Το έχω δει προσωπικά και το έχω συζητήσει με πολλούς δασκάλους πολεμικών τεχνών: το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να ξεκινήσει κανείς πολεμικές τέχνες, είναι οι προκαταλήψεις του σχετικά με το τι θα αντιμετωπίσει σε μια σχολή, συνδυασμένες (και ενισχυμένες) από την άγνοια σχετικά με το τι συμβαίνει στις σχολές πολεμικών τεχνών. Καθώς η εικόνα που έχουν στο νου τους οι περισσότεροι άσχετοι με το χώρο προέρχεται από συνήθως αναξιόπιστες πηγές (φιλολογία, κινηματογράφο κ.λπ.), οι σχολές πολεμικών τεχνών συχνά φαντάζουν απροσπέλαστες και, δυνητικά, επικίνδυνες, οι δάσκαλοι απρόσιτοι και η όλη εμπειρία μια δοκιμασία που οι περισσότεροι φοβούνται ότι δε θα αντέξουν.
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα, σαφώς υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σε όλα αυτά: οι πολεμικές τέχνες είναι εξ ορισμού επικίνδυνες (όταν δεν γίνονται με τον τρόπο που πρέπει), οι άνθρωποι που τις διδάσκουν έχουν συχνά κάποιες ιδιαιτερότητες και ως περιβάλλοντα, οι σχολές είναι αναμφισβήτητα ένα περιβάλλον στο οποίο οι ασκούμενοι δοκιμάζονται –πρωτίστως όμως απέναντι στον εαυτό τους, στις φοβίες τους και σ’ αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «comfort zone», δηλαδή στα όρια εντός των οποίων αισθάνονται άνετα. Και αυτό είναι εξίσου –αν όχι περισσότερο- εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες με την εκμάθηση των τεχνικών.
Για να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή (στο μέτρο που μας το επιτρέπει ο χώρος –πιο αναλυτικά μπορείτε να διαβάσετε τα εισαγωγικά κείμενα στον έντυπό μας «Πανελλήνιο Οδηγό Πολεμικών Τεχνών»): μια καλή εικόνα σχετικά με το τι θα αντιμετωπίσει κανείς στη σχολή που έχει επιλέξει να πάει, θα την αποκομίσει πηγαίνοντας μερικές φορές και παρακολουθώντας μαθήματα –αν η σχολή δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο, αυτός είναι ένας καλός λόγος να αποφύγει να την επιλέξει καθώς δεν υπάρχει απολύτως καμία θεμιτή δικαιολογία για κάτι τέτοιο. Σίγουρα οι σχολές πολεμικών τεχνών είναι, στην ουσία, ιδιωτικές επιχειρήσεις (άσχετα αν, για λόγους νομικούς και οικονομικούς, καλύπτονται πίσω από το προσωπείο των αθλητικών συλλόγων) οπότε ένας εκπαιδευτής έχει το δικαίωμα να ορίζει τους δικούς του κανόνες, όμως η μελέτη μιας τέχνης δεν έχει λόγο να είναι κάτι μυστικό –απόδειξη άλλωστε ότι οι περισσότερες σχολές κάνουν δημόσιες επιδείξεις, αγώνες κ.λπ.
Είναι εγγύηση η παρακολούθηση κάποιων μαθημάτων; Όχι απόλυτη, σίγουρα! Όμως αν κανείς είναι έστω και στοιχειωδώς προσεκτικός, μπορεί να αντιληφθεί πολλά πράγματα για την προσωπικότητα του εκπαιδευτή, για τον τρόπο που επικοινωνεί με τους μαθητές του και για το κλίμα που επικρατεί στη σχολή. Ο γενικός κανόνας είναι ότι, καθώς πρόκειται για μια επικίνδυνη ενασχόληση, πρέπει να υπάρχει ένας βαθμός πειθαρχίας –σε αντίθετη περίπτωση αυξάνονται οι πιθανότητες ατυχημάτων και τραυματισμών. Αυτό όμως δε σημαίνει συμπεριφορά που θυμίζει κέντρο εκπαίδευσης στο στρατό και αυτό είναι κάτι που είναι ορατό ακόμα και στον επισκέπτη: εκπαιδευτές με συμπεριφορά κινηματογραφικού λοχία των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων και μαθητές που χτυπάνε προσοχές και φωνάζουν (ναι, συμβαίνει) είναι μια καλή ένδειξη ότι καλά θα έκανε κανείς να στραφεί κάπου αλλού.
Σε μια υγιή σχολή πολεμικών τεχνών, η πειθαρχία θα είναι διανθισμένη με χιούμορ και με στιγμές χαλάρωσης: οι μαθητές θα φροντίζουν τον εαυτό τους και τους συνασκούμενούς τους ώστε αφενός η σκληρότητα της προπόνησης να μην υπερβαίνει τα εσκαμμένα και αφετέρου οι νεώτεροι μαθητές να μπορούν να ακολουθήσουν τις οδηγίες του εκπαιδευτή –γενικά, η «μικρό-διδασκαλία» από τους πιο προχωρημένους είναι μέρος της παράδοσης των πολεμικών τεχνών και αν γίνεται με σωστό τρόπο συμβάλλει τα μέγιστα στην πρόοδο των ασκούμενων. Πώς ξέρει κανείς ότι γίνεται; Και πάλι, παρακολουθώντας κάποιες προπονήσεις και –γιατί όχι;- κάνοντας μια κουβέντα με κάποιους ασκούμενους στο τέλος του μαθήματος αλλά και με τον ίδιο τον εκπαιδευτή.
Ένας κανόνας που έχει γενική ισχύ είναι ότι όσο περισσότερη μυστικοπάθεια επιδεικνύει μια σχολή, τόσο πιθανότερο είναι κάτι να μην πηγαίνει καλά και τόσο πιθανότερο είναι ο αρχάριος να αντιμετωπίσει επιπρόσθετα προβλήματα –εννοώ πέραν των δυσκολιών της εκμάθησης της τέχνης καθώς αυτές θα τις αντιμετωπίσει έτσι κι αλλιώς! Το γενικότερο κλίμα που θα πρέπει να δει κανείς είναι αυτό ενός γυμναστηρίου στο οποίο όμως τα μέλη γυμνάζονται μαζί και επικοινωνούν κατά τη διάρκεια της εξάσκησής τους, τόσο μεταξύ τους όσο και με το «γυμναστή» τους∙ οτιδήποτε ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτό είναι μάλλον ένδειξη πιθανών προβλημάτων και καλό είναι να μας βάζει σε σκέψεις.
Άφησα για το τέλος το θέμα των ειδικών δυσκολιών που σχετίζονται με την ίδια την εκμάθηση της τέχνης –πρόκειται για ένα ζήτημα αρκετά περίπλοκο που ίσως αξίζει τον κόπο να αντιμετωπιστεί σε ξεχωριστό κείμενο. Επί τροχάδην πάντως, θα αρκεστώ στο εξής: σε μια σχολή πολεμικών τεχνών, πηγαίνει κανείς για να αποκτήσει μια σειρά από ειδικές δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να αποκτήσει ορισμένες πολύ ειδικές ικανότητες∙ μ’ άλλα λόγια, είναι μια γυμναστική αλλά μια πολύ ιδιαίτερη γυμναστική που δε δοκιμάζει μόνο το σώμα αλλά και το μυαλό, τόσο ως προς τον τρόπο που λειτουργεί το νευρικό σύστημα όσο και ως προς αυτό που λέμε «ψυχολογία». Είναι λάθος να μπει κανείς σε έναν τέτοιο χώρο θεωρώντας ότι είναι το ίδιο με το να πηγαίνει σε ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών –οφείλει να είναι πολύ πιο προσεκτικός και πολύ πιο πρόθυμος να δοκιμάσει διαφορετικά πράγματα.
Το «προσεκτικός» στην παραπάνω πρόταση είναι, κατά τη γνώμη μου, η λέξη-κλειδί: το πιο ουσιαστικό μάθημα σε όλες τις πολεμικές τέχνες είναι η εγρήγορση ως προς το περιβάλλον, η παρατήρηση όσων συμβαίνουν γύρω μας, η αξιολόγηση της θέσης μας μέσα σ’ αυτά και η δράση, αναλόγως των αναγκών. Αν κανείς το εξασκήσει αυτό από την πρώτη κιόλας στιγμή, παρατηρώντας τη συμπεριφορά των συνασκούμενών του και τη διδασκαλία του εκπαιδευτή του, προσπαθώντας να εντοπίσει όλες τις λεπτομέρειες που έχουν σημασία και κάνοντας αυτό που πρέπει να γίνει, αυξάνει τόσο τις πιθανότητες να μάθει την τέχνη όσο πιο σύντομα γίνεται όσο και τις πιθανότητες να ενσωματωθεί στο περιβάλλον της σχολής με τον πιο ομαλό τρόπο.
Η ένταξη σε μια σχολή πολεμικών τεχνών δε διαφέρει εντελώς από την ένταξη σε μια οποιαδήποτε άλλη κοινωνική δραστηριότητα∙ ένας φυσιολογικός άνθρωπος δε θα αντιμετωπίσει περισσότερα προβλήματα σε ένα τέτοιο περιβάλλον από όσα θα αντιμετώπιζε π.χ. σε μια σχολή χορού ή σε μια λέσχη σκακιού. Βεβαίως υπάρχουν ιδιαιτερότητες έναντι των παραπάνω ασχολιών, όμως μπορούν να ξεπεραστούν αρκεί να έχει κανείς τη διάθεση να τις ξεπεράσει και αρκεί να επιλέξει το περιβάλλον (δηλαδή τη σχολή) που του ταιριάζει περισσότερο –και μια τέτοια επιλογή είναι ούτως ή άλλως κάτι που κάθε ενήλικας οφείλει να γνωρίζει να κάνει.
Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης