έκαναν αυτόν τον συγκεντρωτισμό και την αναδιάρθρωση αποδεκτή στους τοπικούς άρχοντες ήταν η ευρεία ανησυχία για την αναπτυσσόμενη ισχύ της Κίνας των Τανγκ η οποία στις αρχές του 7ου αιώνα είχε επιδοθεί σε μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επεκτάσεις στην ιστορία της χώρας.
Το στρατιωτικό σύστημα ριτσουριό λοιπόν δημιουργήθηκε λόγω δύο βασικών απειλών: αυτής της κινεζικής εισβολής και αυτής των τοπικών εξεγέρσεων υπό την καθοδήγηση των παλιών επαρχιακών πολέμαρχων. Οι αρχιτέκτονες του νέου κράτους είδαν στην άμεση και μεγάλης κλίμακας κινητοποίηση των αγροτών ένα σημαντικό μέρος της απάντησης και στις δύο απειλές και δημιούργησαν ένα σύστημα που επέτρεπε στην αυλή να δημιουργεί πιστούς στην κυβέρνηση στρατούς τρομερού όγκου –κατ’ αυτόν τον τρόπο έκλειναν ουσιαστικά την πόρτα στις επαρχιακές προκλήσεις στην κεντρική εξουσία και έδιναν στο κράτος τον μεγαλύτερο δυνατό στρατό ώστε να αντιμετωπίσει την ξένη εισβολή για την οποία όλοι ανησυχούσαν. Το σύστημα ήταν πραγματικά ευφυές και στηριγμένο σε μια δομή εθνοφρουράς, επέτρεψε σε μια πολύ μικρή χώρα όπως η Ιαπωνία να συλλέξει, όποτε ήταν αναγκαίο, μεγάλης κλίμακας μάχιμες δυνάμεις χωρίς ταυτόχρονα να οδηγήσει σε χρεοκοπία την οικονομική και αγροτική της βάση όπως θα συνέβαινε αν είχε έναν εξίσου μεγάλο τακτικό στρατό. Όμως το σύστημα ήταν επίσης προϊόν προτεραιοτήτων που συχνά αντικρούονταν και, κατά συνέπεια, περιελάμβανε μερικούς δυσάρεστους συμβιβασμούς –και οι αλλαγές στις συνθήκες διόγκωσαν τις αρχικές αδυναμίες του συστήματος.
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισε η κυβέρνηση ήταν η εφαρμογή των νόμων περί στράτευσης: σύμφωνα με το σύστημα ριτσουριό, η στρατολόγηση ήταν απλώς ένα από τα στοιχεία της κρατικής φορολογίας και οι στρατολογικοί κατάλογοι συντάχθηκαν με βάση τους καταλόγους που χρησιμοποιούσε το κράτος για να εισπράττει τους άλλους φόρους. Αυτό σήμαινε ότι κάθε προσπάθεια που έκαναν οι αγρότες για να αποφύγουν τη φορολογία θα τους έβαζε και εκτός των στρατολογικών αρχών.
Ένα ακόμα μεγαλύτερο θέμα, ωστόσο, ήταν οι θεμελιώδεις τακτικοί περιορισμοί των στρατών του συστήματος ριτσουριό: οι αρχιτέκτονες του συστήματος είχαν επιλέξει το μέγεθος εις βάρος της προηγμένης τεχνολογίας της εποχής, δημιουργώντας μια δύναμη που αποτελούταν βασικά από πεζικό (η προεξάρχουσα στρατιωτική τεχνολογία της εποχής ήταν οι έφιπποι τοξότες) κυρίως λόγω των προβλημάτων επιμελητείας που περιλάμβανε η δημιουργία ιππέων από κληρωτούς βραχείας θητείας.
Ως τις μεσαίες δεκαετίες του 8ου αιώνα, το πολιτικό κλίμα (εσωτερικό και εξωτερικό) είχε αλλάξει αρκετά ώστε τα επαρχιακά συντάγματα να θεωρούνται πλέον αναχρονιστικά και περιττά στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Ο κίνδυνος των βίαιων προκλήσεων στην κεντρική εξουσία εκ μέρους των τοπικών ευγενών εξαφανίστηκε σχεδόν ακαριαία καθώς οι πρώην τοπικοί πολέμαρχοι αποδέχθηκαν ότι η δομή του αυτοκρατορικού κράτους θα ήταν η αρένα στην οποία θα μάχονταν για ισχύ και επιρροή και η κινεζική εισβολή που οι Ιάπωνες φοβούταν, απλώς δεν πραγματοποιήθηκε∙ συνεπώς, οι στρατιωτικές ανάγκες στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν η σύλληψη εγκληματιών και παρόμοιες αστυνομικές δράσεις. Οι τεράστιες μονάδες πεζικού που βασίζονταν στις αγροτικές μονάδες εθνοφρουράς δεν ήταν ούτε αναγκαίες, ούτε κατάλληλες για αυτό το είδος δουλειάς –αυτό που χρειαζόταν ήταν μικρές, ευκίνητες ομάδες που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν με ελάχιστη καθυστέρηση και να σταλούν να κυνηγήσουν μια ομάδα ληστών που επιχειρούσε να εισβάλλει σε ένα χωριό. Ταυτόχρονα, η μείωση της στρατιωτικής ανάγκης για τα συντάγματα παρακίνησε τους αξιωματικούς και τους επαρχιακούς αξιωματούχους να καταχρώνται τους κληρωτούς που τα επάνδρωναν –να τους δανείζονται, για παράδειγμα, ώστε να προσφέρουν δωρεάν εργασία στα σπίτια και τη γη τους.
Η απάντηση της αυλής στα προβλήματα αυτά αντανακλά μια νέα συνειδητοποίηση ότι ήταν φθηνότερο και αποτελεσματικότερο να στηριχθεί σε ιδιωτικά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες ελίτ από ό,τι να συνεχίζει να προσπαθεί να στρατολογεί και να εκπαιδεύει τον ευρύτερο πληθυσμό. Αντίστοιχα, τα στρατεύματα που προέρχονταν από τους αγροτικούς πληθυσμούς έπαιζαν όλο και μικρότερο ρόλο στο στρατιωτικό σχεδιασμό του κράτους ενώ ο ρόλος των ελίτ μεγάλωνε σταθερά κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα∙ τα επαρχιακά συντάγματα αρχικά αντικαταστάθηκαν από νέα είδη δυνάμεων και μετά, το 792, εξαλείφθηκαν εντελώς σχεδόν σε όλες τις επαρχίες και στη θέση τους η αυλή δημιούργησε μια σειρά από νέες στρατιωτικές θέσεις και τίτλους που νομιμοποίησαν τη χρήση των προσωπικών στρατιωτικών πόρων για λογαριασμό του κράτους. Στην πραγματικότητα, η αυλή πέρασε από μια στρατιωτική δύναμη που αποτελούταν από δημόσια εκπαιδευμένους κληρωτούς σε μια που αποτελούταν από επαγγελματίες μισθοφόρους.
Συνεχίζεται…
Μετάφραση και φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης