Πείτε μας λίγα λόγια για το υπόβαθρό σας στις πολεμικές τέχνες: πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε και πώς; Άρχισα να ασκούμαι στο τζούντο το 1968 (σημ. ο Ντέιβ Λόουρι γεννήθηκε το 1955). Ήμουν πολύ μικρόσωμος και με απασχολούσε το θέμα της ασφάλειάς μου παρότι ζούσα σε μια περιοχή που δεν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Θα πρέπει να έχετε κατά νου ότι στη δεκαετία του 1960, στις ΗΠΑ ο κόσμος ήξερε πολύ λίγα πράγματα για τα ιαπωνικά μπούντο: ελάχιστοι ήξεραν τη διαφορά μεταξύ τζούντο και καράτε ή είχαν δει κάτι παραπάνω από τις τέχνες αυτές πέρα από όσα έδειχναν οι ταινίες –ήταν πράγματα πολύ εξωτικά και πολύ ασυνήθιστα. Εγώ αντίθετα είχα την τύχη να υπάρχει στην πόλη μου ένα πανεπιστήμιο με μια πολύ καλή λέσχη τζούντο∙ μιλάμε για την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ και υπήρχαν αρκετοί που είχαν υπηρετήσει στο στρατό με βάση την Ιαπωνία και που είχαν ασκηθεί στο Κόντοκαν.
Το πανεπιστήμιο αυτό είχε επίσης αρκετούς φοιτητές ιαπωνικής καταγωγής που είχαν έρθει από τη Χαβάη καθώς και κάποιους Ιάπωνες που είχαν έρθει από την Ιαπωνία για να σπουδάσουν και που επίσης ήταν μέλη της λέσχης του τζούντο, οπότε βρισκόμουν κοντά σε Ιάπωνες από την αρχή. Αν και ήμουν πολύ μικρός με προσκάλεσαν να γίνω μέλος στη λέσχη –θέλω να ελπίζω ότι το έκαναν επειδή τους συγκίνησε η σοβαρότητά μου όμως στην πραγματικότητα μάλλον τους φάνηκε διασκεδαστική η προοπτική να έχουν στη λέσχη τους ένα παιδί. Όπως και να ‘χει, άρχισα να ασκούμαι εκεί και τελικά γνώρισα έναν από τους καθηγητές του πανεπιστημίου, έναν ιάπωνα ηλεκτρολόγο μηχανικό που βρισκόταν εκεί στο πλαίσιο ενός προγράμματος ακαδημαϊκής ανταλλαγής: ο άνθρωπος αυτός έγινε ο δάσκαλός μου στη Γιάγκιου Σινκάγκε Ρίου και ήμουν ο μόνος του μαθητής όσα χρόνια έμεινε στις ΗΠΑ (από το 1976 που επέστρεψε στην Ιαπωνία δίδαξε επίσης την ανιψιά της γυναίκας του).
Ποιες άλλες πολεμικές τέχνες έχετε μελετήσει και τι βαθμούς έχετε (αν έχετε) σ’ αυτές; Και σε ποιες ασκείστε τώρα; Το 1985 γνώρισα έναν πρώην μαθητή του εκλιπόντος Ντον Ντρέγκερ στο τζο της Σίντο Μούσο Ρίου και άρχισα να ασκούμαι μαζί του –στην τέχνη αυτή εξακολουθώ να ασκούμαι ως τώρα. Κατά περιόδους ασκήθηκα επίσης στο καράτε και στο αϊκίντο ενώ σήμερα ασκούμαι στις Σινκάγκε Ρίου και Σίντο Μούσο Ρίου∙ και στις δύο αυτές σχολές έχω άδεια διδασκαλίας και έχω δύο μικρές ομάδες μαθητών. Παρεμπιπτόντως, και οι δύο δάσκαλοί μου εξακολουθούν να διδάσκουν και συνεχίζω να ασκούμαι μαζί τους και να μαθαίνω.
Έχοντας ασκηθεί και σε κλασικές και σε σύγχρονες πολεμικές τέχνες πώς θα χαρακτηρίζατε τις μεν σε σχέση με τις δε; Παρότι τα σύγχρονα μπούντο έχουν γίνει πια κάτι πολύ συνηθισμένο, οι κορίου, οι κλασικές πολεμικές τέχνες παραμένουν ακόμα σχετικά άγνωστες και αρκετά δυσνόητες στη Δύση. Για πολλούς, οι τέχνες αυτές έχουν τη φήμη ότι είναι «αληθινές» ενώ αρκετοί πιστεύουν ότι όσοι ασχολούνται μ’ αυτές θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από αυτούς που ασχολούνται με το τζούντο ή το καράτε. Αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα είναι ότι οι κορίου είναι απλώς διαφορετικές: έχουν διαφορετικές παραδόσεις, στόχους και συμπεριφορές –είναι προϊόν της εποχής της φεουδαρχίας στην Ιαπωνία οπότε η νοοτροπία πίσω τους αντανακλά εκείνη την εποχή. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να έχει κανείς περισσότερο σωματικό ταλέντο ή να είναι περισσότερο αφοσιωμένος για να ασκηθεί σε μια κορίου –πρέπει ωστόσο να συνειδητοποιήσει ότι παίζει ένα πολύ διαφορετικό παιχνίδι και πρέπει να μπορεί να παίξει με τους κανόνες του. Αυτό που κάνει τις κορίου δύσκολες είναι ότι πολλοί από τους κανόνες αυτούς είναι άγνωστοι στους σύγχρονους ανθρώπους∙ προσωπικά με τα χρόνια ανακάλυψα ότι με ενδιαφέρουν περισσότερο οι παλιότερες αυτές τέχνες οπότε πλέον ασκούμαι αποκλειστικά σ’ αυτές.
Υπάρχει ένα σημείο ωστόσο το οποίο θα ήθελα να υπογραμμίσω σχετικά με τις κορίου: ο δάσκαλος μιας κορίου θα πρέπει να είναι είτε ο ίδιος ο σχολάρχης της, είτε κάποιος που έχει άμεση σχέση με αυτόν. Ο σχολάρχης δεν είναι ο εκπρόσωπος της ρίου –είναι η ίδια η ρίου, η άμεση σύνδεση με τον ιδρυτή της. Αν διδάσκει ή ασκείται κανείς σε μια κορίου χωρίς να έχει τη σύνδεση αυτή, κοροϊδεύει τη ρίου και κλέβει την κληρονομιά της. Αυτή πιστεύω είναι η κρίσιμη διαφορά μεταξύ μιας κορίου και ενός σύγχρονου μπούντο.
Μια παρένθεση: Πότε αρχίσατε να γράφετε; Σας γνωρίζουμε από τα κείμενά σας σχετικά με τις πολεμικές τέχνες όμως έχετε γράψει ένα από τα καλύτερα βιβλία για το σούσι και έχουμε δει αναφορές σχετικά με κείμενά σας γύρω από άλλα θέματα. Άρχισα να γράφω όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο∙ ξεκίνησα από το Cosmopolitan, το γυναικείο περιοδικό γράφοντας για θέματα σχετικά με την υγεία και λίγο αργότερα άρχισα να γράφω για το φαγητό. Πλέον γράφω συχνά κριτική εστιατορίων και, όπως είπατε, έχω γράψει κάποια βιβλία για τις πολεμικές τέχνες και ένα για το σούσι. Έχω γράψει επίσης ένα μυθιστόρημα, το Chinese Cooking for Diamond Thieves που θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2014 από την Houghton Mifflin και έχω γράψει δύο ακόμα μυθιστορήματα που θα κυκλοφορήσουν την επόμενη χρονιά.
Επιστρέφοντας στις κλασικές πολεμικές τέχνες, τα τελευταία χρόνια, έχουμε παρατηρήσει μια αύξηση του ενδιαφέροντος γι αυτές. Πού το αποδίδετε; Υπάρχει πράγματι ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τις κορίου στη Δύση –πάντα υπήρχε στην Ιαπωνία οπότε ίσως να πρόκειται για μια έκφανση αυτού του ενδιαφέροντος ή ίσως να προέρχεται από το ότι οι άνθρωποι εντυπωσιάζονται που κάποιες τόσο παλιές τέχνες παραμένουν ζωντανές ή από το ότι θέλουν να δοκιμάσουν τον εαυτό τους βάσει κάποιων αρχαίων μέτρων. Βεβαίως είναι απολύτως αδύνατο να ασκηθούμε σήμερα με το ίδιο ακριβώς πνεύμα που ασκούνταν οι άνθρωποι εκείνων των εποχών –κανείς μας δε χρειάστηκε να πάει στη μάχη με ένα ξίφος στο χέρι οπότε φοβάμαι ότι είναι πολύ εύκολο να δει κανείς τις τέχνες αυτές μέσα από ένα ρομαντικό πρίσμα και να προβάλλει επάνω τους τις φαντασιώσεις του, γεγονός που θα είχε θανάσιμα αποτελέσματα στο πνεύμα τους. Αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να μένουμε όσο πιο κοντά γίνεται στις παραδόσεις και τη μεθοδολογία του παρελθόντος.
Πιστεύετε ότι οι τέχνες αυτές έχουν νόημα σήμερα –στην Ιαπωνία και εκτός; Βεβαίως οι κορίου έχουν νόημα σήμερα. Ακόμα και αν δεν τις χρησιμοποιούμε στη μάχη, χρησιμοποιούμε τις αρχές που διδάσκουν: η συλλογική νοοτροπία της ρίου έχει μεγάλη επίδραση στα μέλη της –οργανώνει με συγκεκριμένο τρόπο το νευρικό τους σύστημα και επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα και που σχετίζονται και επικοινωνούν με τους άλλους ανθρώπους. Και μόνο από αυτή την άποψη, η αξία των τεχνών αυτών είναι εντυπωσιακή και συναρπαστική.
Παράλληλα –και σχεδόν ταυτόχρονα- βλέπουμε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα συστήματα που εστιάζουν στην «αποτελεσματικότητα». Πιστεύετε ότι μπορεί αυτό να επηρεάσει τις πολεμικές τέχνες που ξέρουμε σήμερα (σύγχρονες και κλασικές) και αν ναι, κατά ποιον τρόπο; Υπάρχει όντως μεγάλη έμφαση στις μαχητικές τέχνες που προσανατολίζονται στην «αποτελεσματικότητα» και όσοι αρέσκονται σ’ αυτές, σίγουρα έχουν να αποκομίσουν αρκετή αξία. Αναρωτιέμαι ωστόσο τι σημαίνει «αποτελεσματικότητα» σ’ αυτό το πλαίσιο: είναι πάντα πολύ πιο αποτελεσματικό να χρησιμοποιήσει κανείς ένα πυροβόλο όπλο, ένα μαχαίρι ή ένα ραβδί και αν αυτό εννοούμε λέγοντας «αποτελεσματικότητα» οι άοπλες μαχητικές τέχνες δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τους στόχους που έχουν κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές καθώς κάτι που είναι αποτελεσματικό για έναν 24χρονο δεν είναι για έναν 60χρονο. Όσοι έλκονται από τις δραστηριότητες αυτές θα πρέπει να ασχολούνται μαζί τους, να τις απολαμβάνουν και να τις εκτιμούν όμως θα πρέπει παράλληλα να σκέφτονται και τους μακροπρόθεσμους στόχους που έχουν στη ζωή τους.
Μιλώντας για τα σημερινά μεικτά συστήματα, κάποιοι ασκούμενοι στις πολεμικές τέχνες έχουν εκφραστεί αρνητικά γι αυτά… Δεν είμαι σίγουρος. Λέγεται ότι οι «παραδοσιακοί» των πολεμικών τεχνών παραπονιούνται και επικρίνουν τα σύγχρονα αυτά δημιουργήματα όμως προσωπικά δεν έχω παρατηρήσει κάτι τέτοιο –οι περισσότεροι από αυτούς που ασχολούνται με το παραδοσιακό μπούντο δεν ασχολούνται με το τι κάνουν οι άλλοι. Και μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι εγώ τουλάχιστον δεν ασχολούμαι.
Στο μέτρο που η ανάμειξη στοιχείων προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πιο αποτελεσματικό μαχητικό σύστημα μπορεί να θεωρηθεί «εξέλιξη» ποια πιστεύετε ότι είναι η θέση της εξέλιξης στις κλασσικές σχολές; Πώς πραγματώνεται; Η ανάμειξη στοιχείων διαφορετικών τεχνών ή τεχνικών για τη δημιουργία ενός νέου πράγματος δεν είναι κατ’ ανάγκη «εξέλιξη» και αν είναι δεν είναι κατ’ ανάγκη παραγωγική εξέλιξη: μπορεί κανείς να πάρει εξαρτήματα από πέντε διαφορετικά αυτοκίνητα και να τα συνδυάσει όμως αυτό που θα βγει δε θα είναι απαραίτητα ένα καλύτερο αυτοκίνητο. Σε πολλές περιπτώσεις, τα στοιχεία μιας τέχνης είναι ιδιότυπα και δεν μπορούν να βγουν από αυτή και να τοποθετηθούν σε κάποια άλλη –ή τουλάχιστον, όχι επιτυχημένα. Έχουμε πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που προσπαθούν να φτιάξουν νέα αυτοκίνητα από εξαρτήματα άλλων ενώ δεν αντιλαμβάνονται την ιδέα της λειτουργίας ενός αυτοκινήτου∙ στις περιπτώσεις αυτές, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι απλώς χαραμίζουν την ενέργειά τους.
Πέραν αυτού, όλες οι πολεμικές τέχνες –κλασικές ή σύγχρονες- εξελίσσονται, είναι οργανικές. Υπάρχει η παρανόηση ότι οι κορίου είναι στατικές και ότι διατηρούνται σήμερα όπως ακριβώς ήταν, αλλά αυτό είναι λάθος. Οι κορίου είναι ζωντανές όμως η εξέλιξή τους σχεδιάζεται από τους σχολάρχες τους και πάντα σχεδιαζόταν από τους σχολάρχες τους οπότε είναι μια αντανάκλαση της προσωπικότητας των προσώπων αυτών: αν ο σχολάρχης είναι καλός, αν η προσωπικότητά του είναι με τη σειρά της αντανάκλαση της ρίου, η εξέλιξη θα είναι υγιής.
Αν ωστόσο οι κλασικές σχολές εξελίσσονται δια μέσου των αιώνων, μπορούν οι ασκούμενοι σ’ αυτές να υποστηρίζουν σήμερα ότι αυτό που μελετούν είναι όντως «κλασικό»; Δεν πρόκειται δηλαδή για μια περίπτωση του παραδόξου του πλοίου του Θησέα που αναφέρει ο Πλούταρχος; Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς αυτή την εξελικτική διαδικασία σε κάποιον τρίτο –συχνά, αν δεν είναι κανείς μέλος μιας σχολής και δη έμπειρο μέλος, δεν πρόκειται να δει τις αλλαγές και την εξέλιξη. Ωστόσο υπάρχουν: λέγοντας ότι κάτι είναι «κλασικό» δεν εννοούμε ότι είναι «απαράλλαχτο». Η κλασική μουσική, για παράδειγμα έχει αλλάξει από την άποψη ότι αυτό που παίζεται τώρα, παίζεται με σύγχρονα όργανα και ότι οι ήχοι που προέρχονται από ένα σύγχρονο στούντιο ήταν αδύνατο να υπάρξουν πριν από τέσσερις αιώνες. Όταν λέμε ότι πρόκειται για κάτι «κλασικό» εννοούμε ότι έχει σ’ αυτό πρωταρχική αξία η φόρμα και η διατήρηση κάποιων κανόνων σε αντιδιαστολή με αυτό που συμβαίνει στο αντίθετο του κλασικισμού, τον ρομαντισμό. Πολλές σύγχρονες μαχητικές τέχνες είναι ρομαντικές από την άποψη ότι η ατομική ερμηνεία είναι μέρος της εξάσκησης και ότι δε δίνουν έμφαση στη φόρμα ή αν δίνουν, κάτι τέτοιο δεν είναι κρίσιμης σημασίας.
Σε μια σύγχρονη πολεμική τέχνη –όπως στο τζούντο- οι ασκούμενοι μπορούν να επιλέξουν τις τεχνικές που προτιμούν, μπορούν δηλαδή να εξατομικεύσουν την τέχνη τους –μπορούν ακόμα να εξασκηθούν με διαφορετικούς δασκάλους, να υιοθετήσουν διαφορετικές στρατηγικές κ.λπ. Οι τέχνες τους δηλαδή, επιτρέπουν αρκετή ελευθερία, στοιχείο που δεν είναι συστατικό ενός κλασικού μπούντο. Και εκεί υπάρχει ατομικότητα όμως αυτή προκύπτει στο τέλος μιας πολύ, πολύ μακράς και πολύ προσεκτικής διαδικασίας.
Έχουν υπάρξει ασκούμενοι στις κλασικές πολεμικές τέχνες –κι εσείς είστε ένας από αυτούς- που έχουν προσπαθήσει να «μεταφυτεύσουν» τις τέχνες αυτές στη Δύση. Ποιες είναι οι προκλήσεις (και οι πιθανές παγίδες) που έχει ένα τέτοιο εγχείρημα; Η «μεταφύτευση» μιας κλασικής πολεμικής τέχνες είναι κάτι τερατωδώς δύσκολο: είμαι σε διαρκή επαφή με άλλους δυτικούς δασκάλους και το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί μόνιμο αντικείμενο συζήτησης μεταξύ μας. Ανησυχούμε πολύ γι αυτό, σκεφτόμαστε και ξανασκεφτόμαστε τις πιθανές επιπτώσεις αυτών που διδάσκουμε, επανεξετάζουμε πώς διδάσκουμε και πώς εκπροσωπούμε τις τέχνες μας. Δεν έχω εύκολες απαντήσεις να σας δώσω επ’ αυτού –θέλω μόνο να πω ότι πιστεύω ότι όντας η πρώτη γενιά μη-Ιαπώνων που διδάσκουν και εκπροσωπούν τις τέχνες αυτές, είμαστε αντιμέτωποι με μια μεγάλη πρόκληση και το πόσο καλά θα τα καταφέρουμε θα πει πολλά για το χαρακτήρα και τις ικανότητές μας.
Εξαιτίας της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα μετά τον Β’ ΠΠ υπάρχουν σήμερα σύγχρονες πολεμικές τέχνες με περισσότερους ασκούμενους εκτός Ιαπωνίας παρά εντός –κάποιοι πιστεύουν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί και κάποια στιγμή θα επεκταθεί σε όλες τις πολεμικές τέχνες, σύγχρονες και κλασικές. Τι επιπτώσεις πιστεύετε ότι θα έχει μια τέτοια εξέλιξη; Η εισαγωγή μη-ιαπωνικών σπόρων στο έδαφος του κλασικού και σύγχρονου ιαπωνικού μπούντο είναι μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές που έχουν σημειωθεί στην ιστορία και την εξέλιξη των τεχνών αυτών –εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντική είναι η μεταφορά του εδάφους αυτού σε ξένους κήπους στους οποίους θα δεχτεί λίπασμα και επεμβάσεις από δυτικές επιρροές. Αυτό είναι κάτι που ήδη γίνεται και το να αξιολογήσει κανείς τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει είναι αδύνατο καθώς ως τότε οι περισσότεροι εξ ημών θα έχουμε πεθάνει προ πολλού. Αν έπρεπε να μαντέψω ωστόσο, θα έλεγα ότι οι επιπτώσεις θα είναι και θετικές και αρνητικές. Για παράδειγμα, δεν νομίζω ότι είναι ευρέως γνωστό όμως είναι γεγονός ότι η εξάσκηση στην Κατόρι Σίντο Ρίου πριν την εμφάνιση του Ντρέγκερ τη δεκαετία του 1960 βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο –η τεχνική είχε γίνει τσαπατσούλικη και είχε αποδυναμωθεί κατά πολύ (για την ιστορία, δεν αναφέρομαι σε κάτι που παρατήρησα ο ίδιος αλλά μου το έχουν επιβεβαιώσει περισσότερα από ένα μέλη της ρίου που βρίσκονταν εκεί). Η παρουσία του Ντρέγκερ έδωσε πολλή ενέργεια: ήταν ένας άνθρωπος που έδειχνε ενθουσιασμό, πού ήθελε να μάθει, που έκανε ερωτήσεις και που ανάγκασε τα παλιά μέλη να σκεφτούν ξανά, να εμπλακούν περισσότερο. Και αυτό ανέβασε το επίπεδο της σχολής.
Ο Ντρέγκερ έλεγε ότι η παρουσία ενός μη-Ιάπωνα σε μια ρίου είναι κάτι καλό αλλά ότι η παρουσία δύο ή περισσότερων είναι σχεδόν βέβαια καταστροφική. Αν και δεν το έλεγε έτσι ακριβώς, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις συνθήκες της εποχής που το έλεγε και να συνειδητοποιήσουμε τι εννοούσε και όχι να μείνουμε σε συγκεκριμένους αριθμούς: αν σε μια κορίου (ή, εδώ που τα λέμε, και σε ένα σύγχρονο μπούντο) υπάρχει υπερβολικά μεγάλη επιρροή από μη-Ιάπωνες, η επιρροή αυτή μπορεί να αλλάξει τη χημεία του ατόμου, της ομάδας, του ντότζο ή της ρίου. Στην Ιαπωνία ο διαχωρισμός μεταξύ αυτών που «ανήκουν» και αυτών που είναι «εξωτερικοί» είναι σαφής και όλοι οι ξένοι που ζουν εκεί μπορούν να πουν πολλά επί του θέματος. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται ακόμα πιο εμφανής όταν πρόκειται για μια ομάδα μικρή και, άρα, πιο στενά δεμένη∙ όταν μιλάμε για μια κορίου όπου πολύ συχνά κάθε μέλος ξέρει όλα τα άλλα μέλη, οι συνέπειες που θα έχει η αποδοχή ενός «εξωτερικού» μπορεί να είναι δραματικές.
Αυτό σημαίνει ότι προκειμένου οι αλλαγές που θα συμβούν να είναι προς το καλύτερο, θα πρέπει τόσο οι Ιάπωνες που επιτρέπουν μη-Ιάπωνες να μπουν στη ρίου τους και οι μη-Ιάπωνες που γίνονται δεκτοί να είναι υπομονετικοί, ανοιχτόμυαλοι και σίγουροι για τον εαυτό τους και για την τέχνη τους. Οι μη-Ιάπωνες που κάνουν μια κορίου δε θα πρέπει να περιμένουν να «βγάλουν» τίποτα από την εξάσκησή τους –θα πρέπει να περιμένουν ότι η επιτυχία τους στη ρίου θα εξαρτάται αποκλειστικά από τη διάθεσή τους να προσφέρουν στη ρίου.
Στα σύγχρονα μπούντο σήμερα έχουμε περισσότερους μη-Ιάπωνες από ό,τι Ιάπωνες∙ αν αυτό είναι καλό ή κακό εξαρτάται από το χαρακτήρα και την αντίληψη αυτού που κρίνει. Η δική μου άποψη, η οποία είναι κοινή για τις σύγχρονες και τις παραδοσιακές ιαπωνικές τέχνες που έχουν μη-Ιάπωνες στις τάξεις τους: να είστε διατεθειμένοι να αντιληφθείτε ότι ζητάτε να παίξετε ένα διαφορετικό παιχνίδι σε ένα διαφορετικό γήπεδο και άρα, ότι πρέπει να σεβαστείτε τους κανόνες, να μάθετε τις παραδόσεις και να αποδεχθείτε τις συνέπειες. Μην προσπαθήσετε να αλλάξετε την τέχνη και μη θεωρείτε ότι η κουλτούρα σας ή οι κανόνες σας έχουν εφαρμογή στην τέχνη αυτή. Το να είναι κανείς Ιάπωνας δε σημαίνει ότι έχει κάποιο πλεονέκτημα στην εκμάθηση μιας πολεμικής τέχνης και το να είναι μη-Ιάπωνας δε σημαίνει ότι έχει το δικαίωμα να τη μάθει διαφορετικά.
Από τα κείμενά σας, είναι εμφανές ότι έχετε ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για την Ιαπωνία. Πιστεύετε ότι ένα τέτοιο ενδιαφέρον είναι αναγκαίο προκειμένου να φτάσει κανείς σε ένα υψηλό επίπεδο στις τέχνες αυτές και ειδικά στις κλασικές; Πολύ καλή ερώτηση. Είναι αναγκαία για τη μετάδοση μιας κορίου ή ενός σύγχρονου μπούντο η κατανόηση της Ιαπωνίας και του πολιτισμού της; Πιστεύω πως ναι. Μπορείτε να φανταστείτε κάποιον να υποστηρίζει ότι είναι αυθεντία στην ελληνική κουζίνα και να μη γνωρίζει την ελληνική κουλτούρα; Να μη γνωρίζει πώς παράγεται το ελαιόλαδο; Να μην μπορεί να μιλήσει έστω και λίγο ελληνικά; Δεν μπορείς να βγάλεις ένα στοιχείο από τον πολιτισμό που το γέννησε και να περιμένεις ότι θα έχει νόημα έξω από αυτόν.
Από όσα είπατε παραπάνω, προκύπτει ότι εσείς αποκτήσατε τις γνώσεις σας περί Ιαπωνίας ενώ ήσασταν ακόμα στις ΗΠΑ, κυρίως μέσω της επαφής σας με τους ανθρώπους των πολεμικών τεχνών. Πότε πήγατε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία και πώς ήταν η Ιαπωνία που βιώσατε σε σχέση με την Ιαπωνία που ξέρατε –τόσο ως προς τις πολεμικές τέχνες, όσο και γενικά; Πρώτη φορά πήγα στην Ιαπωνία το 1987∙ όταν ο σενσέι μου έφυγε από τις ΗΠΑ ήμουν ακόμα πολύ νέος και τον ξαναείδα όταν ήμουν πλέον ενήλικος. Η επίσκεψή μου στην Ιαπωνία μετά από τόσο καιρό μου δίδαξε πολλά όμως δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην από κάτι καθώς ήμουν αρκετά καλά προετοιμασμένος πολιτισμικά. Βεβαίως ήταν συναρπαστικό το ότι έβλεπα το πλαίσιο: έκανα οχάκα-μαΐρι, την επίσκεψη των τάφων των προγόνων, επισκέφθηκα το χωριό Γιάγκιου και άλλα μέρη που είχαν στενή σχέση με την οικογένεια του δασκάλου μου –η αίσθηση ότι βρισκόμουν πραγματικά εκεί, στα μέρη αυτά, ήταν πολύ έντονη. Θα πρέπει να πω πάντως ότι το να επισκεφθεί κανείς την Ιαπωνία και το να ζήσει εκεί όντας ξένος είναι πολύ διαφορετικά πράγματα: όντας επισκέπτης δε χρειάστηκε να αντιμετωπίσω τα διάφορα προβλήματα, τις απογοητεύσεις και τις ενοχλήσεις που αντιμετωπίζουν όσοι έχουν ζήσει ή ζουν εκεί και ομολογώ ότι σέβομαι την αντοχή και το σθένος των ανθρώπων που το κάνουν.
Γενικά αποφεύγετε στα γραπτά σας να δίνετε άμεσες συμβουλές. Ωστόσο είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες μας (και ειδικά εκείνοι που μόλις άρχισαν να εμπλέκονται με τις πολεμικές τέχνες ή εκείνοι που σκέφτονται να εμπλακούν) θα θέλουν να ακούσουν κάποια συμβουλή από κάποιον που έχει εξασκηθεί τόσα πολλά χρόνια. Συμβουλή; Η συμβουλή μου για την εξάσκηση στο μπούντο είναι να τη βλέπει κανείς στα πραγματικά της μέτρα –αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η οικογένειά σου και οι υποχρεώσεις της πρέπει να είναι η πρώτη σου προτεραιότητα, μετά πρέπει να έρχεται η καριέρα σου ή η εκπαίδευσή σου και το μπούντο πρέπει να έρχεται τρίτο. Το μπούντο δεν είναι απόδραση από τη ζωή, ούτε υποκατάστατο της ζωής: είναι εργαλείο ζωής. Από την άποψη αυτή είναι σημαντικό να αντιλαμβάνεται κανείς τους στόχους που έχει όταν εξασκείται: αν εξασκείσαι για να γίνεις άτρωτος, θα απογοητευθείς αφού όλοι εξασθενούμε και πεθαίνουμε. Αν εξασκείσαι για να γίνεις πρωταθλητής, θα απογοητευθείς επειδή τελικά θα βρεθεί κάποιος άλλος πρωταθλητής που θα αιχμαλωτίσει τη φαντασία του κοινού. Ο μόνος πραγματικός στόχος του μπούντο είναι να ζεις τη ζωή σου ειλικρινά και να τη βλέπεις καθαρά. Ένας από τους δασκάλους του δασκάλου μου ρωτήθηκε κάποτε «Τι έχεις να επιδείξεις μετά από μια ζωή εξάσκησης στο μπούντο;» και απάντησε «Μια ζωή εξάσκησης» –ακούγεται απλό αλλά υποπτεύομαι ότι πρόκειται για την πεμπτουσία του μπούντο.
Συνέντευξη-μετάφραση Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης
Μάθετε περισσότερα για το βιβλίο
«Στο ντότζο»