Αν κανείς επισκεφθεί το Σίμπουκαν, το «χόνμπου ντότζο» της σχολής ξιφομαχίας Τένσιν Σόντεν Κατόρι Σίντο Ρίου στη Ναρίτα της Ιαπωνίας και μπει στο δωμάτιο πίσω από την καμίζα όπου οι ασκούμενοι αφήνουν τα πράγματά τους κατά τη διάρκεια της προπόνησης θα δει ένα περίεργο θέαμα: στον τοίχο, δίπλα σε μια εικόνα του ιδρυτή της παράδοσης, του Ιιζάσα Τσοϊσάι Ιεανάο (περ. 1387-περ. 1488) υπάρχει μια φωτογραφία-πορτρέτο ενός λευκού με σακάκι προπόνησης. Οι περισσότεροι από τους ασκούμενους, Ιάπωνες και μη, δε γνωρίζουν ποιος είναι και αναρωτιούνται γιατί η οικογένεια Οτάκε, μια από τις πιο αξιοσέβαστες οικογένειες του χώρου των κλασσικών πολεμικών τεχνών έχει τοποθετήσει στον τοίχο του παλιότερου ιδιωτικού ντότζο μιας από τις παλιότερες παραδόσεις στη χώρα έναν λευκό. Και η απάντηση, συνήθως από τα χείλη του πρεσβύτερου δασκάλου, του Ρισούκε Οτάκε «Είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκεστε εδώ αυτή τη στιγμή. Λεγόταν Ντον Ντρέγκερ».
Ο Ντόναλντ Φρέντερικ Ντρέγκερ γεννήθηκε στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν στις 15 Απριλίου του 1922. Από πολύ μικρός υπήρξε εξαιρετικά ταλαντούχος σε σχεδόν οτιδήποτε αθλητικό και κάποια στιγμή, εντελώς συμπτωματικά και στο πλαίσιο μιας παιδικής πλάκας βρέθηκε να μαθαίνει με άκομψο πλην ρεαλιστικό τρόπο ότι το ζίου ζίτσου της σχολής Γιόσιν Ρίου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό Η ιαπωνική πάλη του κίνησε το ενδιαφέρον και από το Γιόσιν Ρίου πέρασε εύκολα στο τζούντο, μια τέχνη που θα τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή και που θα τον έφερνε στο κατώφλι του Κόντοκαν στο Τόκιο. Για καλή του τύχη, το τζουντόγκι δεν ήταν η μόνη στολή που φορούσε φτάνοντας στη Μέκκα του τζούντο –η άλλη ήταν αυτή του λοχαγού των αμερικανών πεζοναυτών, μια ενδυμασία που αποτελούσε διαβατήριο για σχεδόν οτιδήποτε στην Ιαπωνία εκείνης της εποχής, δηλαδή της περιόδου της αμερικανικής κατοχής μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η διαδρομή μεταξύ Ιαπωνίας/Κορέας/Νοτιοανατολική Ασίας και ΗΠΑ ήταν μια διαδρομή που ο Ντρέγκερ θα έκανε πολλές φορές στο διάστημα από το 1946 ως το 1956, συνήθως με έξοδα των πεζοναυτών καθώς υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις μέχρι και τον πόλεμο της Κορέας και για μερικά χρόνια μετά απ’ αυτόν. Και όταν αποστρατεύτηκε, το 1956, μετακόμισε μόνιμα στην Ιαπωνία, αρχικά στην Ιτσιγκάγια του Τόκιο και αργότερα στη Ναρίτα και αφιερώθηκε στη μεγάλη του αγάπη: τις πολεμικές τέχνες. Ξεκινώντας από το τζούντο, στον αμερικανικό κόσμο του οποίου είχε ήδη μεταμορφωθεί σε παράγοντα χάρη στην πρότερη σχέση του με την Ιαπωνία και στη μαθητεία του κοντά σε μερικούς από τους μεγαλύτερους δασκάλους, επέκτεινε την ενασχόλησή του στο καράτε, το αϊκίντο, το κέντο, το ιάιντο και το τζούκεντο, πάντα με επιμέλεια που σοκάριζε ακόμα και τους ίδιους τους Ιάπωνες.
Βλέποντας κανείς τη διαδρομή του εκ των υστέρων δε θα εκπλαγεί αν συνειδητοποιήσει ότι το πέρασμά του στις κλασσικές σχολές ήταν αναπόφευκτο: το ενδιαφέρον του Ντρέγκερ για τις πολεμικές τέχνες πήγαινε πέρα από αυτό έστω και ενός μανιώδους χομπίστα –το ζητούμενό του ήταν να μελετήσει σε βάθος τη μαχητική συμπεριφορά των ανθρώπων και να στήσει έναν νέο επιστημονικό κλάδο που να την εξερευνά. Για το εγχείρημά του αυτό μάλιστα, επέλεξε τον όρο «οπλολογία» τον οποίο δανείστηκε από τον βρετανό εξερευνητή, γεωγράφο, ποιητή, συγγραφέα, ξιφομάχο, στρατιώτη και κατάσκοπο Σερ Ρίτσαρντ Μπάρτον (1821-1890), όρο που χρησιμοποιεί ακόμα και σήμερα η Διεθνής Οπλολογική Εταιρεία (International Hoplology Society) την οποία ίδρυσαν συνεργάτες και μαθητές του στις ΗΠΑ μετά το θάνατό του.
Δεν έχω συναντήσει ούτε έναν άνθρωπο, ανεξαρτήτως εθνικότητας, ηλικίας και επιπέδου στις πολεμικές τέχνες που να γνώρισε τον Ντον Ντρέγκερ και να μη μιλά γι αυτόν με σεβασμό που συχνά πλησιάζει το δέος. Όλοι αναφέρονται στην απόλυτη σοβαρότητα με την οποία εξασκούταν και μελετούσε τις πολεμικές τέχνες, για το βάθος και το πλάτος των γνώσεών του και για το πώς κατάφερνε πάντοτε να πείθει τους ανθρώπους να του δείξουν τις τέχνες που γνώριζαν ακόμα και αν επρόκειτο για μικρές, τοπικές παραδόσεις σε κάποιο βουνό της Μαλαισίας ή της Βιρμανίας∙ τα ερευνητικά του ταξίδια την τελευταία δεκαετία της ζωής του –από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980- έχουν γίνει θρύλος και υπήρξαν σχολείο για τους περισσότερους από τους σημερινούς μεγάλους δυτικούς δασκάλους πολεμικών τεχνών που έζησαν τότε στην Ιαπωνία. Όσο για τα 26 βιβλία που έγραψε, μόνος ή με κάποιους από τους φίλους, συνεργάτες και μαθητές του, αποτελούν απαραίτητη βάση κάθε βιβλιογραφίας γύρω από τις πολεμικές τέχνες της Ασίας.
Αυτό ακριβώς σημαίνει και το σχόλιο του Ρισούκε Οτάκε παραπάνω: αν ο Ντρέγκερ δεν είχε εμπλακεί με την ξιφομαχία της Τένσιν Σόντεν Κατόρι Σίντο Ρίου και τη ραβδομαχία της Σίντο Μούσιο Ρίου, αν δεν είχε γράψει γι αυτές στα βιβλία του και αν δεν είχε συμβάλλει ο ίδιος με σεμινάρια εντός και εκτός Ιαπωνίας στην εκπαίδευση εκπαιδευτών, οι τέχνες αυτές και όλος ο κόσμος τους, αυτός που αποκαλούμε «κορίου μπούντο» δε θα είχαν ξεφύγει από τα όρια των ιαπωνικών νησιών. Ή αν είχαν ξεφύγει από κάποιον άνθρωπο λιγότερο έντιμο και προσγειωμένο, θα είχαν διαδοθεί με τρόπο ανάρμοστο και, τελικά, επιβλαβή –ο Ντον Ντρέγκερ ήταν ο άνθρωπος που με το προσωπικό του κύρος απαιτούσε και κέρδιζε το σεβασμό και την ειλικρίνεια όσων ασχολούνταν με τις τέχνες τις οποίες εμπλεκόταν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι σχεδόν όλοι όσοι μαθήτευσαν κοντά του, συνέχισαν με τον έναν τρόπο ή τον άλλο το έργο του.
Πολύ φιλικός και πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όποιον έφτανε στην πόρτα του ζητώντας βοήθεια για το «πέρασμα στο μπούντο» (το «κάστρο» του στην Ιτσιγκάγια φιλοξένησε σχεδόν όλους όσους πήγαν για πολεμικές τέχνες στην Ιαπωνία εκείνη την περίοδο), με χιούμορ αλλά και με ιδιαίτερη σοβαρότητα σε σχέση με τη μελέτη των πολεμικών τεχνών και πολύ κλειστός ως προς την προσωπική του ζωή και τα επιτεύγματά του –πέρα από όσα ήταν εξ ορισμού δημόσια όπως τα βιβλία του και οι διαλέξεις του- ο Ντον Ντρέγκερ πέθανε στις 20 Οκτωβρίου του 1982. Σύμφωνα με μια ιστορία που κυκλοφορεί ευρέως στους κύκλους των πολεμικών τεχνών, πριν πεθάνει ζήτησε από κάποιους φίλους του να πάνε μετά το θάνατό του στο σπίτι του, να βρουν ένα ξύλινο κουτί που περιείχε τους τίτλους του από το σχεδόν μισό αιώνα ενασχόλησης με τις πολεμικές τέχνες και άλλα προσωπικά του έγγραφα και να το κάψουν. Δε χρειάζονταν άλλωστε: αυτά που άφησε πίσω του, στα βιβλία και στη μνήμη όσων των γνώρισαν ήταν αρκετά.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Διαβάστε το άρθρο της στήλης Πρότυπα των Πολεμικών Τεχνών:
Κοΐτσι Τοχέι: Ο πρωταθλητής του αϊκίντο