Σε προγενέστερο άρθρο του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών τεχνών, με τον τίτλο: «
Η πολεμική τέχνη του Μουσάσι: Χιόχο Νίτεν Ίτσι Ρίου» έγινε αναφορά στην πολεμική τέχνη του θρυλικού ξιφομάχου Μιγιαμότο Μουσάσι. Ο ιάπωνας ξιφομάχος, έχει χαρακτηριστεί ως «άγιος του ξίφους» (κενσέι)-ένας τίτλος που αποδίδεται σε πολεμιστές που έχουν αναπτύξει εκτός του άλλων και την πνευματική τους νοημοσύνη. Το χειρόγραφό του «Το Βιβλίο των Πέντε Δακτυλιδιών» (Γκόριν Νο Σο) χαίρει της εκτίμησης του επιχειρηματικού κόσμου παγκοσμίως, καθώς θεωρείται ένα μοναδικό στο είδος του εγχειρίδιο στρατηγικής του πολέμου και όχι μόνο, με ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές προεκτάσεις.
Εκείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι πως ο μεγάλος ξιφομάχος άφησε πίσω του και ένα ζωγραφικό καλλιτεχνικό έργο σημαίνουσας αξίας. Εξάλλου, στην Ιαπωνία της εποχής του, η εντρύφηση σε κάθε μορφή τέχνης θεωρούνταν πως συμβάλει στη βελτίωση του ανθρώπου. Από την άνοιξη του 1640, ο Μουσάσι ζούσε, μετά από πρόσκληση, ως φιλοξενούμενος στο κάστρο του Χοσοκάβα Ταντάντοσι, στο Κουμαμότο. Η οικογένεια Χοσοκάβα, αναγνώρισε επίσημα το πολεμικό στυλ που πρέσβευε, προσφέροντας του μισθό για τη διδασκαλία του, αλλά και ρόλο στρατιωτικού συμβούλου. Στο Κουμαμότο, ο Μουσάσι είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τον καλλιτεχνικό κύκλο του οίκου Χοσοκάβα, άλλωστε είχε γνωρίσει τον ίδιο σε ένα ποιητικό κύκλο, στο Κιότο.
Η συνάφεια μεταξύ των μοναχών Ζεν με την ζωγραφική τέχνη της σουιμπόκουγκα και της σόντο (καλλιγραφίας) και η στενή σχέση τους με σαμουράι, μας παραπέμπει στην απόφαση του Μουσάσι να ασχοληθεί με τη ζωγραφική αυτού του είδους. Επιπλέον, ο ίδιος επεδίωξε και γνώρισε πολλούς από τους καλλιτέχνες της εποχής του. Η τέχνη της σουιμπόκουγκα ή σούμι-ε (μονοχρωματική ζωγραφική με ινδική μελάνι σούμι), εισήχθη στην Ιαπωνία από κινέζους μοναχούς που εκδιώχθηκαν από την Κίνα, την περίοδο Καμακούρα (1192-1333) παράλληλα με τον Βουδισμό Ζεν και έχει στενή συνάφεια με αυτόν. Το είδος της ζωγραφικής αυτής επικεντρώνεται στην ακρίβεια και τη συγκέντρωση του καλλιτέχνη, αφού με μια κίνηση πρέπει να δημιουργήσει και ταυτόχρονα τίποτα δεν μπορεί να αντιστραφεί, να διορθωθεί ή να διαγραφεί, όπως ακριβώς και με το κόψιμο του ξίφους. Χάρη στην ακρίβεια και την αυτοσυγκέντρωση που απαιτεί, αποτελούσε ιδανική άσκηση διαλογισμού για τους μαθητές του Ζεν και τους πολεμιστές και γι’ αυτό συνδέθηκε στενά μαζί τους. Ο Μουσάσι επικεντρώθηκε στο είδος σουιμπόκουγκα και στην ιαπωνική καλλιγραφία (σόντο), με την οποία φαίνεται να έχει στενή σχέση και αγάπη από μικρή ηλικία. Η σόντο όπως και η σουιμπόκουγκα, όπως προανέφερα, χαρακτηρίζονται από την ακρίβεια που πρέπει να έχει η κίνηση του πινέλου, γιατί τίποτα δεν μπορεί να διορθωθεί άπαξ και δημιουργηθεί το πρώτο ίχνος στο ριζόχαρτο ή στο μετάξι. Ο Μουσάσι, ακολούθησε το στυλ του Χασεγκάβα Τοχάκου (1539-1610), ιδρυτή της σχολής Χασεγκάβα κα του Κάιχο Γιούσο (1553-1615) γόνου οικογένειας σαμουράι, γνωστού για την τολμηρότητα των συνθέσεών του και τη δύναμη του πινέλου του. Όμοια, τα δικά του έργα ζωγραφικής, διακρίνονται για την οικονομία του πινέλου, την ανάγλυφη παραστατικότητα και την καθυποταγμένη τους ενέργεια, τόσο στη σύνθεση όσο και στις γραμμές τους, στοιχεία που αποκαλύπτουν και το ανένταχτο πνεύμα του. Ο τρόπος χρήσης του πινέλου του, ονομάζεται «μαχόμενο πινέλο», διακρίνει κανείς πως κυριαρχεί η ακραία ελαστικότητα των γραμμών έκφρασης, ενώ συχνά χρησιμοποιεί και την παραδοσιακή τεχνική «σπασμένη μελάνη».
Τα περισσότερα έργα του «αγίου του σπαθιού», ανάγονται στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μια πενταετία περίπου πριν τον θάνατό του. Γνωρίζουμε βεβαίως, ότι ήδη στα δεκατρία του, είχε φιλοτεχνήσει το πορτραίτο του Νταρούμα και μάθαινε καλλιγραφία. Ζωγράφιζε επίσης από το 1634 και υπογράφει τα έργα του με το όνομα Νίτεν. Τα έργα του απεικονίζουν ζώα (σκίουρους, δράκους, άλογα) αλλά τα αγαπημένα του θέματα είναι τοπία, πουλιά/πτηνά, ο Νταρούμα (πρώτος πατριάρχης του Ζεν) και ο Χοτέι (κινέζος μοναχός, ο επονομαζόμενος χαμογελαστός Βούδας). Έχουν εκτεθεί σε κακιτζίκου (κρεμαστά ρολό χαρτιού/πάπυρου με προορισμό την ανάρτηση σε τοίχο), αλλά έχει φιλοτεχνήσει και έργα μεγάλης κλίμακας σε πτυσσόμενες πόρτες, που αποκαλύπτουν τη δεινότητα του ως καλλιτέχνη. Διαβάζουμε, επίσης, πως προφανώς δεν είχε κάποιον δάσκαλο, καθώς ο ίδιος σημειώνει στο «Βιβλίο των Πέντε Δακτυλιδιών», πως ήταν αυτοδίδακτος σε όλα. Τα θέματά του για την φύση εκπλήσσουν με την λιτή ομορφιά τους, και αποκαλύπτουν έναν οξυδερκή παρατηρητή της φύσης, κάτι φυσικό μιας και ο ίδιος, κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του, είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί το φυσικό τοπίο και τα ζώα.
Κλείνοντας, σημειώνω πως παρότι πολλές προσωπογραφίες του χρεώνονται στον ίδιο, η αλήθεια είναι πως ο ίδιος ο ξιφομάχος ουδέποτε φιλοτέχνησε το πρόσωπό του και στην πραγματικότητα όλες οι προσωπογραφίες του, αποτελούν έργα μεταγενέστερων καλλιτεχνών και όχι δικά του. Επιπλέον, παρότι δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη γλυπτική, γνωρίζουμε ότι σμίλεψε το ξύλινο αγαλματίδιο του φρουρού του βουδισμού, Φούντο Μουγιό, έργο που δυστυχώς σώζεται σήμερα μόνο σε αντίγραφο, και ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη μεταλλουργία φιλοτεχνώντας μεταλλικές τσούμπες ξιφών, τις οποίες και παρέδωσε στον Ναγκάοκα Γιοριχιούκι. Σήμερα, ανήκουν στη συλλογή της οικογένειας Ματσούι. Τα έργα του Μουσάσι μπορεί κανείς να τα δει από κοντά, στο Μουσείο Τέχνης Σιμάντα στην Κουμαμότο, στην Οκαγιάμα, στη Φουκουόκα, στην Ιζούμι και σε ιδιωτικές συλλογές οίκων και Ιδρυμάτων της Ιαπωνίας.
Σοφία Ξυγαλά
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑM. Musashi: The Book of Five Rings, editions SHAMBHALA PUB Incorporated, 2010.
K. Tokitsu: Miyamoto Musashi-His Life and Writings, editions WeatherHill, 2005.
Σ. Ξυγαλά: Μουσάσι, Η ιστορία του μεγαλύτερου ξιφομάχου της Ιαπωνίας, εκδόσεις Ιάμβλιχος, 2002.
W. S. Wilson: The Lone Samurai- The Life of Miyamoto Musashi, editions Shambhala, 2013.